Διάλογος Οικονομικού Φιλελευθερισμού (Καπιταλισμού) και Κομμουνισμού
Γράφει ο Ιωάννης Δ. Κονομόδης, Ασκούμενος Δικηγόρος
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ή αλλιώς καπιταλισμός, και ο κομμουνισμός είναι δύο έννοιες τόσο κοινές, που τις ακούμε οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Λίγοι, όμως, τις έχουν πλήρως ξεκαθαρισμένες στο μυαλό τους, αφού αυτό απαιτεί αρκετή – τουλάχιστον – μελέτη. Γι’ αυτό το παρόν κείμενο έχει στόχο την όσο γίνεται πιο αντικειμενική διερεύνηση, παρουσίαση και διαχωρισμό των δύο εννοιών.
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, λοιπόν, και ο κομμουνισμός είναι δύο διαφορετικές οικονομικές και ηθικές-πολιτικές θεωρίες. Είναι οικονομικές γιατί προσδιορίζουν τον τρόπο κατανομής των αγαθών και των υπηρεσιών μεταξύ των ανθρώπων. Και είναι ηθικές-πολιτικές γιατί προσδιορίζουν τον ορθό τρόπο κατανομής των αγαθών και των υπηρεσιών μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή τον σωστό τρόπο οργάνωσης της ζωής.
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός θεωρείται η οικονομική ορθοδοξία (η κλασική οικονομική σχολή), ενώ ο κομμουνισμός οικονομική ανορθοδοξία.
Πατέρας του οικονομικού φιλελευθερισμού είναι ο Σκωτσέζος Άνταμ Σμιθ (1723-1790), με κύριο έργο του την «Έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών» (1776). Πατέρας του κομμουνισμού είναι ο Γερμανός Καρλ Μαρξ (1818-1883), με κύριο έργο του το «Κεφάλαιο» (1867 ο πρώτος τόμος, 1885 και 1894 ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος αντιστοίχως, δηλαδή εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του).
Ύψιστη αξιολογική αρχή του οικονομικού φιλελευθερισμού είναι ο σεβασμός των ατομικών οικονομικών δικαιωμάτων. Το κράτος δικαιούται, έτσι, να παρεμβαίνει στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εξαιρετικά, και μόνο για να προστατεύσει τα ατομικά τους οικονομικά δικαιώματα, λ.χ. με την επιδότηση επιχειρήσεων που βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο. Αυτό δικαιολογείται από τους φιλελεύθερους με τη σκέψη ότι οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως ατομικιστές και επομένως η φυσική τους τάση είναι να ανταγωνίζονται στον οικονομικό τομέα ο ένας τον άλλον, ούτως ώστε η παραγωγή μεγαλώνει και η ανάπτυξη επέρχεται μόνο όταν το κίνητρό τους είναι το ατομικό κέρδος. Αντιθέτως, ύψιστη αξιολογική αρχή του κομμουνισμού είναι η αρχή της οικονομικής ισότητας. Το κράτος δικαιούται, έτσι, να παρεμβαίνει πάντα στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, για να διατηρεί με αυτό τον τρόπο τη μεταξύ τους οικονομική ισότητα. Αυτό δικαιολογείται από τους κομμουνιστές με τη σκέψη ότι οι άνθρωποι μπορούν προοδευτικά να γίνουν αλληλέγγυοι ο ένας του άλλου, ούτως ώστε η παραγωγή να μεγαλώνει και η ανάπτυξη να επέρχεται όταν ο καθένας δουλεύει ανάλογα με τις ικανότητές του και με κίνητρο την ικανοποίηση των αναγκών του κοινωνικού συνόλου.
i. Από τις παραπάνω δύο διαφορετικές αρχές των δύο θεωριών απορρέουν και οι επιμέρους διαφορές τους. Έτσι, στον οικονομικό φιλελευθερισμό εφαρμόζεται το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Μια βιομηχανία αυτοκινήτων λ.χ. ανήκει σε έναν βιομήχανο ή σε μια εταιρεία. Αντιθέτως, στον κομμουνισμό εφαρμόζεται το σύστημα της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Όλες οι βιομηχανίες αυτοκινήτων λ.χ. ενός κράτους ανήκουν σε όλο τον πληθυσμό του κράτους και διευθύνονται-διοικούνται και ελέγχονται από αυτόν.
