Πόσο μας λείπει ένας σημερινός Ελευθέριος Βενιζέλος

Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου

Εύκολα αντιλαμβάνεται όποιος παρακολουθεί τα πολιτικά τεκταινόμενα στη χώρα μας, το πόσο σημαντικός θα ήταν ένας πολιτικός του διαμετρήματος του Ελευθερίου Βενιζέλου για τη σημερινή Ελλάδα.

Ο θριαμβευτής της ”Συνθήκης των Σεβρών” (1920), διαμορφωτής των σημερινών μας συνόρων δια της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) και επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας διαλειμματικά, από το 1910 έως το 1920.

Είναι κάποιες ιστορικές φυσιογνωμίες που διστάζεις να τις αγγίξεις κριτικά, ελεγκτικά, από σεβασμό στον χρόνο που τις σεβάστηκε. Τις σεβάστηκε γιατί έγιναν ένα με την ιστορία του τόπου μας και, παρά τα λάθη τους, συμπαρέσυραν στην αέναη ροή του εποχές και γενιές Ελλήνων που ταξίδευαν μέσα σ’ αυτόν με βάση τη συλλογική συνείδηση και μνήμη.

Μια τέτοια φυσιογνωμία ήταν ο ”επαναστάτης του Θερίσου” (1905), ο στοχαστής-μεταφραστής της ιστορίας του Θουκυδίδη και οραματιστής της Μεγάλης Ελλάδας των αρχών του 20ου αιώνα, ο πολιτικός και διπλωμάτης Ελευθέριος Βενιζέλος.

Ο εισηγητής του ”πολιτικού ρεαλισμού” στην προσέγγιση των διεθνών σχέσεων (βλ. επιστολή-πρότασή του για απονομή του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης στον Μουσταφά Κεμάλ), ο οποίος πέρασε στην ιστορία σαν δημιουργός του κόμματος των Φιλελευθέρων και εκφραστής της Δημοκρατικής Παράταξης, αν και ήταν εθνικιστής -”μεγαλοϊδεάτης”.

Ο Βενιζέλος ήταν ξεκάθαρα φιλοδυτικός πολιτικός (θαυμαστής της αγγλικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, έστω και υπό τον μανδύα της αποικιοκρατικής εξουσίας). Πολιτικός που είχε πειστεί από νωρίς στην ανάγκη πρόσδεσης της Ελλάδας σε μια ισχυρή, παγκόσμια δύναμη.

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εκσυγχρονιστής-μεταρρυθμιστής της εποχής του (βλ. συνταγματικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του από το 1911 μέχρι το 1915), αν και διατήρησε ως το τέλος της ζωής του την πίστη του στη ”συμβατική” παράδοση, τη νοοτροπία και την Ορθοδοξία.

Υπήρξε, αναμφισβήτητα, μεγάλος πολιτικός (”γίγας της πολιτικής” κατ’ άλλους), αλλά δεν απέφυγε τα λάθη, κάποια από τα οποία στοίχειωσαν για πολλά χρόνια την πολιτική σκηνή του τόπου μας. Λάθη όπως αυτό της πρόκλησης Εθνικού Διχασμού (1915-1922) με συνευθύνη των Ανακτόρων.

Εθνικού Διχασμού που χώρισε τους Έλληνες σε ”Βενιζελικούς” και ”Βασιλικούς” (τη στιγμή που η πατρίδα τους ήθελε όλους ενωμένους), με αφορμή τη διαφωνία του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ για το αν η Ελλάδα έπρεπε να συμπαραταχθεί στο πλευρό της Αντάντ κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-’18)…

Λάθη όπως η απόφασή του να στείλει τον ελληνικό στρατό στη Σμύρνη, αν και ήταν μεγάλος ο πειρασμός της νεκρανάστασης του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Της νεκρανάστασης του οράματος της Iωνίας και της Ελλάδας των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων με τη συγκατάθεση των Συμμάχων.

Ήταν όνειρο εκατομμυρίων Ελλήνων, που πληρώθηκε τελικά με κρουνούς αίματος και την οριστική ματαίωση της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος, αν και διορατικός, πήρε το ρίσκο να μην υποχωρήσει μπροστά στις δυσκολίες και να αποφασίσει την ελληνική στρατιωτική απόβαση στη Σμύρνη (15 Μαῒου 1919) – ”με απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου των νικητών συμμάχων του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ως εφαρμογή της συνθήκης του Μούδρου” (Λήμνος- Οκτώβριος 1918 – μεταξύ Συμμάχων-Τουρκίας, με την οποία έληγε επισήμως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1914-’18).

