Επίκληση στην άτυπη λογική, πλάνες και ρητορικά τεχνάσματα
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, Οικονομολόγος – Σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού
Ήταν Δεκέμβριος του 2014 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ καιροσκοπώντας πολιτικά στην, μετά από τρεις πρώτους γύρους ψηφοφοριών, μη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή των Ελλήνων, οδηγεί την χώρα τον Ιανουάριο του 2015 σε πρόωρες εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζοντας δυο διαδοχικές εκλογικές διαδικασίες – αφού έχει μεσολαβήσει ένα δημοψήφισμα, όπου το υπερήφανο «όχι» των Ελλήνων έγινε εν μία νυχτί «ναι» -, οδηγεί την χώρα σε πολιτική αστάθεια για ένα έτος με τεράστιες επιπλοκές για τα επόμενα.
Πέραν του ότι η ελληνική οικονομία χάνει το πλεονέκτημα και δυναμική που είχε αποκτήσει με το σοβαρό μεταρρυθμιστικό έργο της κυβέρνησης Σαμαρά, η χώρα αναγκάζεται, μετά από μια διαπραγμάτευση φιάσκο, να δεσμεύσει τη σημερινή και μελλοντική κινητή και ακίνητη περιουσία του Δημοσίου για 99 χρόνια, να δανειστεί για μια ακόμα φορά λαμβάνοντας γι αυτό επιπλέον επώδυνα δημοσιονομικά μέτρα, και μέσα από μια αυταρχική διακυβέρνηση να χάσουν την αξιοπιστία τους, τόσο το κράτος όσο και η δικαιοσύνη και ενημέρωση, να χαθεί κάθε έλεγχος στο μεταναστευτικό και να απολέσει εθνικά της συμφέροντα.
Παρά τις όποιες συνταγματικές και νομικές του εκτροπές, κυβερνώντας σχεδόν καθεστωτικά επί πέντε σχεδόν έτη χωρίς να δεχθεί κάποια μομφή, ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουλίου του 2019, χάνει την διακυβέρνηση της χώρας, αλλά, παρόλα αυτά, καταφέρνει να παραμείνει, ως πρώτο κόμμα, στην αντιπολίτευση. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τον Δεκέμβριο του 2014, συνεχίζει να αντιπολιτεύεται με την ίδια ακριβώς καιροσκοπική λογική με τότε. Μετά την πρόταση μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα για τον πτωχευτικό, τον Οκτώβριο του 2020, καταθέτει μετά από περίπου 1,5 χρόνο περίπου και δεύτερη πρόταση μομφής με αφορμή τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες με την παράλυση του κράτους λόγω του χιονιά. Γενικότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πολιτικό περιβάλλον που δεν τον ευνοεί συνεχίζει εμμονικά να κάνει επίκληση στην άτυπη λογική και κυρίως στις πλάνες και ρητορικά τεχνάσματα.
Και λέμε δεν τον ευνοεί καθώς, το πολιτικό περιβάλλον είναι τελείως διαφορετικό σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2014. Από τη μια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ισχυρή πλειοψηφία, παρά τις όποιες ανωμαλίες και προβλήματα διακυβέρνησης της χώρας δείχνει αντοχή στις δημοσκοπήσεις, και η εκλογή Ανδρουλάκη, παρά τις όποιες – προσωρινές θέλουμε να πιστεύουμε – ανισσοροπίες του, έχει δώσει άλλη δυναμική στο ΠΑΣΟΚ. Εκτός αυτού, σε επίπεδο κοινωνίας, με την μετριοπαθή και σε πολλά σημεία κεντροαριστερή πολιτική Μητσοτάκη, ελάχιστων έως καθόλου μεταρρυθμίσεων αλλά εκσυγχρονισμού, αυτός που δεν εκφράζεται πολιτικά δεν είναι η αριστερά αλλά η μεταρρυθμιστική και λαϊκή δεξιά.
Από την άλλη, η κυβέρνηση μπορεί να άλλαξε αλλά το κράτος σε επίπεδο διοίκησης, οργάνωσης και λειτουργίας του, απουσία σοβαρών μεταρρυθμίσεων – εξαιρείται η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του – στη βάση του παρέμεινε το ίδιο. Στη δε διοίκηση, οργάνωση και λειτουργία του κρατικού μηχανισμού κυριαρχούν στελέχη και γενικότερα πρόσωπα της κεντροαριστεράς, πολλά από αυτά και του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αντίθεση, λοιπόν, με το 2014 που το κεντροαριστερό στοιχείο, μετά και την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, επιχειρούσε να βρει τρόπο έκφρασης και εκπροσώπησης, τόσο στην κοινωνία όσο και στο κράτος, σήμερα το κενό – και μάλιστα μεγάλο – που παρουσιάζεται προέρχεται από το δεξιό χώρο.
