Η δεύτερη ανάγνωση της παρέμβασης Καραμανλή
Γράφει ο Μπάμπης Παπαπαναγιώτου
Το πάρτι της «διάσπασης της Ν.Δ.» και της «παταγώδους πτώσης» του Κ. Μητσοτάκη διήρκεσε λίγες ώρες, διεξήχθη σε «στενό κύκλο» μεταξύ φίλων και συγγενών κι έληξε άδοξα με το χάραγμα της χθεσινής μέρας.
Τόσο ο πρώην πρωθυπουργός όσο και το Μ. Μαξίμου με τη στάση τους απογοήτευσαν τα πολιτικά κοράκια που άνοιξαν φτερά και ορέγονταν το αποσυντιθέμενο σώμα της Ν.Δ. και του Κ. Μητσοτάκη προσωπικά. Εξ ου και το σιωπητήριο σάλπισε από νωρίς το πρωί. Πρόλαβαν να εκτεθούν -εκτός από τον σαν έτοιμο από καιρό ΣΥΡΙΖΑ- κάτι φανατικοί «Καραμανλικοί», που είναι κάργα «αντιμητσοτακικοί», και κάποιοι εξίσου φανατικοί «αντικαραμανλικοί», οι οποίοι πασχίζουν με νύχια και με δόντια να φορτώσουν όλο το φορτίο των Μνημονίων στον Κ. Καραμανλή, απαλλάσσοντας ολοκληρωτικά και αμετάκλητα το ΠΑΣΟΚ.
Ασφαλώς, η παρέμβαση του Κ. Καραμανλή δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε ανώδυνη, ούτε εντάσσεται στην κατηγορία «ανάξια λόγου». Ασφαλώς και ο κάθε σημαντικός πολιτικός έχει τη διαδρομή του. Και η διαδρομή κανενός πρωθυπουργού δεν έχει μόνο θετικά ή μόνο αρνητικά αποτυπώματα (ο Α. Τσίπρας διεκδικεί να είναι ο πρώτος ΠΘ της σύγχρονης Ελλάδας που άφησε μόνο αρνητικά ίχνη). Ασφαλώς και η παρέμβαση του Κ. Καραμανλή δεν έγινε σε πολιτικά «ουδέτερο χρόνο», γι’ αυτό και αρχικά προκάλεσε αμηχανία και μούδιασμα, ακόμα και στο Μ. Μαξίμου. Αλλά, όπως πάντα, η δεύτερη ανάγνωση των γεγονότων είναι πάντοτε πολύ πιο ασφαλής και βαθιά από την πρώτη. Πόσω μάλλον η τρίτη ανάγνωση, η οποία ακολουθεί.
Μήπως τελικά ο Κ. Καραμανλής με την παρέμβασή του βοηθά τον Κ. Μητσοτάκη να πράξει τα δέοντα, ώστε να βγει μια ώρα αρχύτερα από τη δύσκολη θέση που βρίσκεται λόγω των υποκλοπών; Και μήπως με τη στάση του αναδεικνύει περισσότερο τη μονοθεματική επιδίωξη του Ν. Ανδρουλάκη και του ΣΥΡΙΖΑ, εν μέσω παγκόσμιας καταιγίδας και πολέμου;
Επί της ουσίας -και ανεξαρτήτως φρασεολογίας- κυβέρνηση και Κ. Καραμανλής είπαν ακριβώς το ίδιο: Οι υποκλοπές είναι πολιτικό λάθος και πρέπει να χυθεί άπλετο φως, μέσα από κάθε δυνατή θεσμική δυνατότητα. Ο πρώην ΠΘ έκανε ένα οριακά θεσμικό βήμα παρακάτω. Θεώρησε ότι προέχει το πολιτικό ζήτημα του απορρήτου και των νόμων. Οντως παράτολμο βήμα για έναν πρώην πρωθυπουργό, θέλοντας ίσως να τονίσει την ανάγκη να φύγουμε από τις «ιοβόλες» σκιές που σκεπάζουν τον δημόσιο βίο. Αλλά πρακτικά είπε ότι πρέπει να γίνει, ό,τι κάνει ήδη η κυβέρνηση.
Τα όσα είπε βοηθούν τον Κ. Μητσοτάκη να ολοκληρώσει -παράλληλα με τη Βουλή και τη Δικαιοσύνη- την αλλαγή προσώπων και δομών που ξεστράτισαν από την οδό της θεσμικότητας, της σύνεσης και της απέχθειας στην αλαζονεία. Ηδη έχουν απομακρυνθεί πρόσωπα -κι ενδεχομένως να ακολουθήσουν κι άλλα- τα οποία με την ελιτίστικη συμπεριφορά τους συνέβαλαν κατά καιρούς στη δημιουργία της εικόνας μιας κυβέρνησης αποκομμένης από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Η οποία δεν είχε την προσοχή της αποκλειστικά στραμμένη μόνο στον βαθύ εκσυγχρονισμό της χώρας. Και η οποία έφτασε κάποιες φορές πολύ κοντά στο να αποθεώνει τον εκσυγχρονισμό αλά Σημίτη. Αλαζονικές επιτελικές συμπεριφορές που οδήγησαν σε πολιτικά λάθη υπήρξαν στη διάρκεια της τριετίας. Αλλά όχι σε τόσο σημαντικά λάθη όσο είναι οι παρακολουθήσεις, που -πολιτικά- άγγιξαν προσωπικά τον Κ. Μητσοτάκη. Και βοήθησαν την προσπάθεια γενικευμένου αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης. Εν καιρώ πολέμου στην Ουκρανία ενόσω διαρκούν οι δραματικές συνέπειές του και ενώ ο Ερντογάν «παίζει» άγαρμπα πάλι με το μεταναστευτικό και τον ασυγκράτητο αναθεωρητισμό του. Και σε αυτήν την προσπάθεια μπήκε εκθύμως και ο Ν. Ανδρουλάκης, μετατρεπόμενος σε πολιτικό παρακολούθημα του πολιτικά αμήχανου και άλαλου Α. Τσίπρα.
Τίποτα δεν παραγράφεται από την ιστορία. Ούτε ο εκτροχιασμός των ελλειμμάτων ούτε οι σιωπές σε κρίσιμες στιγμές ούτε οι υπόγειες διαδρομές προσώπων στην προ ΣΥΡΙΖΑ κρίσιμη διετία. Ούτε όμως και η συνετή στάση σε δύσκολες περιόδους για τη χώρα ή οι υπεύθυνοι χειρισμοί με τους οποίους αποφεύχθηκαν ιστορικά ατυχήματα όπως οι Πρέσπες. Οπως φαίνεται, ο Κ. Καραμανλής εν προκειμένω λειτούργησε σαν σήμα προειδοποίησης. Το οποίο, κόντρα στην πρώτη και επιφανειακή ανάγνωση των γεγονότων, μάλλον υπήρξε καλοδεχούμενο από τον Κ. Μητσοτάκη.