Και το έκανε όχι από παρορμητισμό ή για λόγους αυτοπροβολής και… ”μαξιμαλιστικής υπεροψίας” γιατί ”ήταν ιμπεριαλιστής” (όπως αποφαίνονται οι ιστορικοί του ΚΚΕ), αλλά γιατί ήθελε να αποσοβήσει τον κίνδυνο διάλυσης του ελληνικού μικρασιατικού πολιτισμού (ηλικίας δυόμισι χιλιάδων χρόνων και βάλε), και του ενάμιση εκατομμυρίων Ελλήνων που ζούσαν εκεί και προόδευαν στην μικρασιατική γη.

Έπειτα, όταν ο Βενιζέλος αποδέχτηκε το ’19 την πρόταση των συµµάχων µας να αποστείλει στρατό στη Σµύρνη, το έκανε γιατί το θεωρούσε επιβεβλημένο λόγω των ανηλεών διωγμών που υφίσταντο από τους Νεότουρκους οι Έλληνες της Δυτικής Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης το 1914. Διωγμών που ανάγκασαν την άνοιξη εκείνης της χρονιάς 150.000-200.000 ομογενείς μας να καταφύγουν ως πρόσφυγες στην ελληνική επικράτεια και να κατακλύσουν τη Μυτιλήνη, τη Χίο και τη Θεσσαλονίκη.

Υπολόγιζε όμως ότι θα στήριζαν μέχρι τέλος την Ελλάδα (απέναντι στις τουρκικές αντιδράσεις) η Αγγλία και η Γαλλία, πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος ο Βενιζέλος έχαιρε της εκτίμησης του Άγγλου πρωθυπουργού Λόιντ Τζώρτζ, αν και ο υπουργός Εξωτερικών του Άρθουρ Μπάλφουρ και ο υπουργός Στρατιωτικών Ουίνστον Τσώρτσιλ δεν έδειχναν τον ίδιο ενθουσιασμό για το θέμα αυτό…

Ούτε που πέρασε από το μυαλό του Έλληνα πρωθυπουργού, τότε, ότι υπήρχε πιθανότητα να µην επανεκλεγεί ένα χρόνο μετά ούτε καν βουλευτής στις μοιραίες για εκείνον εκλογές του Νοεμβρίου του ’20, κατά την διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας.

Ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι (αντιβενιζελικές κυβερνήσεις Ράλλη και Γούναρη) θα κέρδιζαν τις εκλογές και το δημοψήφισμα φέρνοντας πίσω τον γερμανόφιλο βασιλιά που ήταν κόκκινο πανί για τους συμμάχους της ΑΝΤΑΝΤ (παλινόρθωση Κωνσταντίνου Α’ με νόθο δημοψήφισμα: 98% ΝΑΙ στην επιστροφή του, που οδήγησε στην κορύφωση του Εθνικού Διχασμού). Κι ότι δεν θα είχαν οι διάδοχοί του τις δυνατότητες να διαπραγµατευθούν και να φέρουν εις πέρας αισίως την εκστρατεία του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία μετά την αλλαγή στάσης των Συμμάχων.

Ήταν διορατικός πρωθυπουργός ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά όχι μάντης για να τα προβλέψει αυτά. Ενδέχεται όμως να παρασύρθηκε απ’ την περίσσια αυτοπεποίθηση που είχε για τον εαυτό του λόγω της ικανότητάς του να συµβιβάζεται και να προσαρµόζεται µε τις συνθήκες, έστω κι αν δεν ήταν ο ίδιος στο τιµόνι της χώρας του.

Κάτι που δεν λαμβάνεται υπόψη, επίσης, είναι ότι ο Βενιζέλος έτρεφε ελπίδες για σύμπραξη Ελλάδας-Αρμενίας και δημιουργία Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας λόγω των προσδοκιών που του δημιούργησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στο θέμα αυτό. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για μη διορατικότητα, όταν η Αμερική άλλαξε αιφνιδιαστικά στάση στο θέμα της Αρμενίας…

Εκ των υστέρων βέβαια, όπως αποδείχθηκε, η ελληνική παρουσία – μετά την απόβαση στη Σμύρνη του Ελληνικού Στρατού το ’19 – θα ήταν πολύ δύσκολο να επιζήσει στο μικρασιατικό έδαφος δεδομένης της εκτίναξης στα ύψη του εθνικισμού των Νεοτούρκων του Κεμάλ.