ii. Στον οικονομικό φιλελευθερισμό εφαρμόζεται το σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αφήνονται να εξελίσσονται ελεύθερα. Οι αγορές σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού μπορούν, σύμφωνα με τους φιλελεύθερους, να αυτορρυθμίζονται βάσει της ισορροπίας της προσφοράς και της ζήτησης, ώστε η κοινωνία να ωθείται να παράγει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες υπάρχουν μεγαλύτερες ανάγκες. Αντιθέτως, στον κομμουνισμό εφαρμόζεται το σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας. Το λαϊκό κράτος, δηλαδή, αποφασίζει ποια προϊόντα θα παραχθούν, σε ποιες ποσότητες και πώς θα κατανεμηθούν στον πληθυσμό του. Στόχος του είναι σε κάθε περίπτωση η σύμμετρη ικανοποίηση των αναγκών όλης της κοινωνίας.
iii. Έτσι, στον οικονομικό φιλελευθερισμό υπάρχουν εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, κανονική δηλαδή κυκλοφορία του χρήματος στην αγορά, η οποία προκύπτει από την ανταλλαγή αυτού με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που είναι εκάστοτε αναγκαία/αναγκαίες. Αντιθέτως, στον κομμουνισμό δεν υπάρχουν εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, αλλά ο καθένας «πληρώνεται» σε είδος, εφόσον εργάζεται σύμφωνα με τις ικανότητές του, ανάλογα με τις ανάγκες του.
iv. Συνεπώς, η κοινωνία που εφαρμόζει το σύστημα του οικονομικού φιλελευθερισμού καθίσταται ταξική κοινωνία, αφού οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση από τους εργαζομένους σε αυτά. Δηλαδή οι κεφαλαιοκράτες ή καπιταλιστές έχουν προβάδισμα έναντι των εργαζομένων στις επιχειρήσεις τους. Αντιθέτως, η κοινωνία που εφαρμόζει το σύστημα του κομμουνισμού καθίσταται αταξική κοινωνία, αφού όλοι βρίσκονται στην ίδια θέση, είναι εργαζόμενοι στα μέσα παραγωγής και συγκύριοι των μέσων παραγωγής.
v. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός λειτουργεί, όπως φανερώνει και το όνομά του, σε συνθήκες ελευθερίας, άρα δημοκρατίας. Ο λαός είναι ελεύθερος να επιλέξει κατά τις εκλογές διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Από την άλλη, ο κομμουνισμός λειτουργεί σε συνθήκες επιβολής, άρα έλλειψης δημοκρατίας. Η κομμουνιστική πλειοψηφία επιβάλλεται στην μειοψηφία μέχρι να την αφομοιώσει και να αποκτήσει το σύνολο της κοινωνίας κομμουνιστική συνείδηση, δηλαδή συνείδηση της συμπόρευσης του ατομικού οφέλους με το κοινωνικό.
Τέλος, ως προς την αντιπαράθεση των δύο θεωριών, ο οικονομικός φιλελευθερισμός προσάπτει στον κομμουνισμό κυρίως ότι η φύση του ανθρώπου, που είναι η τάση ανταγωνισμού του με τους συνανθρώπους του, δεν μπορεί να μεταβληθεί, ενώ όταν το κίνητρο των οικονομικών δραστηριοτήτων δεν είναι η αποκόμιση ατομικού κέρδους και υπάρχει η σιγουριά της αιώνια εξασφαλισμένης εργασίας, τότε η παραγωγή οδηγείται στην ακινησία και το βάλτωμα και δεν επέρχεται ανάπτυξη. Του προσάπτει επίσης ότι παραβιάζει τις ατομικές ελευθερίες του λαού. Αντιθέτως, ο κομμουνισμός προσάπτει στον οικονομικό φιλελευθερισμό κυρίως ότι καταλήγει σε μη αποδεκτά αποτελέσματα, στην πλουσιοπάροχη, δηλαδή, αμοιβή της μειοψηφίας των κεφαλαιοκρατών, στην εξαθλίωση και εκμετάλλευση της εργατιάς και της αγροτιάς και τελικά στην κυριαρχία των πρώτων επί των τελευταίων και την αδυναμία εξασφάλισης της κοινωνικής ευημερίας.