Ο Μίκης, ο Μητσοτάκης και τα δείπνα της συναγρίδας

Γράφει η Σοφία Βούλτεψη

Κωδική ονομασία «Δείπνα της Συναγρίδας». Καθόλου «μυστικά», πρωτοποριακά για την εποχή και τα πάθη της, έβαλαν την σφραγίδα τους στην (τόσο πολυσυζητημένη και σήμερα) στην προσπάθεια για εθνική συμφιλίωση. Κατακρίθηκαν και λοιδορήθηκαν και τότε από όσους (και τότε) επένδυαν στον εθνικό διχασμό. Αμφιτρύωνας, ο Μίκης Θεοδωράκης, υπουργός Επικρατείας στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη…

Είχε προηγηθεί η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, του ανθρώπου που αφοσιώθηκε στον αγώνα κατά του εθνικού διχασμού, που σήμερα έχει ευτελιστεί από την αντιπολίτευση με αφορμή το εμβόλιο κατά της πανδημίας.

Πρώτη συνάντηση, στις 9 Οκτωβρίου 1990. Στην ταβέρνα «Άνθρωπος», στο Παγκράτι. Επίσημος προσκεκλημένος ο πρωθυπουργός Κώστας Μητσοτάκης. Δίπλα του, μια παρέα φίλων που μετά την δικτατορία είχαν αμέσως δει τους κινδύνους επιστροφής σε έναν ακόμη γύρο καταστροφικού διχασμού, που είχε οδηγήσει στη χούντα. Στην κεφαλή του τραπεζιού ο Μίκης, που αυτές τις μέρες θρηνούμε τον χαμό του, αλλά όχι το πέρασμά του στην αθανασία, διότι αυτήν την είχε ήδη κερδίσει εν ζωή.

Ο Μίκης είχε ήδη δώσει το στίγμα του πριν από χρόνια με την περίφημη φράση του «Καραμανλής ή τανκς».

Μια παρέα από τα παλιά

Το μενού είχε συναγρίδα – εξ ου και ο κωδικός «δείπνα της συναγρίδας». Στην παρέα, ο Μέντης Μποσταντζόγλου (ο μοναδικός Μποστ), ο Μήτσος Δημητρίου (ο Νικηφόρος, καπετάνιος Συντάγματος του ΕΛΑΣ, ταξίαρχος ε.α), ο Φιλάρετος (Τάκης) Λαζαρίδης (καταδικασμένος σε θάνατο μαζί με τον Μπελογιάννη που δεν εκτελέστηκε διότι οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει τον πατέρα του, γραμματέα του «Εργατικού ΕΑΜ), ο ζωγράφος Θανάσης Ακριβόπουλος, ο οποίος είχε συνεργαστεί με την ομάδα του Πάμπλο στο Παρίσι, ο Μάνθος και η Βέρα Τσιμπουκίδου, καταδικασμένοι και οι δύο σε θάνατο κατά τον εμφύλιο, ο αδελφός του Μίκη, ο δημοσιογράφος και ποιητής Γιάννης Θεοδωράκης, ο Στάθης Παναγούλης, ο εκδότης Μανώλης Βασιλάκης. Κοντά τους, η Ντόρα Μπακογιάννη. Και βέβαια, ο δημοσιογράφος Γιάννης Βούλτεψης, διευθυντής τότε του Γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, ο «Συναγωνιστής Ακέλας» του ΕΛΑΣ. «Πρωτοπόρο» τον είχε αποκαλέσει εκείνο το βράδυ ο μεγάλος Θεοδωράκης, καθώς ήταν ο πρώτος που άνοιξε την πόρτα της Νέας Δημοκρατίας και μπήκε.

Σε επόμενα δείπνα προστέθηκαν ο καθηγητής Γιάννης Παυλάκης, στρατιωτικός γιατρός του ΕΛΑΣ στη Δυτική Στερεά – είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Βούλτεψη στο βουνό, χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν χρόνια μετά την αντιπολίτευση – οι δημοσιογράφοι Χρήστος Πασαλάρης και Νίκος Κυριαζίδης, ο ανθυπολοχαγός Κώστας Καραΐσκος και άλλοι δύο αξιωματικοί της Σχολής του ΕΛΑΣ και ο πρώην έπαρχος Μήλου Φώτης Κράνιας.

