Τα… “ήρεμα νερά” των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η Κύπρος
Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Όσοι πίστευαν προ ολίγων ετών ότι το εθνικό μας αφήγημα περί ισχυρών συμμαχιών και εξοπλιστικής αναβάθμισης της Ελλάδας θα αναχαίτιζε την επιθετικότητα του τουρκικού δόγματος της ”Γαλάζιας Πατρίδας” στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αποδείχθηκαν υπερβολικοί στις φιλοδοξίες τους.
Κι αυτό γιατί — στο μεσοδιάστημα που ανέδειξε την υπερβάλλουσα εξωστρέφεια της Ελλάδας και το αλληλέγγυο πνεύμα της (μετά τον φονικό σεισμό της των 7,8 ρίχτερ στην Τουρκία) — ο Ταγίπ Ερντογάν συνέχισε αταλάντευτα τη διεκδικητική πολιτική του με το βλέμμα στην Κύπρο και καμουφλάζ τα ”ήρεμα νερά” των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η διεκδικητική τουρκική πολιτική λειάνθηκε μεν αισθητά στο θέμα των τουρκικών παραβιάσεων των ΕΧΥ και του FIR Αθηνών, αλλά δεν επηρέασε τον επιθετικό πυρήνα της στρατηγικής Ερντογάν, γιατί — την ίδια στιγμή της ελληνοτουρκικής ”συμφιλίωσης” — ο Τούρκος Πρόεδρος πριόνιζε τις συμμαχίες Ελλάδας-Κύπρου.
Τις πριόνιζε υπογράφοντας συμφωνίες με το Ισραήλ (οι οποίες τινάχτηκαν στον αέρα μετά τις αιματηρές τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς στα σύνορα με τη Γάζα) και τα αραβικά κράτη (ΗΑΕ, Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία), με αποτέλεσμα τη διάλυση του μετώπου κατά της Τουρκίας το οποίο είχαν συγκροτήσει Ελλάδα και Κύπρος λόγω της επεκτατικής πολιτικής της γείτονος.
Ωστόσο εμείς, μαθημένοι από τέτοια, προσπεράσαμε επικοινωνιακά (όπως το συνηθίζουμε) την τουρκική δολιότητα με κίνηση προς τα εμπρός στα λόγια, εκτοξεύοντας διακομματικά και διακυβερνητικά υποσχέσεις που αιωρούνταν ζαλιστικά για πολύ καιρό πάνω από τα κεφάλια μας σαν να ήταν άξιες λόγου, ενώ δεν ήταν.
Και δεν ήταν, γιατί αποδείχθηκαν ”έπεα πτερόεντα” που δεν έγιναν πράξη. ”Χθες” (2020), για παράδειγμα, δεν έγινε πράξη η υπόσχεση Δένδια για μετατροπή της ημιτελούς ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας σε πλήρη, ώστε να είναι καλυμμένα κυριαρχικά η Ν. Ρόδος και το Καστελόριζο και να μην αγωνιούμε σήμερα αν θα μας επικυρώσει η Χάγη τη θαλάσσια ζώνη μεταξύ 28ου-32ου μεσημβρινού, όπου βρίσκονται τα ως άνω νησιά μας.
”Σήμερα” πάλι, (αρχές Οκτωβρίου ’23) οι τουρκικές εφημερίδες και τα κανάλια (Yeni Safak , Star κλπ) πανηγύριζαν γιατί τα βήματα εξομάλυνσης Ελλάδας-Τουρκίας (μετά από τον σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου/) βελτιώθηκαν περαιτέρω και έπαψε να υπάρχει το κύριο ”αγκάθι” στις ελληνοτουρκικές σχέσεις: η στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών, με ”ασαφές” ωστόσο το νομικό status των υφαλοκρηπίδων (βλ. άρθρο παρέμβαση της εφημ. Yeni Safak, αναδημοσιευμένο από το τουρκικό κανάλι Star).
