Κώστας Ελευθερίου: Σε ένα περιβάλλον μόνιμης κρίσης, δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα
Ο Κώστας Ελευθερίου. Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, Συντονιστής Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών – ΕΝΑ, απαντά στις ερωτήσεις που του θέτουν ο Κωνσταντίνος Μανίκας και ο Αλέξανδρος Κριτσίκης.
1. Πώς επηρέασε το ελληνικό κομματικό σύστημα η περίοδος της κρίσης (2010–2023);
Η περίοδος της κρίσης υπήρξε καθοριστική, καθώς μετέβαλε πάγιους συσχετισμούς στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Η εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ το 2012, η ταυτόχρονη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, η ενίσχυση του πολυκομματισμού και των κυβερνήσεων συνεργασίας, αλλά και η –όχι τόσο σταθερή όπως φαίνεται– κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας από το 2023 και μετά, υποδηλώνουν τη συνεχιζόμενη επίδραση της κρίσης στον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται οι πολιτικοί συσχετισμοί. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν οι επίμονες τάσεις χαμηλής εμπιστοσύνης προς την πολιτική, που σκιαγραφούν και τον χαρακτήρα του πολιτικού ανταγωνισμού. Σε ένα περιβάλλον μόνιμης κρίσης, δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα· μόνο μεταβαλλόμενοι και ρευστοί συσχετισμοί δυνάμεων.
2. Πόσο η Αριστερά και η σοσιαλδημοκρατία μπορούν να φανούν αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις σήμερα, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, όπου είναι κατακερματισμένες;
Η Αριστερά καλείται να διαχειριστεί μια συνθήκη διεθνοποίησης, η οποία αποδυναμώνει τον ρόλο του εθνικού κράτους, ευνοεί την ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου και αφαιρεί εργαλεία πολιτικής που συνδέονταν ιστορικά με την αριστερή διαχείριση. Στην περίοδο της κρίσης, δεν κατάφερε να δώσει πειστικές απαντήσεις στα αιτήματα της κοινωνίας, ενώ, με διαφορετικούς χρονισμούς ανά χώρα, εντάχθηκε –άλλοτε αντιφατικά και άλλοτε ένθερμα– στον μονόδρομο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, συμβάλλοντας τελικά στη διαμόρφωση συναίνεσης υπέρ αυτού του μοντέλου. Ως αντίβαρο στην αδυναμία της να προσφέρει εναλλακτικές οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, στράφηκε στη «δικαιωματική» ατζέντα. Αν και αυτή αναφέρεται σε υπαρκτές ανισότητες και αποκλεισμούς που βιώνουν διάφορες ομάδες, συχνά κατανοείται σε μια εξατομικευμένη βάση, απομακρυσμένη από τις συλλογικές αφηγήσεις των αριστερών κομμάτων. Έτσι, ο πολιτικός κατακερματισμός συνοδεύεται από έναν κοινωνικό κατακερματισμό, που εμποδίζει την Αριστερά να συγκροτήσει μια σταθερή κοινωνική συμμαχία για την υποστήριξη ενός συνεκτικού σχεδίου εξουσίας.
3. Πώς οριοθετείται πλέον ο διαχωρισμός Δεξιάς – Αριστεράς και πόσο πιθανή είναι μια γενικευμένη ακροδεξιά επικράτηση, ειδικά στην Ευρώπη;
Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι προφανώς απόρροια της ήττας ή της αδυναμίας της Αριστεράς, όπως αναφέραμε παραπάνω. Στις παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες, δημιουργούνται διαχωριστικές γραμμές μεταξύ «insiders» και «outsiders» – κοινωνικά στρώματα που επωφελούνται από τη διεθνοποίηση και άλλα που υφίστανται απώλεια βιοτικού επιπέδου. Η υποχώρηση του εθνικού κράτους συνοδεύεται από μείωση των κοινωνικών δαπανών και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, γεγονός που πλήττει κυρίως τα μικροαστικά και εργατικά λαϊκά στρώματα. Παράλληλα, η ανάδυση υπερεθνικών θεσμών σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, χωρίς επαρκή δημοκρατική νομιμοποίηση, ενισχύει το χάσμα μεταξύ πολιτικών ελίτ και πολιτών – οι τελευταίοι αισθάνονται ότι δεν ακούγονται από τους κυβερνήτες. Σε αυτό το πλαίσιο κρίσης, συγκρούονται δύο σχέδια: ένα αριστερό, που δίνει έμφαση στην υπέρβαση των κοινωνικών ανισοτήτων και ένα δεξιό, που δίνει έμφαση στην ενότητα της κοινωνίας γύρω από την εθνική πολιτισμική ταυτότητα. Η αδυναμία της Αριστεράς, όποτε βρέθηκε στην εξουσία, να προωθήσει την αναγκαία αναδιανομή άφησε χώρο για την άνοδο της ακροδεξιάς, η οποία αξιοποιεί τις παραδοσιακές αξίες του έθνους και της θρησκείας. Οι «outsiders» του κοινωνικού ανταγωνισμού, που νιώθουν αποκομμένοι και περιθωριοποιημένοι, στρέφονται σε ακροδεξιά πολιτικοϊδεολογικά αφηγήματα, αναζητώντας ισχυρές ηγεσίες που δηλώνουν έτοιμες να τους εκπροσωπήσουν αδιαμεσολάβητα. Αυτή είναι η βάση της ακροδεξιάς ανόδου στην Ευρώπη.
