Ο ρόλος των Περιφερειών στην Οικονομία της Γνώσης
Του Δημήτρη Κουρέτα
Η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης ακολουθεί τους ρυθμούς του περάσματος από την γεωργική στην βιομηχανική κοινωνία. Στη χώρα μας παραπονούμαστε ότι δεν πουλιούνται τα προϊόντα μας, αλλά οι απαντήσεις βρίσκονται συνήθως στην νοσταλγία της βαριάς βιομηχανίας του Μποδοσάκη, στις μονοκαλλιέργειες και στα συνθήματα «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά» , στον τουρισμό τον φθηνό. Η ρητορική συνήθως βρίσκεται στο δίλημμα «κράτος ή αγορά» όταν τα ζητήματα έχουν μεγαλύτερο βάθος και απαιτούν μεγάλη διανοητική παραγωγή από την χρόνια διανοητική οκνηρία που είχαμε. Η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης είχε ρητορικού τύπου πολιτικές αναφορές κυρίως στην πληροφορική και βασικά στην πληροφόρηση. Λες και το σημαντικό είναι να κατέχεις βιβλία η πληροφορία. Δεν είναι συνώνυμο της γνώσης. Αυτή η κυρίαρχη δογματική και επιφανειακή αντίληψη οδήγησε σε μια μεγάλη ανωμαλία. Γιατί η καταστροφή των κληρονομημένων γνώσεων μιας παραγωγικής βάσης είναι ανωμαλία. Και αυτό γιατί έχουμε έναν αποπροσανατολισμό. Ποτέ δεν ξεκαθαρίσαμε τι ακριβώς γνώση χρειαζόμαστε στην εποχή της οικονομίας της γνώσης. Τα πανεπιστήμια και οι γνώσεις που δίδουν ήταν και είναι σε δυσαρμονία με την οικονομική εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών.
Η πλειοψηφία των Ελληνικών επιχειρήσεων, όπως και αυτές του υπαρκτού σοσιαλισμού, παραμένουν στον υλικό μετασχηματισμό των πρώτων υλών. Είναι εμφανές ότι ενώ στην πρωτογενή παραγωγή η χώρα μας έχει συγκρίσιμο μέγεθος με την Νέα Ζηλανδία ( ΝΖ) , υστερούμε κατά πολύ σε ανάπτυξη της εξαγωγικής αγροδιατροφικής βιομηχανίας (agribusiness) και, κατά συνέπεια, σε εξαγωγές. Ενώ η ΝΖ παράγει, πρωτογενώς, αγροτικά προϊόντα αξίας $6,7 δις φθάνει να εξάγει αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα αξίας $20,1 δις, ήτοι, το τριπλάσιο της αξίας της πρωτογενούς παραγωγής της. Αντίθετα, η χώρα μας με πρωτογενή αγροτική παραγωγή αξίας $7 δις δεν εξάγει παρά αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα αξίας μόλις $6 δις. Παρά, λοιπόν, την φήμη της οικονομίας της χώρας ως έντονα αγροτικής μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ, οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων και των προϊόντων της μεταποιητικής βιομηχανίας αυτών δεν υπερβαίνουν το 26% των συνολικών εξαγωγών, ενώ στην ΝΖ υπερβαίνουν το 50%. Η Ελλάδα δεν υστερεί σε φυσικό πλούτο, το αντίθετο μάλιστα. Η επικέντρωση στο καλό κλίμα και τον ήλιο, που φυσικά αποτελούν αδιαμφισβήτητες πηγές πλούτου, δίνει πολλές φορές την λανθασμένη εντύπωση της κατά τα άλλα φτωχής χώρας με μη παραγωγικά εδάφη. Εκτός του πλουσίου υπεδάφους (Βωξίτης, Μπεντονίτης, Γύψος, Καολίνης, Λιγνίτης, Μάρμαρο, Περλίτης, Θηραϊκή γη, Ελαφρόπετρα, για να μην αναφερθούμε στον χρυσό και στα πρόσφατα στοιχεία για εκτεταμένη παρουσία υδρογονανθράκων), το έδαφος της χώρας είναι κατά πολύ γονιμότερο από τα περισσότερα όξινα εδάφη της κεντρικής και βορείου Ευρώπης χάρη στα ασβεστολιθικά πετρώματα, με βροχοπτώσεις λίαν ικανοποιητικές.
Η πώληση ενός προϊόντος εξαρτάται από την πολιτισμική ανάδειξη του και μετάφραση του σε προϊόν. Οι καταναλωτές αγοράζουν νοήματα, σύμβολα, αισθητικές μορφές, πολιτισμό και όχι μόνο υλικά αγαθά. Η αξία του ελαιολάδου δεν περιλαμβάνει μόνο αυτή του μετασχηματισμού της καρπού της ελιάς σε λάδι αλλά και όλα τα νοήματα και τα όνειρα των ανθρώπων της αρχαίας Ελλάδας που μετασχημάτισαν την ελιά σε διατροφικό προϊόν και σύμβολο και νόημα μια κοινωνίας. Εδώ θα έπρεπε να μπαίνει ένα σύγχρονο Πανεπιστήμιο και να παρέμβει με ένα σύστημα συλλογικής εξυπνάδας που δημιουργεί νοήματα που εκφράζει τον μύθο ενός αγροτικού προϊόντος. Η αξία του κιλού του ελαιολάδου είναι 2 ευρώ και πουλιέται 3-3.5 από τον παραγωγό ενώ θα έπρεπε το πολιτισμικό κεφάλαιο να έχει φροντίσει στην αρχική επινόηση του ελαιολάδου και την πώληση τελικά σε 10 ευρώ από τον παραγωγό. Αυτό το τεράστιο πολιτισμικό κεφάλαιο της Ελλάδος όμως το εκμεταλλεύεται στο ελαιόλαδο ο Ισπανός, ο Ιταλός, ο Γάλλος, ο Γερμανός.
Μια σωστά δομημένη περιφερειακή οργάνωση σε πολιτικό επίπεδο θα μπορούσε να έχει λύσει πολλά από αυτά τα ζητήματα. Δυστυχώς όμως ακόμη και σήμερα το αίτημα της αποκέντρωσης, καθόρισε καταλυτικά την κομματική γεωγραφία και η όποια επίκληση περιφερειακής πολιτικής είναι ένα καταφύγιο για την ανάκτηση της πολιτικής νομιμοποίησης των κομμάτων και της αξιοπιστίας τους. Θα μπορέσουν οι περιφέρειες της χώρας με τα τοπικά Πανεπιστήμια να παίξουν ρόλο σε αυτό το ζήτημα; Μια μεγάλη πρόκληση για την χώρα την επόμενη περίοδο 2021-2027 που τώρα συζητιέται σε όλες τις περιφέρειες. Μια αλλαγή για να επιτευχθεί και για έχει συνέχεια πρέπει πρώτα να κυοφορηθεί στο επίπεδο των ιδεών στους πολίτες και στην κοινωνία. Δεν αρκεί ένας νόμος. Νόμους έχουμε πολλούς αλλά καμία σοβαρή αλλαγή και μεταρρύθμιση εδώ και δεκαετίες. Τις αλλαγές τις κάνουν οι άνθρωποι με παιδεία. Καιρός να ζήσουμε την πατρίδα μας όχι ως μητριά αλλά ως μάνα.
Ο Δημήτρης Κουρέτας είναι Καθηγητής στο Τμήμα Βιοχημείας-Βιοτεχνολογίας και πρώην Αναπληρωτής Πρύτανης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας