Η οικονομία θυσία στον πόλεμο
Γράφει ο Γρηγόρης Νικολόπουλος
Η απόφαση της Ευρώπης να σταματήσει τις εισαγωγές Ρωσικού πετρελαίου θα προκαλέσει επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης η οποία θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών του πετρελαίου για τη βιομηχανία, δηλαδή αύξηση του κόστους παραγωγής και αύξηση των τιμών των προϊόντων. Με λίγα λόγια αυτό σημαίνει ακόμη υψηλότερο πληθωρισμό για τους επόμενους μήνες, ίσως και χρόνια.
Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, πολιτικές και οικονομικές, γνωρίζουν αυτή την πολύ αρνητική επίπτωση που θα έχουν οι αποφάσεις τους στις ευρωπαϊκές οικονομίες και αναγνωρίζουν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης των ευρωπαϊκών οικονομιών θα περιορισθεί σημαντικά, ότι ίσως η ευρωπαϊκή οικονομία μπεί σε ύφεση και ότι σίγουρα οι ευρωπαίοι πολίτες θα υποφέρουν από τον πληθωρισμό.
Παρόλα αυτά, αποδέχονται το μεγάλο οικονομικό κόστος θεωρώντας ότι προέχει η ασφάλεια της Ευρώπης και η νίκη επί της Ρωσίας σε αυτόν τον “οικονομικό πόλεμο”.
Αυτή είναι η επίσημη απάντηση από όλους τους Ευρωπαίους ηγέτες όταν ερωτώνται γιατί βυθίζουν την Ευρώπη σε μια μεγάλη οικονομική κρίση. Υποστηρίζουν ότι οι οικονομικές επιπτώσεις είναι παράπλευρες απώλειες του πολέμου και ότι η εθνική ασφάλεια κινδυνεύει συνεπώς πρέπει να προστατευτεί.
Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα οι πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών μπορούν να αντιληφθούν γιατί κινδυνεύουν από τη Ρωσία η οποία πολεμάει με την Ουκρανία. Δύσκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι ο πόλεμος αυτός μπορεί να φτάσει στην πόρτα του, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ελλάδα, στην Ολλανδία και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι πράγματι πρόκειται περί ενός πολέμου μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ, αφού παρόλο που δεν έχει κηρυχθεί, στην πραγματικότητα όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ συμμετέχουν σε αυτόν τον πόλεμο μέσω των οικονομικών κυρώσεων και της αποστολής όπλων και χρήματος στην Ουκρανία.
Προφανώς στους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς ο πόλεμος αυτός έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για τη Δύση από όση μπορεί ο απλός πολίτης να αντιληφθεί. Αλλά κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πού πηγαίνει το πράγμα και πώς θα εξελιχθεί.
Το “αισιόδοξο” σενάριο
Υπό μια οπτική – αυτή που ονομάζεται αισιόδοξο σενάριο – οι δυο εμπόλεμες χώρες θα οδηγηθούν σύντομα σχετικά, μέχρι το τέλος του έτους, σε μια συμφωνία ανακωχής. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Λαβρόφ δήλωσε πρόσφατα πως η Ρωσία έχει δυο επιδιώξεις: Πρώτον να αποστρατικοποιηθεί η Ουκρανία, δηλαδή οι Ουκρανοί να μην έχουν όπλα και δεύτερον να απελευθερωθούν από τους Ναζί οι περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας όπου κατοικούν οι Ρωσόφωνοι, δηλαδή αυτές που έχει ήδη καταλάβει η Ρωσία.
Όταν ένας τόσο έμπειρος διπλωμάτης βάζει στο τραπέζι δυο απαιτήσεις, προφανώς γνωρίζει ή προβλέπει ότι έρχονται διαπραγματεύσεις και θέτει τους όρους του. Και όπως γνωρίζουν όλοι, στις διαπραγματεύσεις ζητάς δυο για να πάρεις ένα, συνεπώς αυτό που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι κάποια στιγμή θα ξεκινήσει αυτή η συζήτηση με τη συμμετοχή όλων των “παρατηρητών” και θα καταλήξει σε μια συμφωνία που θα χαρακτηριστεί ώς νίκη και από τα δύο μέρη. Η Ουκρανία θα κρατήσει τα όπλα της και θα ανεξαρτοποιηθούν οι περιοχές που ήδη έχει καταλάβει η Ρωσία.