Ο καθ’ ύλην αρμόδιος ΥΠΕΘΑ κ. Δένδιας διέψευσε ρητορικά προ ημερών τα περί αποστρατιωτικοποίησης επαναλαμβάνοντας παλαιότερη δήλωσή του (”Ό,τι απειλείται, δεν αποστρατιωτικοποιείται”), με αφορμή την τελετή καθέλκυση της πρώτης φρεγάτας Belharra ”Κίμων”.
Προφανώς δεν δόθηκε συνέχεια στο θέμα. Το ίδιο θολό τοπίο, ωστόσο, έχει διαμορφωθεί από τις επιλογές των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου στο Κυπριακό, καθώς η κοινή πρότασή τους για λύση (Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα των δύο Κοινοτήτων) — κατ’ εισήγηση του ΟΗΕ και με σύμφωνη γνώμη ΗΠΑ-Βρετανίας — δεν ενώνει το νησί και διαλύει την Κυπριακή Δημοκρατία. Κάτι που το απεύχονται, φυσικά, Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι με κοινό όραμα την ένωση των Κατεχομένων με την ελεύθερη Κύπρο.
Η ένωση όμως των Κατεχομένων με την ελεύθερη Κύπρο προϋποθέτει άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από το νησί. Όχι ”επανένωση του λαού, των θεσμών και της οικονομίας” σε ένα ανύπαρκτο κράτος (χώρο συντεταγμένων ήδη) λόγω διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην περίπτωση εφαρμογής της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Η εδαφική επανένωση της Κύπρου, ως εκ τούτου, είναι αυτό που προέχει και όλα τα άλλα θα επανέλθουν φυσιολογικά. Όμως ποιος πολιτικός ηγέτης σε Ελλάδα και Κύπρο τολμάει να μιλήσει σήμερα για το θέμα αυτό, όταν με την κατευναστική πολιτική που ακολουθείται από 30ετίας σχεδόν (εξαιρουμένης της περιόδου Προεδρίας του Τάσσου Παπαδόπουλου) άπαντες επιλέγουν την ”ακινησία”;
Την ”ακινησία” ή τη διπλωματική κινητικότητα άνευ ουσίας με ομιλίες στα Forum προς εντυπωσιασμό και ενεργοποίηση του ακροατηρίου δια της συναισθηματικής αφύπνισης και με αναφορές τύπου μνημοσύνου επ’ ευκαιρία της επετείου της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Φευ! Όλα αυτά γίνονται την ώρα που οι βαθμιαίες δικές μας υποχωρήσεις στην προώθηση των εθνικών συμφερόντων (με βάση τη στρατηγική του κατευνασμού) ισοδυναμούν στα μάτια του εχθρού με αποδοχή των δικών του τετελεσμένων..
Η διαμόρφωση από τον Τούρκο Πρόεδρο της σχεδιαζόμενης διχοτόμησης της Κύπρου και της προσάρτησης των Κατεχομένων στην Τουρκία παραμένει ενεργή για τους υποψιασμένους, οι οποίοι δεν έπαψαν να λογαριάζουν τη θέση που είχε και έχει η Κύπρος στη στρατηγική βάθους της Τουρκίας.
Στρατηγική που ανέπτυξε αναλυτικά στο βιβλίο του ”Στρατηγικό βάθος” (εκδ. 2010) ο π. ΥΠΕΞ του Ταγίπ Ερντογάν Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος ομολογεί σε αυτό μεταξύ άλλων: ” […] Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα, καθώς καμιά χώρα δεν μπορεί να μένει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου…”.