Ήθελαν να πέσουν οι γραμμές του μίσους

Όπως ήταν αναμενόμενο, τα δείπνα με κύριο πιάτο τη συναγρίδα έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσαν ποικίλα σχόλια. Και πολλή δυσφορία. Και άλλη τόση ειρωνεία. Προφανώς, δεν επρόκειτο για κάποια νέα πολιτική κίνηση. Ήταν ένα, ας το πούμε, «κίνημα γνώμης». Δηλαδή άνθρωποι από διαφορετικούς χώρους που θέλησαν να διακηρύξουν πως είχε πια έλθει η ώρα να πέσουν οι γραμμές του μίσους.

Υπήρχε το υπόβαθρο, μπορούσε να ανθίσει το λουλούδι. Αν το άφηναν…

Όταν έκλαψε ο Φλωράκης

Άλλωστε, μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας μας ήταν τότε, το 1998, που ο Χαρίλαος Φλωράκης σκούπισε με το μαντήλι του τα δάκρυά του, καθώς αποχαιρετούσε στην κατάμεστη Μητρόπολη, τον συντοπίτη του, μακαριστό Σεραφείμ, αντάρτη του Ζέρβα, προφέροντας την φράση «σε όλες τις παρατάξεις υπήρχαν πατριώτες».

Αυτό είχαν, πολύ νωρίτερα, στο νου τους οι συνδαιτημόνες της συναγρίδας. Κάτι που θα συναδέλφωνε τους ιστορικούς αντιπάλους της Κατοχής και του Εμφυλίου. Το τέλος των δογμάτων και των κατεστημένων ιδεολογιών, με σκοπό την αποκατάσταση της ενότητας του Έθνους.

Τόλμησαν και υπέστησαν τα επίχειρα. Γλαφυρή και εύστοχη η ανάλυση του Μποστ στη συνέντευξή του στον Γιώργη Μασσαβέτα («Μεσημβρινή», 10 Δεκεμβρίου 1990).

«Δεν έχουν την παλληκαριά του Μίκη»…

«Υπάρχει κόσμος ταλαντευόμενος που δεν έχει την παλληκαριά του Μίκη να το δεχτεί. Φοβάται τον περίγυρο. Ότι θα του ριχτούνε με τα γνωστά: Δεν ντρέπεσαι, εσύ ο αγωνιστής; Φτύνεις τους αγώνες σου, πού είναι η συνέπειά σου, κλπ.», εξήγησε ο Μποστ. Και έδωσε την συμβουλή του:

«Να νοιαστούμε το σπίτι μας. Να κοιτάξουμε πώς θα βγει η πατρίδα μας από το αδιέξοδο. Να ορθοποδήσει ο τόπος. Αλλά δεν θα γίνει τίποτα αν αρχίσουμε να τορπιλίζουμε αυτή την κυβέρνηση, που καλώς την ψήφισε το 47% του ελληνικού λαού. Το κουτό μου το μυαλό αυτό λέει. Αν δεν δώσουμε τα χέρια όλοι, από τους βιομήχανους ως τους εργαζόμενους και τους διανοούμενους, θα πάμε κατά διαβόλου. Δεν χρειάζεται ούτε Μαρξ ούτε Ένγκελς για να το καταλάβεις».

«Αν δεν τους άρεσε που έφαγα με τον Μητσοτάκη»…

Και για το γεύμα με τον Μίκη και τον Μητσοτάκη:

«Αμάν πια αυτό το γεύμα. Εκείνο το ψάρι που φάγαμε κοντεύει να μου βγει από τη μύτη. Εκεί πήγα ως ελεύθερος άνθρωπος, με τις ιδέες μου. Και έτσι μίλησα. Αν δεν τους άρεσε που έφαγα με τον Μητσοτάκη και με προκαλούν, θα πάω να φάω άλλες δέκα».

Και για τις επιθέσεις που δεχόταν και τη στάση του Μίκη:

«Αυτό είναι ιδεολογική τρομοκρατία. Δεν μου απαντάνε με επιχειρήματα, αλλά με χυδαιότητες. Αλλά το μεγάλο τους πρόβλημα δεν είμαι εγώ. Είναι ο Μίκης. Ονειρεύονται να φύγει ο Μίκης από την κυβέρνηση, ώστε αφού στηρίζεται σε μια ψήφο να πέσει. Και να πάμε φτου και από την αρχή σε εκλογές. Ε, πες μου, είναι όραμα αυτό; Ο Μίκης έριξε ένα σπόρο και έκανε πολλούς ανθρώπους να σκέφτονται. Ο Μίκης λέει εκείνο που σκέφτεται».