Έτσι οι μεν Ουκρανοί θα λένε ότι νίκησαν διότι κράτησαν τη χώρα τους, ένωσαν το έθνος τους, κράτησαν τα όπλα τους, εντάχθηκαν στη Δύση και απαλλάχθηκαν από τον ρωσικό κίνδυνο, οι δε Ρώσοι θα λένε ότι νίκησαν διότι έδιωξαν τους Ναζί “απελευθερώνοντας” τις ρωσόφωνες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας. Είναι αυτονόητο ότι μόνο αν και οι δυο χώρες μπορούν να αυτοανακηρυχθούν νικητές θα λήξει αυτή η ιστορία. Όσο υπάρχει ο κίνδυνος ήττας κανείς δεν συνθηκολογεί.
Πότε θα συμβούν αυτά;
Το ερώτημα αυτό δεν έχει απάντηση αυτή τη στιγμή, το αισιόδοξο σενάριο είναι ότι θα συμβούν σε μερικούς μήνες, το απαισιόδοξο είναι ότι η σύρραξη θα συνεχίζεται και θα επεκτείνεται για χρόνια.
Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες εκτιμούν ότι αν επαληθευθεί το αισιόδοξο σενάριο, η Ευρώπη θα υποφέρει φέτος από την ενεργειακή κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό, αλλά σταδιακά η κατάσταση θα αρχίσει να βελτιώνεται από τον επόμενο χρόνο. Για το απαισιόδοξο σενάριο δεν υπάρχουν εκτιμήσεις, προφανώς οι οικονομίες και οι λαοί θα υποφέρουν για χρόνια.
Συνεπώς το μόνο σενάριο που μπορούμε κάπως να προσεγγίσουμε είναι το αισιόδοξο και σε αυτό μας ενδιαφέρει η ελληνική οικονομία.
Η Ελλάδα
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει για φέτος ότι ο πληθωρισμός θα αυξηθεί αρχικά με τις κυρώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο, ότι πράγματι το κόστος παραγωγής της βιομηχανίας θα αυξηθεί και ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα υποχωρήσει. Πάντως θεωρεί ότι δεν θα μπούμε σε ύφεση αλλά ότι ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης (δηλαδή ο ρυθμός ανάπτυξης μείον τον πληθωρισμό) θα είναι 2-3% φέτος.
Αυτά δεν είναι καθόλου καλά νέα για τον καταναλωτή διότι σημαίνει ότι οι τιμές των προϊόντων θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν γρήγορα και ότι οι χαμηλόμισθοι θα αντιμετωπίσουν σοβαρότατο πρόβλημα κάλυψης των αναγκών τους σε βασικά προϊόντα και υπηρεσίες. Η αλήθεια για τον πληθωρισμό είναι ότι όλοι υποφέρουν αλλά οι πιο αδύναμοι οικονομικά υποφέρουν πολύ περισσότερο και κινδυνεύουν να φτωχοποιηθούν και να μη μπορούν να καλύψουν τις στοιχειώδεις δαπάνες αξιοπρεπούς επιβίωσης τους.
Το μόνο θετικό αυτή τη στιγμή για την ελληνική οικονομία είναι ότι σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία ο τουρισμός θα φέρει φέτος αρκετό χρήμα στη χώρα και αυτό το χρήμα θα βοηθήσει σημαντικά την κάλυψη των αναγκών μας. Και από τη δημοσιονομική πλευρά, η ευρωπαϊκή απόφαση υποστήριξης των εισοδημάτων των πιο αδύναμων οικονομικά πολιτών, αλλά και των παραγωγικών μονάδων επιτρέπει στις κυβερνήσεις – και στην ελληνική – την παροχή χρήματος προς πολίτες και επιχειρήσεις για να ανταπεξέλθουν σε αυτή την κρίση.
Πάντως οι μήνες που έρχονται θα είναι οικονομικά πολύ δύσκολοι, ιδιαίτερα μετά το καλοκαίρι.
Όλα αυτά εντάσσονται στο αισιόδοξο σενάριο. Και δεν περιλαμβάνουν άλλες επιπτώσεις, πολύ χειρότερες που μπορεί να προκύψουν αν οι σχέσεις μας με την Τουρκία οξυνθούν σε επίπεδο πέραν του “λεκτικού”. Και αυτό δυστυχώς είναι μια ακόμη άγνωστη και επικίνδυνη παράμετρος αυτή τη στιγμή.