Κύπρος: Ιστορία και σύγχρονη γεωπολιτική

Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης 

Αναμφίβολα η έννοια της γεωπολιτικής σπουδαιότητας όπως και όλες σχεδόν οι έννοιες της επιστήμης των διεθνών σχέσεων, είναι ευμετάβλητη και υπόκειται στις ραγδαίες μεταβολές που ο χρόνος επιφέρει στις στρατηγικές και πολιτικές της συνιστώσες. Είναι προφανές πως οι μεταβολές αυτές δεν οριοθετούν μόνο την γεωπολιτική διάσταση μιας περιοχής, οριοθετούν ταυτόχρονα και τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά, όπως η στρατιωτική ισχύς, η οικονομική κατάσταση, η εθνική ή κοινωνική συνοχή. Δύο λοιπόν είναι οι βασικές συνιστώσες που καθορίζουν την γεωπολιτική σημασία ενός χώρου σε μία συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, η πρώτη το άθροισμα των συνθηκών του διεθνούς περιβάλλοντος, η δεύτερη οι εσωτερικές όπως προαναφέραμε πολιτικές συνθήκες του συγκεκριμένου χώρου. Προφανώς η ρήση ” ιστορία της Κύπρου είναι όμηρος της γεωγραφίας της” ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα.

 

Στα χρόνια της Οθωμανικής κατοχής η Κύπρος φαινόταν να μην έχει ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία.Καθοριστική για την ιστορία του νησιού ήταν η στήριξη της Μεγάλης Βρετανίας στην Τουρκία στη διάρκεια της διάσκεψης του Βερολίνου το 1878.Βασικό αντάλλαγμα για την στήριξη αυτή ήταν η παραχώρηση της διοίκησης της Μεγαλονήσου στους Βρετανούς,καθώς ο Σουλτάνος διατηρούσε τυπικά την επικυριαρχία στην Κύπρο. Το αντίτιμο ήταν ελάχιστο για την πρόσφατα ηττημένη από την Ρωσία Οθωμανική Αυτοκρατορία, άλλωστε με αυτή την κίνηση η υψηλή πύλη προσδοκούσε σε στρατιωτική ενίσχυση σε ενδεχόμενο νέας ανάφλεξης με την Ρωσία, καθώς οι Βρετανοί με βάση την Μεγαλόνησο θα μπορούσαν να επέμβουν άμεσα και αποφασιστικά με στόχο την αναχαίτιση νέας Ρωσικής επιθετικής ενέργειας. Αντίθετα για την Μεγάλη Βρετανία η Κύπρος είχε πολύπλευρη γεωπολιτική σημασία καθώς αποτελούσε ”προκεχωρημένο φυλάκιο” στην προσπάθεια ανάσχεσης της Ρωσικής πολιτικής επέκτασης τόσο στην Μεσόγειο όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής αλλά και για μια άλλη ακόμα σπουδαιότερη πτυχή της Βρετανικής πολιτικής που μέχρι τότε παρέμενε αόρατη. Μόλις τρία χρόνια νωρίτερα Βρετανικές εταιρείες με υπόγεια κρατική στήριξη είχαν αποκτήσει την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ.’Ηταν μια κίνηση όχι μόνο οικονομικής αλλά και γεωπολιτικής σπουδαιότητας αφού προετοίμαζε την κατάληψη της Αιγύπτου(1882).Γίνεται λοιπόν σαφές πως ο έλεγχος τόσο της Κύπρου όσο και της Διώρυγας του Σουέζ αποτελούσαν τμήματα μιας ευρύτερης πολιτικής που στόχο είχε να εξασφαλιστούν ασφαλείς σταθμοί ανεφοδιασμού και υποστήριξης για την βρετανική ναυτική δύναμη (πολεμική και εμπορική) που συνέδεε την Ινδία με την Γηραιά Αλβιόνα. Στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η γεωπολιτική σημασία της Κύπρου αυξήθηκε ακόμα περισσότερο, καθώς μπορεί η Γερμανική παρουσία στην ανατολική μεσόγειο να ήταν ανεπαίσθητη όμως ο βασικότερος της σύμμαχος η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε ισχυρά ερείσματα στην περιοχή. Η προσδοκία διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο μετέπειτα γεωγραφικός κατακερματισμός της διευκόλυνε την με βασικό σταθμό την Κύπρο επέκταση της βρετανικής στον χώρο της Μέσης Ανατολής και άνοιξε τον δρόμο και για την τυπική πλέον κυριαρχία της μεγάλης Βρετανίας στην Μεγαλόνησο.