Διαπίστωση εντυπωσιακή στην ειλικρίνειά της, που μας πληγώνει διπλά για τρεις λόγους: Πρώτον, γιατί ο Τούρκος κατάλαβε εξαρχής την γεωπολιτική σημασία της Κύπρου (ενεργειακά και στρατιωτικά λόγω εγγύτητας στην Μέση Ανατολή) την οποία ο Έλληνας αρνείται να καταλάβει και να αξιοποιήσει. Δεύτερον, γιατί τα λόγια αυτά έπρεπε να τα λένε οι δικοί μας πολιτικοί, οι δικοί μας ηγέτες, λόγω των δεσμών αίματος που συνδέουν Ελλαδίτες με Ελληνοκύπριους (”το όμαιμον τε και ομόγλωσσον και ομότροπον”, Ηρόδοτος ”Ουρανία” 144-14-16). Και Τρίτον, γιατί οι εκάστοτε κυβερνήτες μας ξεχνούν την υποχρέωση της Ελλάδας ως εγγυήτριας δύναμης της ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Κι αυτό μόνο αψήφιστα δεν πρέπει να το πάρει κανείς, γιατί συνδέεται με την αμφίδρομη, αδιάλειπτη και αδιαπραγμάτευτη αλληλεγγύη μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Για να γίνει όμως πράξη αυτό, απαιτείται η ενεργοποίηση του ΔΕΑΧ προς διασφάλιση της ασφάλειάς της, όπως και η ανάγκη να πορευόμαστε με κοινή στρατηγική στο Κυπριακό για γεωπολιτικούς λόγους.
Όπερ σημαίνει ότι πρέπει να δούμε την Κύπρο όχι μόνο ”συναισθηματικά” λόγω του κοινού ιστορικού παρελθόντος και της κοινής καταγωγής μας, αλλά και στρατηγικά. Να τη δούμε ως ακρογωνιαίο λίθο των συμφερόντων του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συνελόντι ειπείν, η πρόταση-βόμβα του Τούρκου ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν για μοίρασμα των κυπριακών κοιτασμάτων χωρίς προηγούμενη λύση του Κυπριακού (βλ. Hurriyet) απορρίπτεται κατηγορηματικά. Το λεχθέν πάλι απ’ τον Δένδια ”Για την Ελλάδα των Belharr, των Rafale και των Viper, η Κύπρος δεν κείται μακράν”, δεν μπορεί να γίνει πιστευτό όσο μένει απενεργοποιημένο το ΔΕΑΧ υπό τον φόβο του casus belli της Τουρκίας.
Όσο Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι καθεύδουμε εθνικά υπό μανδραγόρα, αρνούμενοι να πιστέψουμε πως στην Κύπρο χτυπά η καρδιά της Ελλάδας. Αρνούμενοι να πιστέψουμε ότι είμαστε υποχρεωμένοι ηθικά και εθνικά να αγωνιστούμε για την απελευθέρωση του υπό τουρκική κατοχή 37% της Μεγαλονήσου και την ένωσή του με την ελεύθερη Κύπρο.
Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, θα αντιληφθούμε τις πραγματικές προθέσεις των Τούρκων στο Κυπριακό. Θα αντιληφθούμε ότι η Τουρκία έχει στα χέρια της δύο πλάνα επίλυσής του και όχι ένα. Το δικό της περί διχοτόμησης του νησιού σε δύο κράτη, κάτι που ονειρεύεται απ’ το 1965 (βλ. Σχέδιο Άτσεσον που οδηγούσε στη διχοτόμηση και γι’ αυτό το απέρριψαν Ελλάδα και Κύπρος). Και το άλλο με βάση την κυριαρχική ισότητα στο πλαίσιο της Διζωνικής Δικοινοτικής με πολιτική ισότητα, που προτείνουν Ελλάδα και Κύπρος.
Πρόταση βρετανική του ’57 η οποία επανήλθε ως σχέδιο λύσης από την τουρκοκυπριακή πλευρά το ’83. Μόνο που ο ηγέτης των τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντεκτάς απαιτούσε τότε, στο πλαίσιο της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας: Να αναγνωριστεί, δηλαδή, κυριαρχία της ”ΤΔΒΚ”, ισότιμη με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Κάτι που απέρριψαν εκ προοιμίου Ελλάδα (Παπανδρέου) και Κύπρος (Κληρίδης) επιμένοντας στην αναδόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας από ενιαίο σε ομοσπονδιακό κράτος, πράγμα που προϋπόθετε κατάργηση της ”Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου” η οποία ιδρύθηκε παράνομα στα τέλη του φθινοπώρου του 1983.
