Τα φαντάσματα της Μαδρίτης και του Ελσίνκι…

Γράφει ο Θανάσης Κ.

Η δημόσια δήλωση του Κώστα Καραμανλή για τους χειρισμούς στα ελληνοτουρκικά προ 20ετίας προκάλεσε αναταράξεις στην Ελληνική πολιτική σκηνή.

Όπως ακριβώς και η προ διμήνου συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά για τα ελληνοτουρκικά σήμερα…

Τι άλλο κοινό έχουν μεταξύ τους αυτές οι δημόσιες δηλώσεις (πέραν το ότι και οι δύο προκάλεσαν πολιτικές “αναταράξεις”)

Πρώτον, έγιναν και οι δύο από πρώην Πρωθυπουργούς της ΝΔ.

Δεύτερον, συμπίπτουν (αν και αναφέρονται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο) στο (επίκαιρο) συμπέρασμα: ότι η εθνική κυριαρχία δεν μπαίνει ούτε σε διαπραγμάτευση (με την Τουρκία) ούτε σε Διεθνή Διαιτησία.

Τρίτον, διαπιστώνουν επίσης από κοινού, ότι στο παρελθόν επικράτησε προς στιγμήν η επιζήμια άποψη: ότι με οδυνηρές παραχωρήσεις προς την Τουρκία μπορεί να “κατευναστεί” η επιθετική συμπεριφορά της!

Μάλιστα η επιστολή Καραμανλή υπογραμμίζει ότι αυτή η πολιτική επιβλήθηκε επί Σημίτη (1997-99), δεν οδήγησε σε καμία “επιτυχία” (όπως υποστηρίζει ο κ. Σημίτης τώρα) εγκαταλείφθηκε από την Κυβέρνηση Καραμανλή (μετά το 2004) και “ενταφιάστηκε” οριστικά επί κυβέρνησης Σαμαρά, τον Γενάρη του 2015, όταν υπουργός Εξωτερικών ήταν το τότε Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Βενιζέλος!

Ο Κώστας Καραμανλής μιλάει πολύ-πολύ σπάνια, και μόνο με εξαιρετικά λακωνικές δηλώσεις. Σε αντίθεση με τον άλλο πρώην Πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά που τοποθετείται, όταν το κρίνει σκόπιμο, αναλυτικότατα και πάντα επί της ουσίας…

Το γεγονός ότι τώρα ο Κώστας Καραμανλής εξέδωσε αναλυτικότατη απάντηση, αναμφίβολα έχει ενδιαφέρον. Ακόμα  μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ότι επικαλέστηκε τη διακυβέρνηση Σαμαρά για να στηρίξει την άποψή του. Ακόμα επικαλέστηκε και τον Βαγγέλη Βενιζέλο, για να αποδομήσει την παλαιότερη Πολιτική Σημίτη…

Λέγεται πλέον ανοικτά ότι υπάρχουν “δύο σχολές σκέψεις” για τα ελληνοτουρκικά στην Ελλάδα. Το ότι είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους είναι βέβαιο. Το αν είναι και οι δύο “σχολές σκέψης” είναι συζητήσιμο…

Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν “συμπίπτουν” με τους κομματικούς διαχωρισμούς ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (στο παρελθόν). Δεν συμπίπτουν καν με τους (σημερινούς) διαχωρισμούς ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, Ίσως δεν συμπίπτουν ούτε με τους ιδεολογικούς παραταξιακούς διαχωρισμούς Δεξιάς-Αριστεράς (διαχρονικά).

Πάντως αυτή τη στιγμή όπως φαίνεται, Αντώνης Σαμαράς και Κώστας Καραμανλής εκφράζουν τη μία από τις δύο. Την ιστορικά επικρατέστερη…

Ας τα πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή:

Τόσο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (ο πρεσβύτερος), όσο και ο Ανδρέας Παπανδρέου, είχαν υιοθετήσει τη σαφέστατη θέση ότι η Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται ούτε θέτει σε “διαιτησία” την εθνική κυριαρχία της. Ούτε δέχεται να “διαπραγματευθεί” τις οποιεσδήποτε μονομερείς επεκτατικές αξιώσεις της Τουρκίας. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η Άγκυρα τις προωθεί με προκλήσεις και απόπειρες δημιουργίας τετελεσμένων. Όπως λέει και Αντώνης Σαμαράς σήμερα, με “πειρατές” δεν διαπραγματεύεσαι…

Δηλαδή δεν νομιμοποιείς προκλήσεις και τετελεσμένα σε βάρος σου…

Διαπραγματεύεσαι στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου, με όσους σέβονται το Διεθνές Δίκαιο…

