Ο μεγάλος μετασχηματισμός;
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, Οικονομολόγος – Σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού
«Το τραπεζικό σύστημα θα περάσει βαθιά κρίση την επόμενη δεκαετία, αφού ήδη περιορίζεται σημαντικά η δανειοδοτική του δυνατότητα, και η κυβερνητική χρηματοδότηση θα κυριαρχήσει», μου λέει ο Θανάσης. «Και πως θα το κάνουν αυτό οι κυβερνήσεις, αν δεν εκδώσουν νέο χρήμα;», τον ρωτάω. «Αυτό ακριβώς θα γίνει, αλλά μόνο από τις κυβερνήσεις οι χώρες των οποίων έχουν ενεργειακά αποθέματα ή μελλοντική παραγωγή», μου απαντά. «Την έκδοση χρήματος θα την επηρεάζουν ενεργειακοί και γεωπολιτικοί περισσότερο και λιγότερο οικονομικοί παράγοντες».
«Οι δε τράπεζες για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν, σε πρώτο στάδιο, θα πρέπει να ψηφιοποιήσουν περαιτέρω τις υπηρεσίες τους και να αξιοποιήσουν τη μέθοδο της τηλεργασίας. Σε ένα δεύτερο, θα πρέπει να προσαρμόσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα σε λιγότερο έντονο ρόλο στην παροχή κεφαλαίων», συνεχίζει.
«Δηλαδή, οδηγούμαστε σε έναν ακόμα μεγάλο μετασχηματισμό;», σκέφτομαι καθώς χωρίζουμε. Ο Θανάσης είναι εξαιρετικά ευφυής και έχει την ιδιαίτερη ικανότητα να βλέπει μπροστά. Οφείλω να ομολογήσω ότι με προβλημάτισε, όχι η διαπίστωση καθαυτή, αλλά το πώς θα διαμορφωθεί το νέο σκηνικό.
Διακυβεύεται η συνέχεια δυο θεσμών του σύγχρονου πολιτισμού; Η αυτορρυθμιζόμενη αγορά, που παρήγαγε έναν πρωτοφανή υλικό πλούτο και το φιλελεύθερο κράτος; Μερικώς, οδηγούμαστε στον διεθνή κανόνα, όχι του χρυσού όπως τον 19ο αιώνα, αλλά του πετρελαίου, του φυσικού αερίου κτλ; Σε ένα νέο σύστημα σταθερών ισοτιμιών αντίστοιχο του Μπρέττον Γουντς; Διακυβεύεται και ο τρίτος θεσμός, η, από το 1971, ελεύθερη διακύμανση νομισμάτων; Επιστρέφουμε στο σύστημα ισορροπίας δυνάμεων;
Πριν καταλήξουμε σε βιαστικά συμπεράσματα, ας δούμε που βρισκόμαστε σήμερα. Μια ενδιαφέρουσα έκθεση της PwC, Securing your tomorrow, today – The future of financial, αναφέρει ότι, προσωρινά, η κυβερνητική στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών έχει περιορίσει τις ζημίες στους ισολογισμούς των τραπεζών και αποτρέψει τους τύπους μετάδοσης χρεοκοπιών που είδαμε κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008.
Ο τομέας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, όμως, θα πληγεί περισσότερο από δευτερεύουσες επιπτώσεις. Δηλαδή, η επιδεινούμενη πιστωτική ποιότητα των πελατών, μαζί με το συνεχιζόμενο περιβάλλον χαμηλού επιτοκίου, καθώς η πανδημία και οι συνέπειες της θα γίνουν αισθητές σε όλη την πραγματική οικονομία τα επόμενα χρόνια. Ως αποτέλεσμα της πανδημίας θα περιορίζουν τη δανειοδοτική τους δυνατότητα. Στην χώρα μας, δυστυχώς, εξαιτίας της δεκαετούς κρίσης, η παραπάνω πραγματικότητα είναι ήδη γνωστή.
Αυτό προεξοφλείται δε και χρηματιστηριακά, καθώς ο κλάδος των ευρωπαϊκών τραπεζών συγκαταλέγεται μεταξύ των κλάδων που υπέστησαν τις μεγαλύτερες χρηματιστηριακές απώλειες λόγω της οικονομικής ύφεσης που προξένησε η πανδημία του κορονοϊού. Μη παραδοσιακές πηγές χρηματοδότησης, όπως τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, τα κρατικά επενδυτικά ταμεία και οι ίδιες οι κυβερνήσεις, θα χρειαστεί να καλύψουν το κενό ώστε να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη.
Επιπλέον, οι τράπεζες θα πρέπει να περιορίσουν ακόμα περισσότερο το κόστος λειτουργίας τους για να μπορέσουν να βελτιώσουν την δανειοδοτική τους ικανότητα. Ο κλάδος θα συνεχίσει με μεγαλύτερη ένταση να πραγματοποιεί τη μετάβαση προς ένα μοντέλο που θα βασίζεται σε περαιτέρω ψηφιοποίηση της αλληλεπίδρασης με τους πελάτες, ενίσχυση των ψηφιακών πωλήσεων, ουσιαστική περικοπή των λειτουργιών υποστήριξης και περιορισμό στα υποκαταστήματα που απέτυχαν να αποδείξουν την αξία τους κατά την πανδημία. Παράλληλα θα αξιοποιεί όλο και περισσότερο την μέθοδο της τηλεργασίας, αναζητώντας την ίδια στιγμή νέα επιχειρηματικά μοντέλα.
Ο Θανάσης φαίνεται να επιβεβαιώνεται σε όσα μου έλεγε, τουλάχιστον ως προς το ότι «το τραπεζικό σύστημα θα περάσει βαθιά κρίση την επόμενη δεκαετία, αφού ήδη περιορίζεται σημαντικά η δανειοδοτική του δυνατότητα, και η κυβερνητική χρηματοδότηση θα κυριαρχήσει». Αλλά και στο ότι «οι τράπεζες για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν θα πρέπει να ψηφιοποιήσουν τις υπηρεσίες τους, να αξιοποιήσουν τη μέθοδο της τηλεργασίας και να προσαρμόσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα σε λιγότερο έντονο ρόλο στην παροχή κεφαλαίων».
Για το μέλλον κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα τι αλλαγές θα υπάρξουν και σε τι βαθμό θα επηρεαστούν οι παραπάνω τρεις θεσμοί του σύγχρονου πολιτισμού. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις – ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες – θα χρειαστεί να διευρύνουν την γκάμα χρηματοδοτικών τους επιλογών και να αυξήσουν το μερίδιο που παρέχεται από τις κεφαλαιαγορές και τη λεγόμενη βιομηχανία εναλλακτικής χρηματοδότησης (όπως τα ιδιωτικά κεφάλαια -private equity – και κυβερνητική χρηματοδότηση).
Αυτό από μόνο του προσδίδει και γεωπολιτικές διαστάσεις, καθώς μόνο οι οικονομίες χωρών που είτε διαθέτουν χρηματικά αποθέματα, είτε μπορούν να εκδώσουν νέο χρήμα με εξασφάλιση και τα ενεργειακά τους αποθέματα ή μελλοντική παραγωγή, θα καταφέρουν να υποστηρίξουν την νέα αυτή πραγματικότητα. Ένας ακόμα μεγάλος μετασχηματισμός; Ίσως…