Η απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη στη «δίνη» των δικαστικών καθυστερήσεων
Της Ιωάννας Καλαντζάκου- Τσατσαρώνη *
Η αύξηση των επιτυχημένων ρυθμίσεων οφειλών μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού κατά 81% το 2024 σε σύγκριση με το 2023 επιβεβαιώνει ότι οι νομοθετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης στη λειτουργία του μηχανισμού είχαν σημαντικό βελτιωτικό αποτέλεσμα. Η εικόνα, όμως, είναι εντελώς διαφορετική σε ό,τι αφορά την εκδίκαση των αιτήσεων πτώχευσης μικρού αντικειμένου, όπου οι μεγάλες καθυστερήσεις κινδυνεύουν να ματαιώσουν τον σκοπό του νόμου που είναι η παροχή της λεγόμενης «δεύτερης ευκαιρίας» σε χιλιάδες υπερχρεωμένους οφειλέτες.
Πράγματι, ο εξωδικαστικός μηχανισμός δεν μπορεί να καλύψει το σύνολο των υπερχρεωμένων πολιτών και επιχειρήσεων. Σε χιλιάδες περιπτώσεις τα εισοδήματα και η περιουσία των οφειλετών δεν επαρκούν να εξυπηρετήσουν μια εύλογη ρύθμιση, ενώ ειδικά για τους οφειλέτες που δεν έχουν περιουσία η ρύθμιση μέσω του εξωδικαστικού, ακόμη και αν είναι εφικτή (πράγμα σπάνιο), ενδέχεται να είναι ασύμφορη.
Για αυτές τις κατηγορίες υπερχρεωμένων η διαθέσιμη λύση να απαλλαγούν από τα χρέη τους και να αποκτήσουν μια «δεύτερη ευκαιρία» οικονομικής δραστηριοποίησης είναι η πτωχευτική διαδικασία, που αναμορφώθηκε με τον ίδιο νόμο του εξωδικαστικού, τον ν.4738/2020. Με τον νόμο αυτό η χώρα μας προσάρμοσε τη νομοθεσία της στις Οδηγίες της Ε.Ε. με στόχο να απαλλάσσεται όποιος πτωχεύει, εφόσον είναι καλόπιστος και συνεργάσιμος, μετά από τρία χρόνια από την κήρυξη της πτώχευσής του – ή και μετά από ένα χρόνο, αν έχει περιουσία αξίας πάνω από εκατό χιλιάδες ευρώ και ίση με 10% και πλέον των οφειλών του. Με την πτώχευση ο οφειλέτης χάνει την περιουσία που έχει κατά τον χρόνο της πτώχευσης υπέρ των πιστωτών του. Αποκτά όμως τη δυνατότητα να εργαστεί ελεύθερα στο μέλλον, να απαλλαγεί από το υπόλοιπο των παλαιών χρεών του και να αποκτήσει νέα περιουσία από τα μεταπτωχευτικά του εισοδήματα.
Η απαλλαγή αυτή έχει –και σωστά- κριθεί από την Ε.Ε. και από τον Έλληνα νομοθέτη ως δίκαιη αλλά και κοινωνικά χρήσιμη. Δίκαιη γιατί οι συμπολίτες μας που ατύχησαν οικονομικά (και μάλιστα λόγω της κρίσης που πέρασε η χώρα μας) δεν πρέπει να μένουν για πάντα «όμηροι» των χρεών του παρελθόντος. Κοινωνικά χρήσιμη, γιατί με τη δεύτερη ευκαιρία επανέρχεται στην επίσημη οικονομική δραστηριότητα πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, που διαφορετικά θα αδρανούσε ή θα απασχολούνταν σε αδήλωτες, ανεπίσημες δραστηριότητες.