Όλα τα παραπάνω τα έχει κατά νου ο Ταγίπ Ερντογάν μαζί με ένα επιπλέον όπλο, στην περίπτωση υποχώρησής του στην πρόταση του ΟΗΕκαι των ”Μεγάλων”, την οποία υιοθετήσαμε ασμένως Ελλάδα και Κύπρος, αν και γνωρίζουμε ότι η ΔΔΟ προϋποθέτει τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το επιπλέον όπλο, που δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήσει ο Ερντογάν στις διαπραγματεύσεις, είναι η παραχώρηση του Κληρίδη το ’83 (που άνοιξε τον δρόμο για το Σχέδιο Ανάν το 2004) να δεχθεί τον νέο συνεταιρισμό (”παρθενογένεση) και την πολιτική ισότητα μεταξύ Τ/κ–Ε/κ.
Έχοντας δεδομένο αυτό και το ίδιον των Τούρκων να σου ζητούν ένα χιλιόμετρο αν τους χαρίσεις ένα μέτρο, θα προσέλθει στις συνομιλίες για το Κυπριακό ο Ταγίπ Ερντογάν προβάλλοντας ως μοναδική λύση την ύπαρξη δύο κρατών με διεθνή αναγνώριση της ”ΤΔΒΚ” στα Κατεχόμενα, καθώς το μόνο που πέτυχε προς ώρας είναι η αποδοχή της απ’ τον ”Οργανισμό Τουρκικών Κρατών” με προοπτική αναγνώρισης από μεμονωμένα μέλη με πρώτο το Αζερμπαϊτζάν.
Επειδή όμως για τον Τούρκο Πρόεδρο ισχύει η παροιμία ”Των φρονίμων τα παιδιά που πριν πεινάσουν μαγειρεύουν”, έχει στην τσέπη του σαν δεύτερη λύση (σε περίπτωση ”συμβιβαστικής υποχώρησης”) την προτεινόμενη από Ελλάδα και Κύπρο ΔΔΟ με πολιτική ισότητα, προσαρμοσμένη στα τουρκικά και τουρκοκυπριακά συμφέροντα.
Έτσι κι αλλιώς και η ”δική” μας προτεινόμενη λύση (που είναι η βρετανική του ’57) καταργεί ουσιαστικά την αναγνωρισμένη από το ’60 ως ανεξάρτητο κράτος Κυπριακή Δημοκρατία και την κάνει ένα με την ”Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” στο νέο κράτος που θα σχηματιστεί με μορφή Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Κράτος που θα το αμφισβητήσει κάποια στιγμή η Τουρκία, αφού πετύχει προηγουμένως την αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού, δηλαδή την τουρκοποίησή του δια του εποικισμού, κάτι που κατήγγειλε στον ΟΗΕ η αναπληρωτής μόνιμη εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκεί Γαβριέλλα Μιχαηλίδου) με σκοπό να προσαρτήσει την κατάλληλη στιγμή την Κύπρο στην τουρκική επικράτεια.
Και θα το κάνει αυτό αναθεωρητικά ο πανούργος γείτονας εξ Ανατολών, εκμεταλλευόμενος απ’ τη μια τη δική μας φοβική αβελτηρία για αμυντική διασφάλιση της Μεγαλονήσου, κι από την άλλη την ραθυμία των ”Μεγάλων” (η οποία ανεστάλη, εντωμεταξύ, λόγω πολέμου Χαμάς-Ισραήλ) να επαναχαράξουν το μέλλον της Κύπρου διατηρώντας αλώβητη την ελληνικότητά της…