Τέλος, η κοινωνία μετά την αποτελεσματική διακυβέρνηση Σαμαρά, την σημερινή αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να ανταποκριθεί, χωρίς την συνέχιση των από το 2014 σχεδιασμένων μεταρρυθμίσεων, στις νέες προκλήσεις – κλιματική αλλαγή, οικονομία, κοινωνία, ασφάλεια, ενέργεια, υγεία κα – έχει καταλάβει την αξία των μεταρρυθμίσεων και εθνικής ασφάλειας και στην μεγάλη πλειοψηφία της αυτό ζητά. Η ελληνική κοινωνία για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά κλείνει ολοκληρωτικά προς τα δεξιά.
Δεδομένου ότι, σε κάθε περίπτωση διατύπωσης και υπεράσπισης θέσεων σε οποιοδήποτε πεδίο συζήτησης, παρουσιάζεται αδύναμος, τόσο ιδεολογικά όσο και πρακτικά, μπορεί να κάνει κάτι άλλο ο ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα η αριστερά από την επίκληση στην άτυπη λογική και κυρίως στις πλάνες και ρητορικά τεχνάσματα; Και πόσο αυτό κάθε φορά ζημιώνει την χώρα;
Για να καταλάβουμε τι εστί άτυπη λογική, ο A. C. Grayling στο σύγγραμμα του Η ιστορία της φιλοσοφίας αναφέρεται στη λογική – τα «μαθηματικά» της φιλοσοφίας – γενικότερα. Συγκεκριμένα γράφει ότι διαιρείται σε τρεις κλάδους. Ο ένας είναι η τυπική απαγωγική λογική, ο άλλος η επαγωγική λογική και τέλος η άτυπη λογική. Ο τελευταίος, όπως γράφει, «αφορά τα πολλά είδη συλλογισμού που χρησιμοποιούνται στη διαλογική αντιπαράθεση, στον νομικό και στον πολιτικό χώρο, γενικότερα στη διατύπωση και στην υπεράσπιση θέσεων σε οποιοδήποτε πεδίο συζήτησης καθώς και στις πλάνες και στα ρητορικά τεχνάσματα που κατά κανόνα χαρακτηρίζουν τέτοιες διαλογικές αντιπαραθέσεις… μια σημαντική πτυχή της αποτελεί ο προσδιορισμός και η αποφυγή των άτυπων συλλογιστικών πλανών, δηλαδή αυτών που δεν προκύπτουν εξαιτίας της μορφής ή της δομής της καθαυτό επιχειρηματολογίας, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της».
Θα σταθούμε στην άτυπη λογική και κυρίως στις πλάνες και ρητορικά τεχνάσματα που αυτή δημιουργεί, και με τη βοήθεια του A. C. Grayling αλλά και χρησιμοποιώντας και κάποια παραδείγματα – σκοπός μας δεν είναι τόσο να αναδείξουμε τα παραδείγματα, ο καθένας από εμάς μπορεί να ανακαλύψει πάρα πολλά στην καθημερινότητα του, αλλά να προσδιορίσουμε την γενικότερη λογική της αριστεράς – από την καιροσκοπική πολιτική ΣΥΡΙΖΑ, θα της παραθέσουμε μια προς μια.
Ξεκινώντας με την περίπτωση της Πλάνης της Αμφισημίας, αυτή συνίσταται στη χρήση μιας λέξης υπό δυο διαφορετικές σημασίες. Εδώ έχουμε το εξής παράδειγμα: «Τίποτα δεν είναι πιο λαμπρό από την δημοκρατία· η αριστερά είναι πιο λαμπρή από τίποτα· άρα η αριστερά είναι πιο λαμπρή από την δημοκρατία».
Στην δε Πλάνη του Ψευδούς Διλήμματος η οποία παρέχει μια εναλλακτική επιλογή έχουμε το εξής παράδειγμα: «Είτε θα κυβερνήσει η αριστερά είτε η χώρα θα διατρέξει τον κίνδυνο κατάρρευσης».