Ακριβώς λόγω της σημασίας του θεσμού της δεύτερης ευκαιρίας, ο ν. 4738/2020 θεσμοθέτησε την κήρυξη της πτώχευσης σε πολύ σύντομο χρόνο (ιδίως στις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου, όπου υπάγονται οι περισσότεροι υπερχρεωμένοι) και δη σε 2-3 μήνες από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, ώστε αναλόγως σύντομα να αρχίζει και η τριετής ή ετήσια προθεσμία για την επέλευση της απαλλαγής.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα η πραγματικότητα των δικαστικών καθυστερήσεων έχει διαψεύσει τον στόχο της ταχείας εκδίκασης, το δε πρόβλημα έχει επιδεινωθεί περαιτέρω με την ενοποίηση Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων. Ειδικά στην Αθήνα, όπου στο Ειρηνοδικείο Αθηνών είχε υποβληθεί μεγάλος αριθμός αιτήσεων, με συνέπεια μεγάλες καθυστερήσεις, η ενοποίηση του Ειρηνοδικείου με το Πρωτοδικείο αύξησε τον φόρτο, καθώς για περισσότερες από δύο χιλιάδες αιτήσεις που εκκρεμούν στο Πρωτοδικείο Αθηνών υπάρχουν μόνο έξι δικαστές, που δικάζουν και υποθέσεις άλλων αντικειμένων καθώς και υποθέσεις υπερχρεωμένων νοικοκυριών ( του παλιού «νόμου Κατσέλη»)! Λόγω της έλλειψης Δικαστών μόλις πρόσφατα χρεώθηκαν σε Δικαστές οι αιτήσεις που κατατέθηκαν κατά το τετράμηνο Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 2023 χωρίς ακόμη να έχει ορισθεί δικάσιμος για την εκδίκασή τους, ενώ τώρα θα αρχίσει η χρέωση των αιτήσεων που κατατέθηκαν από τον Ιανουάριο 2024 και εξής…
Κατ’ αποτέλεσμα, ένας υπερχρεωμένος πολίτης που αποφασίζει να διαθέσει την περιουσία του στους πιστωτές του για να απαλλαγεί από το υπόλοιπο των χρεών του μετά από ένα ή τρία χρόνια, πρέπει να περιμένει δύο χρόνια για να κηρυχθεί σε πτώχευση, ώστε η απαλλαγή του τοποθετείται το νωρίτερο μετά από πενταετία.
Η καθυστέρηση αυτή αναιρεί στην πράξη τον σκοπό του νόμου και αποθαρρύνει πολλούς υπερχρεωμένους να προσφύγουν στη διαδικασία. Το υπουργείο Δικαιοσύνης αλλά και οι προϊστάμενοι των Δικαστηρίων είναι ενήμεροι για το πρόβλημα και πρέπει να δράσουν άμεσα!. Πρέπει να γίνει αντιληπτή η διάσταση του επείγοντος στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος και να αυξηθεί κατά τουλάχιστον δύο ο αριθμός των Δικαστών που εκδικάζουν πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου με ταυτόχρονη πρόβλεψη να μην ασχολούνται και με άλλα αντικείμενα μέχρις ότου περιοριστεί ο αριθμός των εκκρεμών αιτήσεων!
Πρόσθετο σοβαρό πρόβλημα, που επιτείνεται από την καθυστέρηση εκδίκασης των πτωχεύσεων, είναι η ύπαρξη σημαντικού αριθμού «τυπικών» ποινικών αδικημάτων για καθυστέρηση πληρωμής υποχρεώσεων προς το Δημόσιο, τους ασφαλιστικούς φορείς, τους εργαζόμενους και τους κομιστές επιταγών. Με την «οριζόντια» αυστηροποίηση του πλαισίου ποινών με τις πρόσφατες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, οι υπερχρεωμένοι οφειλέτες κινδυνεύουν να εκτίσουν ποινή φυλάκισης καθώς, πολλές φορές λόγω και του κινδύνου παραγραφής, δεν μπορούν να αναβάλλουν τις υποθέσεις τους μέχρι να επέλθει η απαλλαγή τους από τα πτωχευτικά χρέη, πράγμα που θα περιορίζει ή και θα αναιρεί εντελώς την πρακτική αξία της «δεύτερης ευκαιρίας». Πρέπει, άρα, να προβλεφθεί νομοθετικά ότι η ποινική δίωξη –και η παραγραφή- για τα αδικήματα αυτά θα αναστέλλεται μέχρι την επέλευση της απαλλαγής, ώστε, εφόσον αυτή επέλθει, ο ποινικός δικαστής να μπορεί να τη συνεκτιμήσει ως κρίσιμο αναιρετικό του δόλου στοιχείο.
Αν δεν αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά, η παροχή δεύτερης ευκαιρίας μπορεί στην πράξη να ματαιωθεί οδηγώντας σε αποτυχία την εφαρμογή του νόμου 4738/2020, στον οποίον χιλιάδες πολίτες στηρίζουν τις ελπίδες τους για μια νέα αρχή.
*Δικηγόρος – Μέλος Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Πτωχευτικού Κώδικα 2007- Επικεφαλής της Επιτροπής Πτωχευτικού Δικαίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (σε σχέση με τον Πτωχευτικό Νόμο 4738/20 και τις τροποποιήσεις του) -Μέλος Δ.Σ του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων – τ. Αντιπρ. Δ.Σ.Α – Πολιτευτής Ν.Δ