Πώς να πείσουν τον κόσμο ότι έχουν αλλάξει;
Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)
Το ότι ο φόβος είναι ένα φυσικό και φυσιολογικό συναίσθημα που κατακλύζει περιοδικά σαν μαύρο σύννεφο τη ζωή μας περιορίζοντας τη λογική και την ελευθερία μας, δεν το αμφισβητεί κανείς. Όπως δεν αμφισβητεί κανείς ότι η αδυναμία διαχείρισής του μας οδηγεί σε περιορισμούς που έχουν να κάνουν με την απουσία γενναιότητας και υπευθυνότητας, αλλά και με την μη αξιοποίηση των ικανοτήτων μας οι οποίες μας βοηθούν να προχωράμε μπροστά.
Με τα δεδομένα αυτά στόχος μας πρέπει να είναι όχι να ακυρώσουμε κάθε πιθανότητα φόβου (γιατί αυτό είναι φύσει αδύνατο) ούτε να πάμε στο άλλο άκρο της άγνοιας του κινδύνου και των ριψοκίνδυνων ενεργειών, αλλά να αξιολογούμε τον φόβο μας και να προχωράμε σε όσα θέλουμε να κάνουμε χωρίς να δεσμευόμαστε απ’ αυτόν στη λήψη των αποφάσεών μας.
Στην πολιτική, η γενναιότητα αντιμετώπισης του φόβου μεθερμηνεύεται ως ανάληψη ευθυνών και συνεπάγεται την ικανότητα ενός πολιτικού ηγέτη να διαχειρίζεται τους φόβους του και να τιθασεύει τις φοβικές παρορμήσεις του μπροστά στο συμφέρον του κράτους και του λαού του.
”Η ιστορία γράφεται μέσα απ’ τη διαχείριση των φόβων”, λένε, κι αυτό – ειδικά στην περίπτωση των πολιτικών – συνεπάγεται ανάληψη ευθυνών και γενναίες αποφάσεις στα δύσκολα, για διατήρηση του “συμβολαίου” τιμής και ανταπόδοσης εμπιστοσύνης με την κοινωνία.
Το “Αγάπα την ευθύνη” του Καζαντζάκη καλείται σήμερα να κάνει πράξη σύμπας ο πολιτικός κόσμος της χώρας με προεξάρχουσα την κυβέρνηση, την επόμενη μέρα της πανδημίας. Τότε θα αποκαλυφθεί το εύρος της επιτυχούς αντιμετώπισής της με βάση των αριθμό των ανθρωπίνων απωλειών και το μέγεθος υποχώρησης των δεικτών της Οικονομίας, η οποία θα χρειαστεί συντονισμένη με την Ευρώπη προσπάθεια για την αναστήλωση των οικονομικών ερειπίων…
Μια αναστήλωση που δε θα είναι έργο μόνο μιας κυβέρνησης και ενός κόμματος, του κόμματος που την έφερε στην εξουσία, αλλά όλου του πολιτικού δυναμικού της χώρας επί μακρόν, αφού οι “μαύρες τρύπες” της Οικονομίας θα μετακυλίονται με επισωρευμένα τα ελλείμματά της…
Ωστόσο η προοπτική να αντιμετωπισθούν όλα αυτά επ’ ωφελεία του κράτους και της κοινωνίας δεν είναι προς το παρόν ευδιάκριτη. Κι αυτό γιατί οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι δε δίνουν τα εχέγγυα της συσπείρωσης ενόψει της κρισιμότητας της κατάστασης και των νέων οικονομικών και κοινωνικών περιπετειών που διαφαίνονται στον ορίζοντα για τη χώρα.
Το ευτύχημα βέβαια είναι ότι η παρούσα κυβέρνηση έδωσε ήδη τα διαπιστευτήρια της σοβαρότητας κι αποτελεσματικότητάς της τόσο στο εθνικά κρίσιμο πρώτο 15/νθήμερο των τουρκικών προκλήσεων στον Έβρο όσο και στο δεύτερο της επέλασης και επιτυχούς αναχαίτισης του κορονοϊού (προς ώρας τουλάχιστον).
Όμως το πρόβλημα είναι ότι δεν αρκεί η δική της προσπάθεια για να αντιμετωπισθούν τα βαριά παρεπόμενα της ολέθριας πανδημίας στην Εθνική Οικονομία, η οποία αναμένεται να γνωρίσει πολλαπλάσια ύφεση από εκείνην του 2008 που μας οδήγησε στην επώδυνη οκταετία των μνημονίων, ακόμα κι αν σταματήσει εδώ η απώλεια ανθρωπίνων ζωών.
