Η πολύτροπος εξωτερική πολιτική και οι… υποχωρήσεις
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Είναι πολύ θετικό η εξωτερική πολιτική μιας χώρας να είναι και πολύτροπος, να διαθέτει δηλαδή πολλαπλή εστίαση και στόχευση ειδικά σε μια ολυπολική γεωστρατηγική σκακιέρα, και φυσικά να μην ετεροπροσδιορίζεται από τις διαθέσεις και τις βλέψεις άλλων, συμμάχων κι ανταγωνιστών, αλλά να διαθέτει δική της αυτόνομη πορεία που καθορίζεται από τα διαχρονικά εθνικά συμφέροντα.
Η Ελλάδα δεν διεκδίκησε ποτέ κάτι περισσότερο από την τήρηση των διεθνών συνθηκών και την αναφαίρετη δυνατότητα να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, όταν και όπως το επιλέξει η ίδια. Αυτές είναι οι πάγιες θέσεις της και αυτές ορίζονται και ως οι απαραβίαστες κόκκινες γραμμές μας. Η μόνη κυβέρνηση που διανοήθηκε να τις παραβεί ήταν η ηγετική ομάδα του Αλέξη Τσίπρα, που ακόμη και σήμερα παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει πώς δεν διέθετε τη νομιμοποίηση να παραχωρήσει όχι μόνο τη συνθέτη ονομασία στα Σκόπια αλλά να τους οπλίσει με το διπλό αλυτρωτικό εργαλείο της αναγνώρισης μακεδονικής γλώσσας και εθνικότητας.
Οπως τότε, ούτε και σήμερα η ελληνική κοινωνία έχει συναινέσει σε οποιαδήποτε υπέρβαση των δεδομένων κόκκινων γραμμών. Τι εννοούν λοιπόν όσοι αναφέρονται σε πιθανές ελληνικές υποχωρήσεις στα πλαίσια της διευθέτησης των ελληνοτουρκικών ζητημάτων;
Υπάρχει πιθανότητα να δεχτούμε τη συζήτηση άλλων θεμάτων πέρα από την οριοθέτηση υφαλοκρυπίδας και ΑΟΖ. Προφανώς και όχι. Τι θα συζητήσεις για κάτι που θεωρείς ότι δεν υπάρχει; Τις θεωρητικές, ανύπαρκτης υπόστασης και μηδενικής αποδειξιμότητας αιτιάσεις της Τουρκίας; Ή τα εσωτερικής κατανάλωσης φεουδαρχικά μυθεύματα περί “γαλάζιας πατρίδας”. Κι ο ίδιος ο Ερντογάν γνωρίζει ότι πέρα από επικοινωνιακές φούσκες δεν μπορούν πρακτικά να τους χρησιμεύουν σε κάτι.
Τι απομένει λοιπόν; Τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά! Αν πιστεύουμε ότι το νεότερο “Δίκαιο της Θάλασσας” περιγράφει με ακρίβεια τα ελληνικά δικαιώματα, τότε το μόνο που θα έπρεπε να μας φοβίζει είναι η “πολιτική” ερμηνεία των αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Ίσως να θελήσει για λόγους διπλωματικών ισορροπιών, – μιας που η Τουρκία πάντα και παρά τις διαρκείς παλινωδίες της θα παραμένει για τη Δύση μια χρήσιμη εξισορροπιστική δύναμη στην ευρύτερη περιοχή – , να αμφισβητήσει πχ την πλήρη κυριαρχία του Καστελόριζου, αφήνοντας μια ελάχιστη αλλά υπαρκτή δίοδο για τους γείτονες στο Αιγαίο, ή να περιορίσει την επέκταση την επέκταση των ναυτικώ μιλίων στα δέκα, όσα δηλαδή ισχύουν για τον εναέριο χώρο.
Αν υποψιαζόμαστε ότι αυτή είναι η πρόθεση της διεθνούς κοινότητας, μια διαλλακτική ανάγνωση και ερμηνεία των διεθνών κανόνων, συμπληρώνοντας τις ξεκάθαρες προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας, με παλαιότερες και ξεπερασμένες ερμηνείες του Διεθνούς Δικαίου, τότε ποιος είναι ο λόγος να επιλέξουμε αυτή τη χρονική στιγμή για προσφυγή στη Χάγη; Αν οι συνθήκες δεν μας ευνοούν, ποιο αντάλλαγμα θα μπορούσε να μας ωθήσει σε μια τέτοια απόφαση αδυναμίας;
Υ.Γ. Πολύ αμφιβάλλω αν θα δούμε άμεσα κάποια πρόοδο στα ελληνοτουρκικά. Η Δύση χρειάζονταν μια Τουρκία πιο διαχειρίσιμη και λιγότερο απομονωμένη, οπότε άνοιξε ταυτόχρονα τη… μελλοντική προοπτική αγοράς F16 και την επάνοδο στις συνομιλίες για την ακόμη πιο… μελλοντική είσοδο της στην Ε.Ε. Από την άλλη, η Ελλάδα χρειάζεται ένα κλίμα ηρεμίας για να διευκολυνθεί ακόμη περισσότερο στην απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αλλά και την προσέλκυση ακόμη περισσότερων άμεσων ξένων επενδύσεων. Ως εκεί καλά λοιπόν. Τα υπόλοιπα θα αποδειχτούν, ή όχι, μόνο με το πέρασμα του χρόνου.