Γι’ αυτό και πάγια Ελληνική θέση υπήρξε ως το 1997 (και επανήλθε μετά το 2004), ότι υπάρχει μια μόνο ελληνοτουρκική διαφορά: η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών – και μάλιστα με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Όχι αν τα νησιά μας έχουν υφαλοκρηπίδα. Αλλά “οριοθέτηση”. Δηλαδή, πού είναι τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας από τα ελληνικά παράλια (συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών νησιών) ως τα τουρκικά παράλια. (Στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας προσετέθη αργότερα η ευρύτερη έννοια της ΑΟΖ, που περιλαμβάνει και την υφαλοκρηπίδα).

Αυτή δεν ήταν απλώς “μια σχολή σκέψης”. Αλλά η πάγια πολιτική θέση και του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου, και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

Μετά τα Ίμια, όπως σωστά αναφέρει στην δημόσια δήλωσή του σήμερα ο Κώστας Καραμανλής ο Σημίτης, πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τότε (μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου), επιχείρησε να διαφοροποιήσει αυτή τη πάγια ελληνική θέση. Και ξεκίνησε μια “παρέκκλιση” που προχώρησε με δύο (συν ένα) “βήματα”:

-Με το κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης το 1997 (ένα χρόνο μετά τα Ίμια),

-με την Συμφωνία του Ελσίνκι το 1999

-και με το Σχέδιο Ανάν το 2004…

* Ειδικά το Σχέδιο Ανάν – που ήταν το “επιστέγασμα” της Πολιτικής εκείνης, το  στήριξαν, βέβαια, ο Κώστας Σημίτης και ο Γιώργος Παπανδρέου (αλλά και η Ντόρα Μπακογιάννη από τη ΝΔ τότε), καθώς και όλο το “ακαδημαϊκό κατεστημένο” των ΕΛΙΑΜΕΠ κλπ., αλλά και ο τότε αρχηγός της Κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης στην Κύπρο (και σημερινός Πρόεδρός της) Νίκος Αναστασιάδης.

Όμως το Σχέδιο Ανάν ΔΕΝ το στήριξαν τελικά ο Κώστας Καραμανλής που μόλις είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση (ούτε ο Πέτρος Μολυβιάτης, παλαιότερος συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που το 2004 μόλις είχε αναλάβει υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή), όπως δεν το στήριξε τότε ούτε ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει στη ΝΔ μετά από αρκετά χρόνια “πολιτικής εξορίας”. Ενώ το κατήγγειλε ανοικτά τότε ο Πρόεδρος της Κύπρου τότε, ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος.

Το Σχέδιο Ανάν το απέρριψε τελικά με συντριπτική πλειοψηφία (76% κατά) ο Κυπριακός Ελληνισμός (ενώ σε δημοσκοπήσεις αντίστοιχα απορριπτικά ποσοστά έπαιρνε και στην Ελλάδα…)

Με την χρεοκοπία του Σχεδίου Ανάν η “παρέκκλιση” πήρε τέλος και η Ελλάδα άρχισε να επιστρέφει στην αρχική πάγια θέση της…

Βλέπουμε όμως, το εξής αξιοσημείωτο: ήδη από τότε, η “γραμμή Σημίτη” είχε σημαντική “διείσδυση” στην ευρύτερη ελληνική ελίτ και στην Κεντροδεξιά Ελλάδας και Κύπρου. Ενώ η αντίθεσή με την πολιτική Σημίτη ήταν συντριπτική μέσα στην κοινωνία (και σε Ελλάδα και σε Κύπρο)

Το lebensraum της Τουρκίας…

* Η πρώτη σοβαρά “παρέκκλιση” της Πολιτικής Σημίτη έγινε στη Μαδρλιτη το 1997, όπου η Ελλάδα δέχθηκε να συζητήσει ζητήματα που αποτελούν – μη κατονομαζόμενα “νόμιμα ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα” της Τουρκίας στο Αιγαίο! Ορθώς ο Κ, Καραμανλής σημειώνει ότι αυτό “άλλαξε τη γραμμή” που ως τότε ήταν: “το μόνο ζήτημα που συζητάμε με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα (και ΑΟΖ).

Γενικότερα οι χώρες αποφεύγουν να δεσμεύονται ότι θα συζητήσουν “ζωτικά συμφέροντα” άλλων χωρών (ακόμα και αν, ενίοτε, το κάνουν στην πράξη). Γιατί η έννοια του “ζωτικού συμφέροντος” είναι απολύτως “υποκειμενική”!