 

Λίγα χρόνια αργότερα στην διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου η προσοχή της Αγγλίας και συνολικά των συμμάχων που πολεμούσαν τους Γερμανοιταλούς μετατοπίστηκε ελαφρώς δυτικότερα στον άξονα Λιβύης-Μάλτας που ουσιαστικά ήταν το επίκεντρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Λεκάνη της Μεσογείου. Η εξέλιξη αυτή ναι μεν μετέβαλε την γεωστρατηγική αξία του νησιού αλλά δεν την ελάττωσε ούτε κατ’ ελάχιστον καθώς παρέμεινε ζωτικής σημασίας βάση ανεφοδιασμού και υποστήριξης των συμμαχικών δυνάμεων που επιχειρούσαν κάτω από αντίξοες συνθήκες στην περιοχή. Στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου η σχεδόν μηδενική παρουσία του Σοβιετικού παράγοντα και οι ελάχιστες σοβαρές προσπάθειες προέκτασης της Σοβιετικής πολιτικής επιρροής ουδέποτε προκάλεσαν ιδιαίτερες ανησυχίες στους δυτικούς συμμάχους που είχαν στραμμένη την προσοχή τους σε άλλα μέτωπα. Την στιγμή εκείνη επανήλθε στο προσκήνιο η κίνηση των Κυπρίων για απαλλαγή από την Βρετανική κυριαρχία αρχικά, αυτοδιάθεση και ένωση με την μητροπολιτική Ελλάδα στη συνέχεια. Ο επικός αγώνας της ΕΟΚΑ σε συνδυασμό με την πολυδιάστατη ρεαλιστική και απόλυτα επιτυχημένη άσκηση διπλωματίας από το δίδυμο Κωνσταντίνου Καραμανλή-Ευάγγελου Αβέρωφ οδήγησαν στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.Παρόλα αυτά οι βρετανοί επιδίωξαν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν τα στρατιωτικά τους ερείσματα στο νησί. Με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου κατόρθωσαν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στις περιοχές των βάσεων ακρωτηρίου και Δεκέλειας των οποίων η συνολική έκταση φτάνει τα 256 τχλμ. Ταυτόχρονα οι Βρετανοί διατήρησαν προνόμια τόσο στο διεθνές αεροδρόμιο Λευκωσίας όσο και στην υψηλότερη κορυφή του όρους Τρόοδος στην οποία ήταν εγκατεστημένες βάσεις ραντάρ από τις οποίες ήταν και είναι δυνατή η επιτήρηση ολόκληρης της περιοχής της Μέσης Ανατολής.

 

Από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν προφανές πως οι λεπτές ισορροπίες μεταξύ των δύο κοινοτήτων, των τριών εγγυητριών δυνάμεων αλλά και των υπερδυνάμεων της εποχής ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ήταν αδύνατο να διατηρηθούν στο διηνεκές. Ειδικά οι δύο υπερδυνάμεις ενέταξαν την Κύπρο στο πλαίσιο που διαμόρφωσε ο μεταξύ τους ανταγωνισμός και η γενικότερη ψυχροπολεμική πόλωση.Αναλυτικότερα οι Ηνωμένες Πολιτείες ανησυχούσαν για τις συνέπειες που θα είχε στο ΝΑΤΟ η ολοένα κλιμακούμενη ένταση στις σχέσεις ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων που ενδεχομένως να οδηγούσε ακόμα και σε πολεμική αναμέτρηση δύο σημαντικά μέλη της βορειοατλαντικής συμμαχίας την Ελλάδα και την Τουρκία παράλληλα βασική στόχευση των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν να περιέλθει η Κύπρος σε Νατοϊκό έλεγχο καθώς οι αμερικανικές στρατιωτικές και διπλωματικές ηγεσίες αντιμετώπιζαν την μεγαλόνησο ως ένα αβύθιστο αεροπλανοφόρο που δεν είχε υποκατάστατο στην Ανατολική Μεσόγειο.