Του Κεμάλ ο οποίος, με τις πλάτες των Μπολσεβίκων και των Συμμάχων, έκανε πράξη το σχέδιό του για κάθαρση (που εξελίχθηκε σε γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού: 1914-’22/23) δια των εξοντωτικών διώξεων (εγκληματικών επιχειρήσεων) και της φυσικής τους εξόντωσης (εύσχημες εκκαθαρίσεις και ανηλεείς σφαγές).

Ας σημειωθεί ότι το σχέδιο εξόντωσης των αλλοθρήσκων απ’ την Μικρά Ασία είχε αποφασιστεί απ’ τους Τούρκους επίσημα μετά την ανακωχή του Μούδρου το ’18 (αν και οι γενοκτονίες είχαν τεθεί σε εφαρμογή απ’ το 1914). Ανακωχή που έγινε αιτία για τη συγκρότηση τουρκικών Συλλόγων με σκοπό τον εθνικό αγώνα τους για προάσπιση των δικαιωμάτων και της γης τους (Müdafa-i Hukuk) έναντι των Αρμενίων και των Ελλήνων.

Ας σημειωθεί, επίσης, ότι ο Μουσταφά Κεμάλ είχε τις πλάτες της Γερμανίας στα γενοκτονικά σχέδιά του. Λόγος για τον οποίο είχε βρει καταφύγιο στο έδαφός της ο αρχηγός των Νεοτούρκων Ταλαάτ ο οποίος διέθεσε στον Ατατούρκ εσωτερικό κατασκοπευτικό δίκτυο με σκοπό την καταπολέμηση των αμερικανικών προγραμμάτων για ανεξαρτησία της Αρμενίας, που είχαν σαν στόχο – κατ’ εκείνον – την μετατροπή της σε αμερικανικό προτεκτοράτο σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας (Gust, W.:Der Völkermord an den Armeniern, 1993).

Όταν ευοδώθηκαν τα σχέδια του Κεμάλ για εκδίωξη και εξόντωση των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου και εκτουρκισμό όσων απέμειναν ζωντανοί στην Μικρά Ασία, οι Τούρκοι εθνικιστές στράφηκαν εναντίον των Κούρδων (την αμέσως επόμενη μη τουρκική πληθυσμιακή ομάδα) ασκώντας σε βάρος τους βάρβαρη, καταπιεστική και υπόδουλη πολιτική, μολονότι είχαν αγωνιστεί στο πλευρό του κατά των Αρμενίων και των Ελλήνων (σ.σ: Οι Κούρδοι-Τσέτες του Κεμάλ ενέχονται στη Γενοκτονία των Ποντίων)…

Ο κοινός αγώνας τους με τους Τούρκους εθνικιστές δε στάθηκε ικανός, προφανώς, να τους σώσει. Ο αγνώμων Κεμάλ βιάστηκε να φυλακίσει τους επικεφαλής τους στις φυλακές Erzincan, Malatya, Elaziz (τωρινό Elazig), για να αποτρέψει το ενδεχόμενο ίδρυσης
αυτόνομου Κουρδιστάν…

Κάτι που κρατά σε εγρήγορση σήμερα και τον Ταγίπ Ερντογάν, υπό τον φόβο ότι οι Αμερικανοί στοχεύουν σ’ αυτό ακριβώς και γι’ αυτό ενισχύουν τους Κούρδους μαχητές με τελευταίας τεχνολογίας βαριά αμερικανικά όπλα, ενώ τους εκπαιδεύουν συστηματικά ώστε να είναι σε θέση να υπερασπιστούν (από πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιράν) τις αμερικανικές βάσεις κοντά στα κοιτάσματα πετρελαίου του Koniko και του al-Omar της Συρίας, τα οποία ελέγχονται από 1000 μέλη του ΡΚΚ/YPG, μεταφερμένα εκεί (κοντά στον ποταμό της Συρίας Ευφράτη) από δυνάμεις των ΗΠΑ….

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.