Το πυρηνικό Ιράν είναι θέμα χρόνου
Της Εύας Κουλουριώτη, Πολιτική αναλύτρια, ειδική σε θέματα Μέσης Ανατολής
Στις 9 και 3 λεπτά ώρα Νέας Υόρκης το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο Marwan al-Shehhi (γνωστός ως Abu al-Qaqaa al-Qatari εντός της Αλ Κάιντα) χτυπούσε με το αεροπλάνο του τον νότιο πύργο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, την επέτειο των οποίων ζήσαμε πριν λίγες ημέρες, εξακολουθούν έως και σήμερα να επηρεάζουν την πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής πλέον δεν είναι οι ίδιες με αυτό που ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Οι οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλουν για να γονατίσουν και να λιμοκτονήσουν τις διάφορες χώρες και το μακρύ στρατιωτικό τους χέρι δεν κάνουν τους εχθρούς να τρέμουν από φόβο και οι πολιτικοί της δεν είναι χαρισματικές προσωπικότητες που σαστίζουν τους αντιπάλους. Όλα αυτά έχουν αλλάξει και το βλέπουμε πάρα πολύ καθαρά σε ένα βασικό ζήτημα που είναι το πιο καυτό του παρόντος: το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Η Τεχεράνη σήμερα βρίσκεται στο αποκορύφωμα του τελικού σταδίου μετατροπής εμπλουτισμένου ουρανίου από ενεργειακό έργο σε πυρηνική βόμβα. Είναι γεγονός ότι υπήρξαν πολλές προειδοποιήσεις κατά την διάρκεια των τελευταίων 10 ετών προερχόμενες κυρίως από το Τελ Αβίβ και οι πρόσφατες αναφορές της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας επιβεβαιώνουν αυτούς τους Ισραηλινούς φόβους. Οι κίνδυνοι αυξάνονται λόγω των θεμελιωδών αλλαγών που λαμβάνουν χώρα στις τρεις πιο σημαντικές πρωτεύουσες όσον αφορά σε αυτόν τον φάκελο, από την Τεχεράνη, έως το Τελ Αβίβ και την Ουάσινγκτον μεταξύ της ανόδου της σκληρής πτέρυγας στο Ιράν, των αναταραχών στο εσωτερικό του ισραηλινού πολιτικού σκηνικού και της αμερικανικής υποχώρησης. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν καυτό ή πυρηνικό χειμώνα.
Στο Ιράν, ο Ιμπραήμ Ραΐσι κάθεται τελικά στην προεδρία της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν. Αυτό το γεγονός έχει μια στρατηγική ιδιαιτερότητα για την περιοχή γενικά. Όλοι οι παρατηρητές των ιρανικών υποθέσεων πάντα επιβεβαίωναν ότι ο Ραΐσι είναι ο υποψήφιος για να αναλάβει την θέση του Ανώτατου Ηγέτη του Ιράν σε περίπτωση θανάτου του Χαμενεΐ. Από την άλλη πλευρά, η θέση της Προεδρίας της Δημοκρατίας ήταν πάντα αυτή στην οποία ο Χαμενεΐ χρέωνε κάθε αρνητικό στην εξωτερική ή εσωτερική πολιτική. Για παράδειγμα, οι συντηρητικοί στο Ιράν και ένα σημαντικό τμήμα του ιρανικού λαού θεωρούν ότι ο Ρουχάνι και η πολιτική του στο εσωτερικό και το εξωτερικό με την δημιουργία και υποστήριξη πολιτοφυλακών στην ευρύτερη περιοχή ήταν η αιτία για την κατάρρευση του ιρανικού νομίσματος και της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, η πολιτική της αντιπαράθεσης στην εξωτερική πολιτική και η υποστήριξη πολιτοφυλακών εκτός συνόρων, όπως ο Άσαντ στη Συρία, η Χεζμπολάχ στον Λίβανο και οι Χούτι στην Υεμένη, ήταν όλες στρατηγικές επιλογές που έκανε ο Χαμενεΐ προσωπικά και ήταν ο κύριος λόγος για την κουρασμένη οικονομία του Ιράν.
Επομένως η επιλογή να τοποθετηθεί ο Ραΐσι ως πρόεδρος του Ιράν αυτήν ιδιαίτερα περίπλοκη χρονική περίοδο μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: Το πρώτο είναι ότι ο Χαμενεΐ δεν τον θεωρεί πλέον κατάλληλο για την θέση του Ανώτατου Ηγέτη και ως εκ τούτου επέλεξε να τον κάψει στα μάτια του ιρανικού λαού. Το δεύτερο είναι ότι η προεδρία του Ιμπραήμ Ραΐσι θα λάβει θεμελιώδεις αποφάσεις που θα ανοίξουν τον δρόμο για λαϊκή υποστήριξη ώστε να αναλάβει την θέση του Ανώτατου Ηγέτη στο μέλλον.