“Ζωτικό συμφέρον” για μια χώρα είναι ό,τι η ίδια πιστεύει ότι είναι. Για την ακρίβεια ό,τι η ίδια μπορεί να επιβάλλει (δια της ισχύος της) στις άλλες! Γι’ αυτό θεωρείται απομεινάρι της εποχή του Μεσοπολέμου, όταν η Ναζιστική Γερμανία επικαλούνταν πιεστικά το “ζωτικό χώρο” (lebenrsraum) που είχε ανάγκη (κυρίως στη “Μεσευρώπη”) για να επιβάλλει το διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας (1938).

Μετά το 1945 και την συντριβή του Ναζισμού, ωστόσο, τα Ηνωμένα Έθνη  διακηρύσσουν ότι η νέα διεθνής τάξη θα στηρίζεται πλέον στο Διεθνές Δίκαιο! Το οποίο έχει (υποτίθεται) αντικειμενικούς κανόνες που ισχύουν για όλους και (οφείλουν να) δεσμεύουν όλους! Όχι σε “ζωτικά συμφέροντα” που μπορεί να επικαλείται και να επιβάλλει κάθε κράτος στους γείτονές του…

Και ποιά ήταν ακριβώς τα “ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα” της Τουρκίας που δεχθήκαμε να συζητήσουμε το 1997;

Στην πράξη ήταν το “γκριζάρισμα” μεγάλου μέρους του Αιγαίου που είχε ήδη αρχίσει να επιβάλει η Τουρκία μετά τα Ίμια – και η έμμεση “παραίτηση” από το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο μετά το casus belli που είχε διακηρύξει το Τουρκικό Κοινοβούλιο το 1995…

Να σημειωθεί ότι και το Τουρκικό casus belli ήταν επίσης “παράνομο”! Ή, εν πάση περιπτώσει, κατάφωρα αντίθετο προς τον ίδιο τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, όπου στο άρθρο 2 παράγραφος 4 απορρίπτεται κατηγορητικά η απειλή χρήσης βίας (δηλαδή casus belli)…

Στη Μαδρίτη εμφανιστήκαμε να “νομιμοποιούμε” έμμεσα και το casus belli και το γκριζάρισμα του Αιγαίου

Πέρα από ανατροπή της πάγιας ως τότε Ελληνικής θέση, η απόφαση της Μαδρίτης του 1997 ήταν ακόμα και σοβαρή “παρέκκλιση” από τη διεθνοπολιτική τάξη που ίσχυε μεταπολεμικά (τουλάχιστον στα χαρτιά).

Κι όλα αυτά τότε χωρίς κανένα “αντάλλαγμα”

Μια ΜΗ δεσμευτική “δέσμευση” και στο βάθος… Σχέδιο Ανάν!

* Το επόμενο βήμα έγινε στο Ελσίνκι δύο χρόνια αργότερα, το 1999…

Υιοθετήθηκε τότε η θέση ότι Ελλάδα και Τουρκία “δεσμεύονταν” να συζητήσουν τις “εδαφικές και άλλες συναφείς διαφορές” τους, ως το 2004. Κι αν δεν έβρισκαν λύση μεταξύ τους, θα παραπέμπονταν οι διαφορές αυτές σε διεθνή Διαιτησία!

Ειδ’ αλλιώς θα προσφεύγαμε σε Διεθνές Δικαστήριο για να μας λύσει εκείνο της “διαφορές” μας. Πράγμα που μπορούσε να σημαίνει (κι έτσι πράγματι,. ερμηνεύθηκε από κάποιους τότε), ότι θα δεχόμασταν τη δικαιοδοσία της διεθνούς διαιτησίας για όσα ζητήματα έθετε η Τουρκία, δηλαδή ΚΑΙ για ζητήματα εθνικής κυριαρχίας (πέραν από την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ).

Βέβαια αυτή η απόφαση-υπόδειξη της ΕΕ προς Ελλάδα και Τουρκία, ΔΕΝ ήταν “δεσμευτική” για τις δύο χώρες: Δηλαδή ΔΕΝ συνιστούσε “δέσμευση” ούτε της Ελλάδας ούτε της Τουρκίας. Ούτε δέσμευση αποδοχής του Διεθνούς Δικαίου (από την πλευρά της Τουρκίας) ούτε δέσμευση αποδοχής δικαιοδοσίας πάνω σε ζητήματα εθνικής κυριαρχία (από πλευράς Ελλάδος).