Στον αντίποδα η Σοβιετική Ένωση λόγω ακριβώς των επιδιώξεων της στην ευρύτερη περιοχή προσπαθούσε με κάθε μέσο να αποτρέψει την πρόσδεση της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και την μετατροπή της σε στρατιωτικό προπύργιο του δυτικού συνασπισμού.

Αναμφίβολα οι δύο Αττίλες του Ιουλίου και του Αυγούστου του 1974 διαμόρφωσαν μία νέα πραγματικότητα στο νησί. Η Κυπριακή Δημοκρατία από την ίδρυση μέχρι και τα τραγικά γεγονότα που οδήγησαν στην παράνομη διχοτόμηση της ήταν μια χώρα περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας της οποίας την ανεξαρτησία εγγυόταν τρία κράτη, ενώ η Τουρκική κοινότητα υπονόμευε τόσο την συνοχή του κράτους όσο και όλες τις προσπάθειες χάραξης ανεξάρτητης εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Όμως παρά τον εδαφικό ακρωτηριασμό της η Κυπριακή Δημοκρατία μετά το 1974 απαλλαγμένη από το βαρίδιο της τουρκικής κοινότητας κατόρθωσε να αυξήσει

θεαματικά το ειδικό της βάρος στη διεθνή κοινότητα και τους διεθνείς οργανισμούς ενώ με ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης πέτυχε ένα σχεδόν ανεπανάληπτο οικονομικό θαύμα.

Είναι προφανές πως η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2001 δημιούργησε ευκαιρίες αύξησης πολιτικής και οικονομικής ισχύος. Παράλληλα η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την δυνατότητα να αξιοποιήσει την Κύπρο ως γέφυρα με τις γειτονικές χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.

Άλλωστε η Μεσόγειος βρίσκεται στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής Διπλωματίας και η Κύπρος έχει την ιστορική ευκαιρία να αξιοποιήσει το γεωπολιτικό της δυναμικό αλλά και πολλά από τα εσωτερικά της χαρακτηριστικά όπως η αναπτυγμένη οικονομία, η Δημοκρατία και η ένταξη της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς για να αυξήσει τα διαπραγματευτικά της όπλα με σκοπό να πετύχει μια δίκαιη επίλυση του Κυπριακού. Η Γεωπολιτική της Κύπρου και η Ελλάδα

Την ώρα που ο ελληνικός πολιτικός κόσμος και ολόκληρος ο ελληνικός λαός έχει στραμμένο το βλέμμα αποκλειστικά στην οικονομία , οι γεωτρήσεις που διεξάγονται στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι εξωφρενικές αντιδράσεις της Άγκυρας που για μια ακόμα φορά παραβιάζει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου επαναφέρουν με τρόπο δραματικό το Κυπριακό στο διεθνές προσκήνιο.

Είναι γεγονός πως η Κύπρος είναι ένα από τα σημαντικότερα γεωστρατηγικά σημεία του πλανήτη με τεράστια γεωπολιτική και ταυτόχρονα γεωοικονομική σημασία λόγω ακριβώς των τεράστιων ποσοτήτων γεωανθράκων που εντοπίστηκαν στον υποθαλάσσιο χώρο της.

 

Η στρατηγική και γεωπολιτική υπεραξία της Κύπρου οφείλεται στο ότι βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το Τσειχάν κεντρικό κόμβο μεταφοράς πετρελαίων της Κασπίας. Όπως και από την μέση ανατολή και τον κρίσιμο άξονα Συρίας-Λιβάνου-Ισραήλ και την υπό Αιγυπτιακό έλεγχο Διώρυγα του Σουέζ. Ειδικά για το Ισραήλ η Κύπρος, ο ελληνισμός ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και την πρόσβαση της Ρωσίας στις ‘’θερμές’’ θάλασσες. Αν συνυπολογίσει κανείς την γεωπολιτική σημασία της Κρήτης και την Βαλκανική διάσταση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής το ελληνικό έθνος έχει την δυνατότητα ελέγχουν του κομβικότερου σημείου της ευρασιατικής ζώνης

.