Δεδομένης της απουσίας οποιωνδήποτε ενδείξεων προβλημάτων μεταξύ του Χαμενεΐ και του Ραΐσι, ένα σχέδιο να είναι το πρόσωπο το οποίο θα ανακοινώσει ότι το Ιράν έχει καταστεί πυρηνικό κράτος μπορεί να είναι το ατού για αυτόν και για το μέλλον του στην ανώτατη ηγεσία της χώρας.
Αυτή η εκτίμηση μπορεί να είναι λανθασμένη αλλά είναι λογική. Το βέβαιο είναι ότι το Ιράν σήμερα δεν βιάζεται πλέον να επιστρέψει στην πυρηνική συμφωνία με την Δύση, με επικεφαλής την Ουάσινγκτον. Αυτή η ιρανική κωλυσιεργία μπορεί να γίνει κατανοητή λόγω του γεγονότος ότι οι αμερικανικές οικονομικές κυρώσεις δεν αποτελούν πλέον εμπόδιο τόσο για την Κίνα όσο και για την Ρωσία να προσφέρουν τεράστια πρότζεκτ και επενδύσεις στο ιρανικό καθεστώς, όπως δεν εμποδίζουν το Ιράν να πουλάει δυόμισι εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως στην παγκόσμια αγορά.
Η άνοδος των σχέσεων του Ιράν με την Ρωσία, την Κίνα και γενικότερα με την Ανατολή αντικατοπτρίσθηκε στο πρώτο tweet του Hossein Amir-Abdollahian ως νέου υπουργού Εξωτερικών του Ιράν: “Θα κοιτάξουμε προς την Ανατολή”. Αυτή η προσέγγιση είναι μια πρόταση της ριζοσπαστικής επαναστατικής πτέρυγας του Ιράν από καιρό, όμως τώρα αυτή η πτέρυγα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του σκηνικού εκεί. Αυτοί πιστεύουν ότι το Ιράν σήμερα είναι ικανό να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κίνηση των ΗΠΑ και του Ισραήλ εάν η Τεχεράνη επιλέξει να γίνει πυρηνικό κράτος. Στην πραγματικότητα, η περιφερειακή ατμόσφαιρα γενικά και στο Ισραήλ ιδιαίτερα δεν είναι ιδανική για να σταματήσει τα πυρηνικά όνειρα του λόμπι των Επαναστατικών Φρουρών του Ιράν.
Είναι προφανές ότι ο Νετανιάχου έκανε λάθος όταν αποφάσισε να συγκρουστεί με τον Μπάιντεν στις συζητήσεις τους σχετικά με τα πυρηνικά ζητήματα του Ιράν και τον πόλεμο των 11 ημερών στην Γάζα. Αυτή η κατά μέτωπον αντιπαράθεση που υιοθέτησε ο Νετανιάχου για να διαχειριστεί την αμερικανική δημοκρατική κυβέρνηση ήταν, χωρίς υπερβολή, ο άμεσος λόγος για την Ουάσινγκτον να ανατρέψει την κυβέρνησή του και να ασκήσει επιρροή στο Ισραήλ για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης του Μπενέτ, μιας κυβέρνησης που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι οι γραμμές που επιτρέπουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στενεύουν όλο και περισσότερο όσον αφορά στα περιφερειακά ζητήματα και κυρίως στον ιρανικό πυρηνικό φάκελο.
Παρά το ότι ο Μπενέτ θεωρείται μεταξύ των παρατηρητών των Ισραηλινών θεμάτων σκληροπυρηνικός όσον αφορά στην εχθρότητά του προς την Παλαιστινιακή υπόθεση και προς το Ιράν και τους συμμάχους του γενικότερα, η προσωπική του άποψη σαφώς δεν είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας στο χτίσιμο του σχεδίου για την αντιμετώπιση του Ιράν και του κινδύνου που αποτελούν τα πυρηνικά του όνειρα για το εσωτερικό του Ισραήλ.