“Διαφοροποιούσε” όμως, προηγούμενη πάγια ελληνική θέση

Η παραχώρηση αυτή ήλθε τότε με κάποιο “αντάλλαγμα”: Την προοπτική ένταξης της Κύπρου ως πλήρες μέλος της ΕΕ ως το 2004. Αλλά και την προοπτική να πάρει και η Τουρκία καθεστώς υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ, ως το 2004 (ένταξη, ωστόσο, που θα πραγματοποιούνταν πολύ αργότερα).

Οπωσδήποτε δεν ήταν πια “απαραίτητη προϋπόθεση” να λυθεί το Κυπριακό για να μπει η Κύπρος στην ΕΕ πέντε χρόνια αργότερα (κι αυτό ήταν κέρδος). Αλλά η Ελλάδα “υποσχόταν” ατύπως να στηρίξει το Σχέδιο λύσης του Κυπριακού που ετοίμαζε τότε ο ΟΗΕ με ενεργό ανάμιξη του ΓΓ του Κόφι Ανάν.

(Γι’ αυτό και όταν δεν συνέβη αυτό, διάφοροι ευρωπαίοι αξιωματούχοι έβγαιναν κι έλεγαν: Μας κοροϊδέψατε…)

Όταν εμφανίστηκε το Σχέδιο Ανάν αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο περί πολιτειακού εκτρώματος. Που καθιστούσε την Κύπρο προτεκτοράτο της Τουρκίας – η οποία θα έλεγχε απολύτως το βόρειο τμήμα του νησιού και θα επηρέαζε αποφασιστικά το νότιο, αλλά και την συνολική εκπροσώπησή του προς τα έξω.

Ζητούσαν ουσιαστικά πλήρη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής με ελληνική υπογραφή – των ίδιων τετελεσμένων που βάσει των αποφάσεων του ΟΗΕ ήταν απολύτως “παράνομα”!

Καθιστούσαν την Κύπρο “ακυβέρνητη” πολιτεία, όπου η μειοψηφία θα ήταν θεσμικά ισότιμη με την πλειοψηφία – και όπου το βέτο των Τουρκοκυπρίων θα μπορούσαν να το ξεπεράσουν τρείς “εξωχώριοι” διορισμένοι δικαστές, οι οποίοι δεν θα εκλέγονταν ούτε θα λογοδοτούσαν στο λαό της Κύπρου!

Ζητούσαν να καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία αμέσως με αντάλλαγμα να αποσυρθούν τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής σε βάθος άνω της δεκαπενταετίας!

Ήταν προφανές πια σε όλους, ότι δημιουργούσαν την “ωρολογιακή βόμβα” της επόμενης Κυπριακής κρίσης! Που θα προέκυπτε με βεβαιότητα από τις θεσμικές ακαμψίες και τα κυβερνητικά αδιέξοδο του πολιτειακού εκτρώματος που επιχειρούσαν να επιβάλλουν.   

Οι Τουρκοκύπριοι το ενέκριναν με καθαρή πλειοψηφία, αλλά οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν συντριπτικά. Το Σχέδιο Ανάν ναυάγησε! Και – παρά τις απειλές περί του αντιθέτου – η Κύπρος έγινε πλήρες μέλος της ΕΕ χωρίς να… αυτοκαταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία.

Η Κύπρος μπήκε στην ΕΕ όχι ακριβώς ως “συνέπεια” της Συμφωνίας του Ελσίνκι. Αλλά ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ΔΕΝ εφαρμόστηκε στην πράξη η Συμφωνία του Ελσίνκι.

Το μόνο “καλό” που προκάλεσε το “Ελσίνκι” – η ένταξη της Κύπρου – ήταν ότι μπήκε η Κύπρος, χωρίς να έχει λυθεί το Κυπριακό, επειδή δηλαδή δεν εφαρμόστηκε ο “οδικός Χάρτης” που είχε συμφωνηθεί στο Ελσίνκι.

Μια επικίνδυνη “παρέκκλισης” στηριγμένη σε Αυταπάτες!

Ο συνολικός εκτροχιασμός της πολιτικής που συμφωνήθηκε το 1999 στο Ελσίνκι προέκυψε για πολλούς λόγους:

–Με πρώτο διότι ήταν μια μη βιώσιμη και μη εφαρμόσιμη πολιτική. Μη δεσμευτική ουσιαστικά για κανένα…

–Δεύτερον, διότι στο μεταξύ άλλαξαν οι πολιτικοί συσχετισμοί παντού:

Στην Τουρκία έγινε στο μεταξύ μεταπολίτευση, εκλέχθηκε ο – “εξωσυστημικός” τότε – Ερντογάν, (στον οποίο τον πρώτο χρόνο δεν του επιτράπηκε από Κεμαλικό κατεστημένο να κυβερνήσει!). Κι όταν ανέλαβε τελικά ο Ερντογάν έστρεψε την προσοχή του σε εσωτερικές προτεραιότητες – “υπαρξιακού” χαρακτήρα για το νέο καθεστώς που προσπαθούσε να εμπεδώσει – αποφεύγοντας τις εξωτερικές τριβές για μια δεκαετία περίπου.