Αναμφίβολα στην παρούσα ιστορική συγκυρία ο ελληνισμός φαίνεται να είναι ισχυροποιημένος όσο ποτέ άλλοτε καθώς η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία των Ισλαμιστών του Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας απομακρύνει όσο ποτέ άλλοτε την γειτονική χώρα από την Δύση και τους Ευρωατλαντικούς θεσμούς. Αντίθετα για πρώτη ίσως φορά στην μεταπολεμική ιστορία η δύση στην Ευρωπαϊκή (Ευρωπαϊκή Ένωση-γαλλογερμανικός άξονας) αλλά και στην ατλαντικής της διάσταση (Ηνωμένες Πολιτείες-Ισραήλ) φαίνεται να στηρίζει τις ελληνικές θέσεις έναντι του μεσοπολεμικού τύπου Τουρκικού επεκτατισμού.

 

Φαινομενικά τα αποτελέσματα των τραγικών γεγονότων του 1974 οδήγησαν στην παγίωση της εισβολής και της κατοχής στον κυπριακό βορρά για πενήντα ολόκληρα χρόνια και την διαμόρφωση της ουσιαστικής ομηρείας της Κυπριακής Δημοκρατίας που υφίσταται τα ελεύθερα κυπριακά εδάφη με σαφή στρατηγικό στόχο το πέρασμα ολόκληρης της Μεγαλονήσου κάτω από τουρκικό έλεγχο, έστω και αν αυτός θα ήταν βελούδινος μέσω ενός καθεστώτος συγκυριαρχίας.

 

Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

 

Η ακμαία κατάσταση της κυπριακής οικονομίας, οι ισχυρές διοικητικές της δομές, η αύξηση των στρατιωτικών συντελεστών ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ισχυρή διεθνής παρουσία και κυρίως η ένταξη στην Ευρωπαική Ενωση, ο εντοπισμός σημαντικών ενεργειακων κοιτασματων και εσχάτως η στρατηγική συνεργασία με το Ισραήλ και ευρύτερα με τον δυτικό κόσμο, δείχνουν να διαφοροποιούν το περιβάλλον σε σχέση με τα τετελεσμένα του 1974

 

Από το 1974 και μετά ο ελληνισμός χρειάζεται μια μεγάλη ψυχολογική νίκη απέναντι στην Τουρκία, μια νίκη που ουδέποτε αναζήτησε μέχρι σήμερα λόγω εγγενών εσωτερικών και κοινωνικών παθογενειών σε Ελλάδα και Κύπρο, μιας ψυχολογικής νίκης που στις μέρες μας είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε, μια νίκη που θα απομειώσει γεωπολιτικά την Τουρκία και θα δώσει στον ελληνισμό πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή.Σε συνδυασμό μάλιστα με την Ευρωπαϊκή διάσταση τόσο της Ελλάδος όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας θα καταστήσει τα συνιστώντα κράτη του ελληνισμού ρυθμιστές των εξελίξεων στην Μεσόγειο,τα Βαλκάνια την Ανατολική Ευρώπη ακόμα και τον Καύκασο. Η κοινή πορεία λοιπόν Ελλάδος και Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί μονόδρομο και οφείλει να έχει χαρακτήρα στρατηγικής παρέμβασης στην περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής.

Αναμφίβολα κορυφαίοι σταθμοί στην πορεία του Κυπριακού υπήρξαν η εντυπωσιακή καταψήφιση του σχεδίου Ανάν που έθεσε τέλος στις προσπάθειες επίλυσης του διεθνούς ζητήματος με ανασφαλείς και ατελείς τρόπους και η οριοθέτηση της Κυπριακής ΑΟΖ που έδωσε σε ολόκληρο τον κόσμο σαφές μήνυμα επαναδιεκδίκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των δικαίων του ελληνισμού. Αυτός είναι ο λόγος που έχει ιδιαίτερη σημασία για μας τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουμε ότι βρισκόμαστε στο λυκαυγές μιας νέας εποχή που μπορεί να επιφυλάσσει ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες αλλά σίγουρα δημιουργεί και νέα δεδομένα που θα επαναφέρουν τους Έλληνες και τον ελληνισμό στο διεθνές προσκήνιο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.