«Γιατί ρε Μελίνα; Πρέπει σώνει και καλά να ενωθώ μαζί σου;»

Κατά τον Μποστ, «ακόμη πιο δογματικοί είναι οι «ανανεωτικοί», οι οποίοι δεν ξέρουν τι κάνουν. Από τη μια λένε «δεν είναι μπαμπούλας η Δεξιά» κι’ από την άλλη δέχονται την ιδεολογική τρομοκρατία. (…) Είχαμε μια οπισθοδρομική Δεξιά και μια εξίσου οπισθοδρομική Αριστερά. Αλλά η Δεξιά ξύπνησε. Αυτοί, την ίδια τακτική. Η ηγεσία της Αριστεράς ήταν έξαλλη, φανατική, ακολούθησε τα δόγματα, χωρίζοντας τον κόσμο στα δύο. Από δω είναι μόνοι καλοί. Οι δικοί μας. Από κει μόνο κακοί. Που θέλουν το κακό της Ελλάδας».

Και στο ερώτημα «δεν σας κρατά δεμένο ένα στοιχείο συναισθηματισμού, ένας ρομαντισμός;», ο Μποστ απαντά:

«Γιατί, αυτοί είναι ρομαντικοί; Άμα ήθελα να ψηφίσω ρομαντικά θα ψήφιζα τους Οικολόγους. Έχουν κι’ αυτοί οράματα. Να μη σκοτώνουμε τις αρκούδες, να ποτίζουμε τα δεντράκια… Η τελευταία ρομαντική ήταν η Μελίνα. «Να αγαπηθούμε», είπε. Ενωθείτε όλοι… Ε, μόλις πήγα εγώ να «ενωθώ», πέσαν όλοι πάνω μου. Γιατί ρε Μελίνα; Πρέπει σώνει και καλά να ενωθώ μαζί σου;»…

Όπως αποδείχθηκε, ο Μποστ είχε δίκιο. Το πρόβλημα όλων ήταν ο Μίκης, ο οποίος, όπως έγραψε στο βιβλίο του «Δέκα σκληρά χρόνια στη Νέα Δημοκρατία» ο Γιάννης Βούλτεψης, έβλεπε και τον κίνδυνο μιας εμφύλιας σύρραξης που απειλούσε τη χώρα.

Ήταν και προφητικός ο Μποστ. Το βλέπουμε σήμερα. «Να συνεννοηθούμε», λέει κάθε τόσο ο Τσίπρας. Αλλά καλοί είναι μόνο όσο συνεννοούνται μαζί του. Οι άλλοι είναι αποστάτες…

«Όσοι δειλιάζουν ντροπιάζουν τον χτεσινό εαυτό τους»

Ένα μήνα πριν από την συνέντευξη του Μποστ, στις 19 Νοεμβρίου 1990, ο Μίκης Θεοδωράκης προειδοποίησε με ένα πολιτικό άρθρο του στον «Ελεύθερο Τύπο» ότι ο λαός θα καταδικάσει «με τον ίδιο αμείλικτο τρόπο» όχι μόνο τον Παπανδρέου, αλλά και «όσους σήμερα δειλιάζουν, δολιχοδρομούν, υποχωρούν, εκθέτοντας έτσι και ντροπιάζοντας τον χθεσινό εαυτό τους».

«Εξαιτίας ενός και μόνου ανθρώπου η Ελλάδα πορεύεται άραγε προς μια καινούργια εμφύλια σύρραξη;», αναρωτιόταν. «Αυτό ορισμένοι θα το ήθελαν πάρα πολύ. Πάντως η διαίρεση του ελληνικού λαού τείνει να επέλθει».

Οι περισσότεροι από εκείνη την ρομαντική παρέα της συναγρίδας, άνθρωποι που ωστόσο έκαναν το μεγάλο βήμα του πολιτικού ρεαλισμού και της εθνικής συμφιλίωσης, δεν βρίσκονται πια στη ζωή.

Αλλά οι ιδέες τους υπέρ της εθνικής ενότητας και κατά του εθνικού διχασμού παραμένουν ζωντανές.

Είναι οι ίδιες ιδέες που σήμερα πολεμούν με πάθος εκείνοι που επιμένουν να χωρίζουν, να διαιρούν τους Έλληνες όχι μόνο σε πολιτικό, αλλά και σε εθνικό επίπεδο.

Είναι αυτοί που δεν αρκούνται στις ιδεολογικές διαφορές βάσει των οποίων οι άνθρωποι προσχωρούν στο ένα ή στο άλλο κόμμα.

Είναι αυτοί που επιμένουν να βάζουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους «καλούς» και στους «κακούς». Αυτοί που δεν θέλουν να περπατούν στη λεωφόρο της εθνικής ενότητας, αλλά προτιμούν να αδειάζουν οχετούς στο ποτάμι μίσους.

Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Φυσικά ως φάρσα…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.