Θυμάμαι καθόδους στη θάλασσα για να δροσιστεί η φαμίλια…

Κλαίμε και σκούζομε πως δεν είδαμαν καλοκαίρι ακόμα. Αυχαριστό δεν έχουμε… «Κιρός είνι τούτους;». Άλλος σκούζει που βρέχει συνέχεια και δεν σκέφτεται πως θάχουν νερό οι πηγές να ξεδιψάσει το ζουλάπι του λόγγου κι οι βρύσες του βουνού και του κάμπου, να πιεί νερό ο τζιομπάνος και το κοπάδι… Και θάρθει κι ο καιρός της αβροχίας και θα σκούζομε πάλι «Κιρός είνι τούτους;». Ναι ωρές…

Αύγουστος – Σεπτέμβρης… Θα σας πω εγώ που καθόμαστε με τη γλώσσα απ’ όξω και θα βρέχουμε τα ποδάρια μας… κι όσοι μπορούν θάναι όλη μέρα στη θάλασσα χωμένοι. Και θυμάμαι εγώ ο σκλάβος της φαμίλιας… καθόδους στη θάλασσα να δροσιστούμε!

Τα παιδιά φωναζαν … «θάλασσα θάλασσα» γιατί τάβαζε ο πατερούλης τους που ήθελε να κάνει πλέες σαν γιος ναυτικού και παλιοπειραιώτης! Τα τέκνα… για να μη μπορώ να τα βγάλω από τη θάλασσα… κι η μάνα μου για να κάνει αμμόλουτρα που της είπαν πως κάνουν καλό στα αρθριτικά της…

Εγώ ήξερα πως θα μου πέσειο κωλαράκος. Έπρεπε να τοιμάσω τις ζωοτροφές μας για το μεσημεριανό ζιαφέτ. Και τι δεν έφκιακα, όλο μεζεδλούκια… που έπρεπε να μπουν σε ψυγεία πάγου. Πήγαμαν… κι έθαψα τη μάνα μου στην άμμο και της έβαλα και σημαδούρα μην την πατήσουμε! Κι έδερνα τα παιδιά μου να βγουν από το νερό… μη πνιγούν.

Κι ύστερα πιάκαμαν τον ίσκιο τον παχύ και στρώσαμαν για φαΐ. Κι έδιωχνα χελώνες που ήθελαν να πάρουν κι αυτές μεζέ… Κι έβγαλα για φαγοπότι από τα φελιζόλ ψυγεία πάγου όλο ζωοτροφές και ούρλιαζαν όλο χαρά για το κάθε τι φαγουλάτο που σερβίριζα σε χάρτινα πιάτα. Και μοίραζα μαχαίρια και προύνια και καθάριζα φρούτα.
Κι όταν γίνκαν τέζα, θέλησαν και ύπνο μεσημεριάτκιο… και τους έκανα αέρα σαν σκλάβα μ’ ένα τεράστιο κλωνάρι από ντούσκο της ενδοχώρας.

Κι είπα «άιντε βρε κερατά του κιαρατά αν ματαδείτε τέτοια ξιουρέξια. Θέλετε θάλαττα; Θα την έχετε σ’ ένα παραθαλάσσιο κέντρο να σε σερβίρουν γκαρσόνια και να γυρίζει ο ανεμιστήρας κατά πως πρέπει» και κατάλαβα πως ήμαν άνθρωπος κι εγώ κι όχι σκλάβος!..

Τώρα τ’ αναπολώ και λέω: νάμουν μια φορά ακόμα νια… να μπορούσα να τοιμάσω μπαγάζια… να κυνηγάω παιδιά να βγουν από το νερό… και να ποτίζω νερό τον καλό μου, μπόι το σκύλο… στο πλαστικό μου παπούτσι!.. Είχα ξεχάσει να του πάρω τσιανάκι με νερό… Πόσα να θυμόμουν;

Θέλουμε λοιπόν θάλαττα λεβεντοπνίχτρα; Σε κέντρο… σε κέντρο… και υπερπολυτελείας, αλλιώς κάτσε στο σπίτι σου και ρίξε νερό με το μπουκάλι στο κεφάλι σου και τα ποδάρια… όπως κάνω εγώ τώρα, χαλασιούλα μ’…

Γεια σας!

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ  ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.