4. Πόσο έχει επιβληθεί πλέον η επικοινωνία επί της πολιτικής;
Η πολιτική ανέκαθεν ήταν συνυφασμένη με την επικοινωνία. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η ραγδαία άνοδος του κόστους της πολιτικής επικοινωνίας, γεγονός που οδηγεί στην εμπορευματοποίηση της πολιτικής. Όποιος συγκεντρώνει περισσότερους πόρους έχει και καλύτερες πιθανότητες στον πολιτικό ανταγωνισμό. Αυτό καθιστά τις πολιτικές ελίτ ευάλωτες σε εξαρτήσεις από κρατικούς πόρους και οικονομικά συμφέροντα, δημιουργώντας δίκτυα διαπλοκής με τα ΜΜΕ και εταιρείες πολιτικού μάρκετινγκ. Με την άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν αναπτυχθεί και πιο εκλεπτυσμένες μέθοδοι χειραγώγησης της κοινής γνώμης – που κι αυτές απαιτούν σημαντικά χρηματικά ποσά. Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, χάνεται σταδιακά η ουσία της πολιτικής.
5. Ποιες είναι οι κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις σε αυτή τη φάση της ιστορίας;
Στη σημερινή συγκυρία, τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις αποτελούν οι παγκοσμιοποιημένες οικονομικές ελίτ και οι τεχνολογικοί κολοσσοί, που όχι μόνο συγκεντρώνουν ακραία επίπεδα πλούτου και ισχύος, αλλά ουσιαστικά υπαγορεύουν τις πολιτικές ατζέντες, παρακάμπτοντας τους δημοκρατικούς μηχανισμούς εκπροσώπησης και λογοδοσίας. Δίπλα τους, ένα κομμάτι της ανώτερης μεσαίας τάξης λειτουργεί ως μεταπράτης των κυρίαρχων ιδεολογιών, ενισχύοντας την απονομιμοποίηση κάθε συλλογικής διεκδίκησης. Αντίθετα, οι εργατικές τάξεις, οι νέοι και οι πολλαπλώς αποκλεισμένοι περιθωριοποιούνται συστηματικά – όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτισμικά – χωρίς ισχυρά συλλογικά μέσα εκπροσώπησης. Μέσα σε αυτή την άνιση συνθήκη, η κοινωνική πλειοψηφία παραμένει είτε σιωπηλή είτε παγιδευμένη σε αντιφατικές ή αντιδραστικές επιλογές, την ώρα που η εξουσία ασκείται όλο και πιο αδιαφανώς, πίσω από κλειστές πόρτες και αλγορίθμους.
6. Υπάρχουν θεσμικές αλλαγές που μπορούν να επαναφέρουν την αξιοπιστία του συστήματος και την εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτό;
Η επαναφορά της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και της εμπιστοσύνης των πολιτών προϋποθέτει βαθιές θεσμικές τομές, όχι απλώς διαχειριστικού χαρακτήρα αλλά ανατρεπτικές ως προς τη λειτουργία της εξουσίας. Χρειάζεται ενίσχυση της άμεσης δημοκρατίας με θεσμούς ουσιαστικής συμμετοχής, διαφάνεια στη χρηματοδότηση κομμάτων και ΜΜΕ, αυστηρός έλεγχος των σχέσεων κράτους–οικονομικών συμφερόντων, και πραγματική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Παράλληλα, η ψηφιακή εποχή απαιτεί ισχυρές θεσμικές εγγυήσεις για την προστασία της ενημέρωσης και της ιδιωτικότητας των πολιτών. Χωρίς αυτά, κάθε αναφορά περί «αποκατάστασης της εμπιστοσύνης» παραμένει κενό γράμμα, ένα επικοινωνιακό τέχνασμα σε ένα σύστημα που αναπαράγει πλέον τη δυσπιστία ως δομικό στοιχείο της ατελούς αναπαραγωγής του.
7. Μέσα από την επαφή σας με τη νέα γενιά τι μηνύματα παίρνετε για τη στάση της απέναντι στην πολιτική;
Οι νέοι είναι προβληματισμένοι στη σημερινή εποχή, κυρίως γιατί νιώθουν ότι δεν εκπροσωπούνται από το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Συνήθως, λέγονται πολλά για τους νέους, αλλά ελάχιστοι ενδιαφέρονται πραγματικά να συνδεθούν με τις αγωνίες τους. Παρότι κυκλοφορεί η γενικευμένη προκατάληψη ότι οι σημερινοί νέοι είναι απολιτικοί, εγώ θα έλεγα πως σήμερα οι νέοι είναι πολύ ενημερωμένοι για πολλαπλά ζητήματα — και μάλιστα όχι μόνο για την εγχώρια πολιτική σκηνή. Ως εκ τούτου, έχουν αυξημένες απαιτήσεις από το πολιτικό σύστημα. Τα κόμματα, λοιπόν, οφείλουν να διαμορφώσουν τρόπους συμμετοχής των νέων που — το κυριότερο — να παράγουν νόημα και ουσία για τους ίδιους.