Κατά την διάρκεια της πρώτης επίσκεψής του στην Ουάσινγκτον, ο Μπενέτ προσπάθησε να πιέσει προς το μέγιστο δυνατό στο ζήτημα των πυρηνικών του Ιράν, αλλά είναι βέβαιο ότι αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει με ασυνήθιστο πραγματισμό για το Ισραήλ την επίθεση του Ιράν στο Ισραηλινών συμφερόντων πλοίο Mercer Street. Eπιπλέον, αντιμετώπισε με ήρεμη γλώσσα το πρόσφατα τεταμένο μέτωπο του Λιβάνου. Αυτή η νέα πολιτική επιβεβαιώνει ότι η σημερινή ισραηλινή κυβέρνηση βαδίζει με προσοχή σύμφωνα με το αμερικανικό όραμα που έχει πολύ περιορισμένες επιλογές όσον αφορά στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Στο τραπέζι του Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, υπάρχουν τρεις επιλογές για την αντιμετώπιση του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, μία από τις οποίες πρέπει να υιοθετηθεί το συντομότερο δυνατό, προκειμένου να επικεντρωθεί στον μεγαλύτερο κίνδυνο για την Ουάσινγκτον που αντιπροσωπεύει ο κινεζικός δράκος. Η μία είναι να εμποδίσει το Ιράν να αναπτύξει στρατιωτικά το πυρηνικό του πρόγραμμα, πραγματοποιώντας αεροπορική και πυραυλική επίθεση παρόμοια με την επιχείρηση καταστροφής του πυρηνικού πρότζεκτ του Ιράκ. Όσον αφορά στην δεύτερη επιλογή, είναι να πιέσει το Ιράν να σταματήσει να αναπτύσσει αυτό το πρόγραμμα μέσω διπλωματίας και να επιστρέψει στην προηγούμενη πυρηνική συμφωνία με κάποια παρηγορητικά δώρα στην περιοχή, που θα σχετίζονται με τον Λίβανο, την Υεμένη και την Συρία. Η τρίτη επιλογή είναι να μην προβεί σε καμμία ενέργεια, είτε διπλωματική είτε στρατιωτική και ως εκ τούτου, σε λίγους μήνες θα δούμε το Ιράν να ανακοινώνει ότι γίνεται πυρηνική δύναμη και θα διαθέτει πυρηνική βόμβα.
Μέσα από αυτές τις περιορισμένες επιλογές με το Δημοκρατικό Κόμμα να πρωτοστατεί στην Ουάσινγκτον, η επιλογή της μέγιστης διπλωματίας αντί των μέγιστων οικονομικών κυρώσεων της εποχής Τραμπ είναι η λύση για τον Μπάιντεν. Οι ιθύνοντες αυτής της κυβέρνησης σχεδόν καθημερινά ισχυρίζονται ότι δεν θα κάνουν κανένα στρατιωτικό βήμα προς το Ιράν με κανέναν τρόπο. Ακόμη και όταν οι Αμερικανοί αναγκάστηκαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις του Μπενέτ κατά την επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον σχετικά με το τί θα πράξει η Ουάσινγκτον εάν το Ιράν δεν ανταποκριθεί στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις, η απάντηση ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο τον Μπενέτ σε συνέντευξη Τύπου και παρουσία του Μπάιντεν, ότι ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε για την ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών για να αποτραπεί το Ιράν να γίνει πυρηνικό. Αυτή η δήλωση μη προερχόμενη από το στόμα του Μπάιντεν καθιστά αυτές τις λέξεις ανούσιες.
Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και οι επακόλουθοι πόλεμοι που ξεκίνησε η Ουάσινγκτον στον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”, είτε στο Αφγανιστάν είτε στο Ιράκ, οδήγησαν άμεσα στην στρατιωτική, οικονομική, πολιτική, ακόμη και ψυχική εξάντλησή της. Οι Αμερικανοί πολιτικοί και αυτοί που σχεδιάζουν στρατηγικές είναι σαν χαμένοι στην διαχείριση των σχέσεων με τους συμμάχους τους πριν από τους εχθρούς τους.
Το Ιράν επιτάχυνε τον εμπλουτισμό ουρανίου χωρίς την ύπαρξη αποτρεπτικού παράγοντα, ενώ η ίδια η Αμερική έκοψε τα πόδια του Ισραηλινού συμμάχου της με τις κόκκινες γραμμές που έκαναν το μακρύ ισραηλινό χέρι που εκπροσωπούνταν από τη Mossad λιγότερο ορμητικό. Από την άλλη πλευρά οι Ιρανοί συντηρητικοί, φίλοι του δολοφονημένου στρατηγού Qassem Soleimani, βρίσκονται σε στέρεο έδαφος και βλέπουν ότι μια μέρα το όνειρό τους θα γίνει πραγματικότητα. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο χειμώνας που έρχεται μπορεί να φέρει το αεράκι ενός πυρηνικού Ιράν, εκτός εάν η Mossad και μόνο η Mossad έχει μια διαφορετική άποψη.