Δεν αρκεί μόνο η προσπάθεια της κυβέρνησης, αλλά απαιτείται και η συνδρομή της αντιπολίτευσης – κυρίως της Αξιωματικής – μπροστά στα υπαρξιακά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε όλοι.
Αλλά ποια εχέγγυα μπορεί να μας δώσει, αλήθεια, ο π. πρωθυπουργός και νυν αρχηγός της μείζονος αντιπολίτευσης, όταν προτείνει σαν λύση για την ανασυγκρότηση της χώρας και την πρόληψή της απ’ την οικονομική καταστροφή το αλήστου μνήμης “πρόγραμμα Θεσσαλονίκης” (“Δαπανήστε τώρα”, “να ανοίξουν οι τραπεζίτες τις κάνουλες” ;
Ποια εχέγγυα μπορεί να μας δώσει η επανάληψη της λαϊκίστικης πολιτικής του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τσίπρα, που πολλαπλασίασε τα δεινά στην Οικονομία όταν πήγε να το εφαρμόσει, αντί να τα λύσει;
– Είμαι εδώ για να ακούσω κάθε σοβαρή κριτική, κάθε χρήσιμη πρόταση. Δεν είναι, όμως ώρα για κοντόφθαλμη αντιπολίτευση ούτε πολύ περισσότερο για χυδαίες διχαστικές επιθέσεις…, ήταν η απάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στις προκλήσεις του προκατόχου του, κατά τη συζήτηση στη Βουλή (2/4/20) με θέμα τα προληπτικά μέτρα προστασίας απ’ την πανδημία.
Είναι φανερό πως τα λόγια και οι κινήσεις του πρωθυπουργού πέρασαν εδώ και καιρό σε άλλο επίπεδο κι αυτό είναι ελπιδοφόρο, μόνο που δεν είναι αρκετό γιατί σε μια δημοκρατία παίζει μεγάλο ρόλο η συλλογικότητα και στον διαμοιρασμό των ευθυνών των πολιτικών κομμάτων.
Γι’ αυτό και η απονεύρωση της κριτικής της αντιπολίτευσης δεν είναι ο στόχος του πρωθυπουργού. Αντίθετα στόχος του είναι η υπέρβαση των κομματικών διαφορών, ώστε από κοινού με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, να αντιμετωπίσει η Ελλάδα αποτελεσματικότερα τις επιπτώσεις του κορονοϊού και τα παρεπόμενα της οικονομικής και κοινωνικής απορρύθμισής της.
Φευ!.. Στην έμμεση έκκληση του Κυριάκου Μητσοτάκη για ενότητα ενόψει των κρίσιμων στιγμών που περνά η πατρίδα και η κοινωνία της, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ απαντούν με ρητορική μίσους που επιβεβαιώνει την υπαρξιακή αγωνία τους για το πολιτικό μέλλον των ίδιων και του κόμματός τους.
Απαντούν και αυτοαποκαλύπτονται στον λαό για το απροσμέτρητο βάθος της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού τους, που τους οδηγεί στο σημείο να προσδοκούν την αύξηση των θυμάτων της πανδημίας στη χώρα μας, για να… ισοφαρίσουν τις δικές τους ευθύνες ανικανότητας για την εκατόμβη στο Μάτι!!!..
“Προσδοκούν έναν μακάβριο λογαριασμό για τη χώρα”, για να… λογαριαστούν μετά με την ΝΔ ξέροντας πως δε συγκρίνεται κανείς μαζί τους σε προπαγάνδα και χυδαιότητα!!!.. Αλλά που χάθηκε η ντροπή, για να τη βρουν οι εμπαθείς του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι έχουν Πολ(λ)άκη(ι)ς διακριθεί όχι για τη φιλοπατρία τους, αλλά για τον φανατικό κομματικό πατριωτισμό τους;
Πού χάθηκε η ντροπή για να τη βρουν αυτοί τώρα που έχουν απογυμνωθεί ιδεολογικά και κοινωνικά; Πώς να πείσουν τον κόσμο ότι έχουν αλλάξει και είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν ουσιαστικά στην έκκληση του πρωθυπουργού για συνέργεια απέναντι στον ανθρωποκτόνο ιό;
Πώς να πείσουν και τους ψηφοφόρους τους ακόμα, όταν αποδεικνύουν με τα λόγια και τις πράξεις τους ότι δεν έχουν ξεχάσει τις παλιές κακές τους συνήθειες, όπως αυτές της λάσπης στον ανεμιστήρα και της δηλητηριώδους κριτικής κατά των πολιτικών αντιπάλων τους στην πιο κρίσιμη χρονική καμπή της Ελλάδας;