Η Πλάνη της Ολισθηρής Πλαγιάς είναι όταν λέει κανείς ότι, αν συμβεί η επιτραπεί το Χ, θα ακολουθήσουν αναπόφευκτα το Υ και το Ζ κοκ. Παράδειγμα είναι: «Αν ψηφίσεις δεξιά, μετά θα έρθει περιορισμός δικαιωμάτων και μετά αυταρχισμός και χούντα».
Πλάνη του Αχυράνθρωπου έχουμε όταν κάποιος επιτίθεται σε έναν αντίπαλο ή σε μια άποψη παρουσιάζοντας τον/την στην πιο ευάλωτη, τη χειρότερη ή την πιο αρνητική δυνητική εκδοχή του/της, έτσι ώστε να επιτύχει πιο εύκολα το στόχο του. Παρά το γεγονός ότι εγκλήματα υπήρξαν και από τις δυο πλευρές κατά τη διάρκεια του εμφυλίου η αριστερά, χωρίς να έχει ακόμα απολογηθεί για αυτά, ποτέ δεν σταματάει να επανέρχεται σε αυτόν.
Πλάνη της Προϋπόθεσης του Ζητούμενου, γνωστή ως Κυκλικός Συλλογισμός, έχουμε όταν το συμπέρασμα περιλαμβάνεται στις προκείμενες. Για παράδειγμα, «Ο κομμουνισμός είναι τέλειος, γιατί το λέει ο Μαρξ στα συγγράμματα του, που είναι αλάνθαστα».
Αρκετές πλάνες βασίζονται στην αθέμιτη χρήση του συναισθήματος ώστε να πειστεί κάποιος να αποδεχθεί ένα συμπέρασμα που δεν προκύπτει από προκείμενες. Τέτοια είναι η «επίκληση της ισχύος»: «Πίστεψε αυτό που λέω (κάνε αυτό που σου λέω) ή την επόμενη φορά αριστερά θα είναι αλλιώς» – δες πολακισμός. Ή η «επίκληση του οίκτου»: «Αν δεν πιστέψεις ή αν δεν κάνεις αυτό που σου λέω, θα στεναχωρηθώ, θα πληγωθώ, θα προβληματιστώ, θα είμαι δυστυχισμένος»· «Είμαι φτωχός»· «Έχω θιχτεί»· «Ανήκω σε μειονότητα»· «Έχω υποστεί διακρίσεις». Ένα αστείο παράδειγμα είναι ο άνθρωπος που έχει καταδικαστεί για τον φόνο των γονιών του και ζητάει την επιείκεια του δικαστηρίου επειδή είναι ορφανός. Αμέτρητα τα παραδείγματα και περιπτώσεις ακραίου αριστερού λαϊκισμού.
Άλλη πλάνη είναι η «προκατειλημμένη χρήση της γλώσσας», δηλαδή η χρήση συγκινησιακών ή φορτισμένων όρων για να μεταβληθεί η οπτική γωνία θεώρησης ενός πράγματος. Παράδειγμα τέτοιας χρήσης αποτελεί η χρήση ευφημισμών για να αποκρυφθεί ο πραγματικός σκοπός κάποιου πράγματος: «τα τάγματα εφόδου του ΡΟΥΒΙΚΩΝΑ αποκαλούνται «μονάδες κοινωνικού ακτιβισμού».
Υπάρχουν επίσης οι πλάνες της επίκλησης «αυτού που πιστεύουν όλοι» (argumentum ad populum), αυτού που πιστεύουν οι κατέχοντες εξουσία (argumentum ad verecundiam) ή του ισχυρισμού ότι κανένας δεν γνωρίζει την απάντηση οπότε μπορείς να πιστέψεις λίγο πολύ ό,τι θέλεις (το επιχείρημα εξ αγνοίας, argumentum ad ignorantiam). Αμέτρητα και στην περίπτωση αυτή τα παραδείγματα και περιπτώσεις ακραίου αριστερού λαϊκισμού.
Μια πολύ συνηθισμένη μορφή πλάνης είναι το επιχείρημα ad hominem, που συνίσταται στην επίθεση σε ένα πρόσωπο αντί στο επιχείρημα του. Εδώ η περίπτωση της δίωξης πολιτικών προσώπων για το σκάνδαλο novartis με αφορμή την πολιτική και τις απόψεις τους είναι το πιο χαρακτηριστικό. Κατά τα λοιπά η προπαγάνδα που ασκείται και από εφημερίδες και site – δες documentο και Αυγή – ελεγχόμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ κινούνται στην ίδια παραπάνω κατεύθυνση επιχειρώντας μόνιμα όχι να αντιπαρέλθουν σε επιχειρήματα αλλά να εξολοθρεύσουν χαρακτήρες.