–Ταυτόχρονα, όμως άλλαξε η κυβέρνηση και στην Ελλάδα (εκλέχθηκε η ΝΔ) και στην Κύπρο (εκλέχθηκε Πρόεδρος ο Τάσσος Παπαδόπουλος). ενώ τα επόμενα τρία χρόνια έγιναν μεγάλες κυβερνητικές αλλαγές και στη Γερμανία (εκλέχθηκε η Μέρκελ, η οποία απέκλειε εξ αρχής πλήρη ένταξή των Τουρκίας στην ΕΕ) και στη Γαλλία και στη Βρετανία.

Από το 1999 ως το 2004 η Ευρωπαϊκή ελίτ πίστευε ότι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα μπορούσε να “τιθασεύσει” την Άγκυρα!

Αυτό αποδείχθηκε η μεγαλύτερη αυταπάτη! Πολύ σύντομα εκλέχθηκαν ηγεσίες στην Ευρώπη που δεν το πίστευαν πλέον. Και προσανατολίζονταν σε “ειδική σχέση” με την Τουρκία.

Σήμερα ουδείς πιστεύει πια ότι η Ευρώπη μπορεί να τιθασεύσει την Τουρκία!

Η Πολιτική του Ελσίνκι στηριζόταν σε μια ψευδαίσθηση που εγκαταλείφθηκε στην πορεία.

Ευτυχώς εγκαταλείφθηκε εγκαίρως από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή

Και ενταφιάστηκε οριστικά επί κυβέρνησης Σαμαρά: και τον Ιούλιο του 2012 (όταν αποκρούστηκε η προσπάθεια της Τουρκίας να δώσει ελληνικά οικόπεδα της ΑΟΖ σε εκμετάλλευση) και τον Φεβρουάριο του 2013, όταν το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών διακήρυξε στα Ηνωμένα Έθνη την πρόθεσή του να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα σε ΑΟΖ και τον Ιανουάριο του 2015, επί υπουργίας Βενιζέλου πλέον, όταν διακηρύχθηκε ρητά ότι η Ελλάδα δεν δέχεται τη διαιτησία του Δικαστηρίου της Χάγης για ζητήματα εθνικής κυριαρχίας.

Τώρα κάποιοι – έξω από την Ελλάδα, αλλά και εντός – ετοιμάζουν, όπως φαίνεται, επιστροφή στην “παρέκκλιση” του Ελσίνκι. Σε συνθήκες όπου η ίδια η Πρόεδρος της Κομισιόν δεν μπορεί  να βρει …καρέκλα να κάτσει σε επίσημη συνάντησή της με τον Ερντογάν!

Προφανώς κάτι τέτοιο ΔΕΝ πρόκειται να συμβεί! Δεν μπορεί να συμβεί, υπάρχουν πια πολλοί εκτός Ελλάδος που δεν το θέλουν – και πάντως δεν συμφέρει την Ελλάδα. Και δεν θα το επιτρέψουν οι Έλληνες…

ΥΓ.1 Δεν μιλάμε λοιπόν, απλώς για “δύο σχολές σκέψης”. Μιλάμε για μια θέση που είναι πάγια και μια “παρέκκλιση” που πήγε να επιβληθεί κάποια στιγμή, απέτυχε τότε και δεν μπορεί να επανέλθει σήμερα.

ΥΓ.2 Το γεγονός ότι ήταν λάθος η Πολιτική Μαδρίτης-Ελσίνκι δεν σημαίνει ότι η απόρριψη της αρκεί. Προφανώς δεν αρκεί! Χρειάζεται πολιτική Ανάσχεσης-Αποτροπής του τουρκικού αναθεωρητισμού συνολικά. Πράγμα που είναι πολύ πιο εφικτό σήμερα, στο τωρινό γεωπολιτικό περιβάλλον, απ’ ό,τι ήταν τότε.

Η πάγια πολιτική θέση της Ελλάδας πρέπει να συμπληρωθεί! Όχι να την καταργήσουμε, προσχωρώντας ξανά σε ένα λάθος, που τότε αποδείχθηκε επικίνδυνο και σήμερα είναι πια εντελώς εκτός τόπου και χρόνου..

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.