Εξίσου συνηθισμένο φαινόμενο είναι η χρήση προκατειλημμένης στατιστικής, με σκοπό την απόσπαση της προσοχής των ανθρώπων από την αληθινή ισχύ ενός επιχειρήματος: αν το y συνέβη μετά το x, τότε συνέβη λόγω του x (post hoc ergo propter hoc), δηλαδή γίνεται μια γενίκευση με βάση μόλις μια περίπτωση ή ένα πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων. Τα χίλια μύρια έχει ακούσει η φιλελεύθερη δημοκρατία πάνω σε αυτό.
Τέλος, υπάρχει η απόδοση μιας ιδιότητας ενός μέρους ενός όλου σε αυτό το όλο. Αυτή η πλάνη, που ονομάζεται Πλάνη της Σύνθεσης, εντοπίζεται συνέχεια αναφορικά με ομάδες κι έθνη: «Γνώρισα έναν φασίστα δεξιό, άρα οι δεξιοί είναι φασίστες ως ομάδα».
Τώρα θα μου πει ορθά κανείς, ότι όλες τις παραπάνω πλάνες θα μπορούσαμε να τις δούμε και αντίστροφα. Και τις έχουμε δει σε όλα τα δεξιά ολοκληρωτικά καθεστώτα. Σε αντίθεση με την αριστερά, η δεξιά, όμως, έχει κάνει τον απολογισμό της και έχει πολλάκις απολογηθεί για τα όποια εγκλήματα της. Θα ίσχυε αυτό, λοιπόν, μόνο που η κεντροδεξιά μεταπολιτευτικά έχει αποδείξει ότι κάνει επίκληση στη διατύπωση και στην υπεράσπιση θέσεων και όχι άτυπων συλλογιστικών πλανών. Και στη δημιουργία εντυπώσεων και μόνο της αριστεράς το ζητούμενο είναι, όπως αναφέρει και ο A. C. Grayling «… η αποφυγή των άτυπων συλλογιστικών πλανών, δηλαδή αυτών που δεν προκύπτουν εξαιτίας της μορφής ή της δομής της καθαυτό επιχειρηματολογίας».
Τα πάντα στη πολιτική και στην ιστορία της πολιτικής μπορούν να γίνουν αντικείμενο δημόσιου διαλόγου. Ο καθένας έχει δικαίωμα να επιλέγει μεταξύ διατύπωσης και υπεράσπισης θέσεων από τη μια και άτυπων συλλογιστικών πλανών από την άλλη. Και στην δημιουργία και πρόκληση άτυπων συλλογιστικών πλανών η αριστερά σήμερα και γενικότερα ιστορικά παραδίδει μαθήματα!
Όπως και να ‘χει, εξαιτίας της ισχυρής κυβερνητικής πλειοψηφίας και θετικών για την κυβέρνηση δημοσκοπήσεων, σε αντίθεση με τον Δεκέμβριο του 2014, η χώρα δεν θα οδηγηθεί σε εκλογές αυτή την φορά. Το κράτος, όμως, για μια ακόμα φορά θα παραλύσει. Και το κράτος δεν μπορεί να παραλύει κάθε φορά που η αριστερά, διαχρονικά αδύναμη στην διατύπωση και στην υπεράσπιση θέσεων, αποφασίζει να κάνει επίκληση στην άτυπη λογική, πλάνες και στα ρητορικά της τεχνάσματα, αξιοποιώντας αυταρχικά και κουρελιάζοντας τις νομικές δικλείδες που ορθά, όμως, μας παρέχει η δημοκρατία και το σύνταγμα.
Τέλος, όσο σήμερα η μεταρρυθμιστική και λαϊκή δεξιά δεν εκπροσωπείται σοβαρά, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν θα γίνονται και η χώρα αφενός θα αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά όλες τις νέες προκλήσεις – κλιματική αλλαγή, οικονομία, κοινωνία, ασφάλεια, ενέργεια, υγεία κα – και αφετέρου η κυβέρνηση θα παραμένει, σε κάθε στραβοπάτημα της, δέσμια της επίκλησης στην άτυπη λογική, πλάνες και ρητορικά τεχνάσματα της αριστεράς.