Δέσμευση πολιτικού δικαστηρίου από την απόφαση του ποινικού: Η απόφαση 4/2020 της πλήρους ΟλΑΠ
Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, Δικηγόρος
Μετά από μήνες αναμονής, η πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με τη με αριθμό 4/2020 απόφασή της, απεφάνθη για τη σύγκρουση της δικαιοδοσίας πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, τη σχέση ανάμεσα στις αποφάσεις τους και τον τρόπο που επηρεάζουν την έτερη δικαιοδοσία.
Το ζήτημα τέθηκε ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας κατόπιν άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. Με το δεύτερο αναιρετικό λόγο ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι δυνάμει αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου κρίθηκε αμετάκλητα αθώος για το ποινικό αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, ωστόσο καταδικάστηκε από το πολιτικό δικαστήριο σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης στον αναιρεσίβλητο, ενώ τα πραγματικά περιστατικά αστικού και ποινικού αδικήματος ταυτίζονταν απόλυτα. Ως εκ τούτου, προέβαλε τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, ισχυριζόμενος ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν εναρμόνισε τις πραγματικές παραδοχές της με τις (αθωωτικές) παραδοχές της ποινικής αποφάσεως, με αποτέλεσμα να παραβιάσει ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και το υπέρ αυτού τεκμήριο αθωότητας που βάσει αυτών των διατάξεων τίθεται.
Κρίνοντας την αίτηση, η πλειοψηφία του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου στην απόφαση 889/2018, απεφάνθη ότι «…Με την κρίση του αυτή το Εφετείο για την κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αναιρεσείοντος, δημιουργεί, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του ως κατηγορουμένου…κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρ. 6§2 της ΕΣΔΑ και 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΑΠ 715/2017, 1652/2013). Το Εφετείο, συνεπώς…εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, κατά την ως άνω γνώμη, τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις και είναι αντίστοιχα βάσιμος ο από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του…». Λόγω υιοθέτησης διαφορετικής άποψης επί του ως άνω θέματος από τη μειοψηφία του Δικαστηρίου και λήψης απόφασης με διαφορά μιας ψήφου, αποφασίστηκε η παραπομπή στην Ολομέλεια. Κρίνοντας κατά παραπομπή, και δεδομένου ότι για το ζήτημα αυτό έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, η Τακτική Ολομέλεια με τη με αριθμό 8/2019 Απόφασή της αποφάσισε την παραπομπή στην πλήρη Ολομέλεια, με το ερώτημα αν παραβιάζεται το κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. τεκμήριο αθωότητας στην περίπτωση που ο διάδικος, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, υποχρεώνεται σε αστική αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, για το οποίο αθωώθηκε.
Συνοπτικά, το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το οποίο “οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 με το νόμο 4596/2019. Προ του νόμου αυτού, το τεκμήριο ίσχυε στην ελληνική έννομη τάξη δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς προβλεπόταν με ταυτόσημη σχεδόν διατύπωση στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, στο άρθρο 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και στο άρθρο 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.
Το Ε.Δ.Δ.Α, που είναι επιφορτισμένο με την αυθεντική ερμηνεία της ΕΣΔΑ, με σειρά αποφάσεών του έχει υιοθετήσει μια διασταλτική ερμηνεία της παρ. 2 του άρθρου 6. Βάσει αυτής, το δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση (ή βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου) που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή. Περιλαμβάνεται κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”, είτε αυτή διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, είτε απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών”, είτε αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή παύει την ποινική δίωξη ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση.
Βάσει του ανωτέρω σκεπτικού, το οποίο το Ανώτατο Ακυρωτικό είχε ήδη υιοθετήσει ή απορρίψει σε προγενέστερες αποφάσεις του, η πλήρης Ολομέλεια κρίθηκε να αποφανθεί κατά πόσον ήταν υποχρεωμένο στην προκειμένη περίπτωση το πολιτικό δικαστήριο να ακολουθήσει την κρίση του ποινικού και να απορρίψει την αγωγή. Επ’ αυτού, η πλήρης Ολομέλεια διετύπωσε τις εξής θέσεις:
- Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης. Ωστόσο, ως προς την αγωγή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας των άρθρων 914 επ. του Α.Κ., η άσκησή της δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, καθώς η αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά ο σκοπός της είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα.
- Οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντάγματος αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Οι δικαιοδοσίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρούν όμως την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους. Συνέπεια αυτού αποτελεί το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, επί του οποίου έχει ρυθμίσει για κάθε δικαιοδοσία ο δικονομικός νομοθέτης (άρθρα: 321 επ. Κ.Πολ.Δικ., 57 Κ.Π.Δ., 197 Κ.Δ.Δ.). Το δεδικασμένο είναι κατ’ αρχήν δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.). Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος με την αιτιολογία ότι παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας. Μία τέτοια θεώρηση προσκρούει στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, και ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών. Για τη δημιουργία τέτοιου είδους δεσμεύσεως απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής προβλέψεως (όπως στο άρθρο 5 Κ.Δ.Δ.), η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίσταται.
- Η συνταγματική πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξεως, στο πλαίσιο της οποίας η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό και να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος – ενάγοντος. Σε αντίθετη περίπτωση, και δεδομένου ότι η ενότητα της έννομης τάξης δε μπορεί να ισχύει μόνο προς μία κατεύθυνση, θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή και η δέσμευση του ποινικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη προγενέστερη απόφαση του πολιτικού, πράγμα όμως που δεν συμβαίνει, καθ’ όσον η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου εκτιμάται ελεύθερα, με βάση τον κανόνα της ηθικής αποδείξεως, αλλά και κατά το άρθρο 62 Κ.Π.Δ. Επίσης, το ίδιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν και οι καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, πράγμα, όμως, που επίσης δεν συμβαίνει, καθ’ όσον αυτές εκτιμώνται ελεύθερα, ως τεκμήρια. Θα έπρεπε δηλαδή να γίνει αποδεκτό ότι το δικαστήριο υποχρεούται να συμμορφωθεί με την αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση, δύναται όμως να εκτιμήσει ελεύθερα την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Επιπλέον, κατά το άρθρο 250 Κ.Πολ.Δ η αναβολή λήψης απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, είναι δυνητική, και όχι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο. Δεν υποχρεούται συνεπώς το πολιτικό δικαστήριο να αναμένει το ποινικό, συνεπώς γίνεται αποδεκτό το ενδεχόμενο διαφορετικής κρίσης.
- Το μέτρο της επιμέλειας δεν είναι το ίδιο στο αστικό και ποινικό δίκαιο. Για την διάγνωση της αμέλειας στο ποινικό δίκαιο λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το στοιχείο του “όφειλε”, αλλά και το στοιχείο του “ηδύνατο” (το ατομικό “δύνασθαι” του δράστη), ενώ στο αστικό δίκαιο κρίνεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές. Η τοιαύτη αντικειμενικοποίηση της αμέλειας είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόσωπο να απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη, επειδή απουσιάζει το στοιχείο του ατομικού “δύνασθαι”, και να καταγνωστεί η ευθύνη του από το πολιτικό δικαστήριο με βάση την αντικειμενική αμέλεια.
- Στις δύο δικαιοδοσίες ισχύουν διαφορετικοί κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως. Στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου, και αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην πολιτική δίκη ισχύει το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους. Ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ). Εξ άλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δ, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, και να την δεχθεί κατ’ ουσίαν. Ομοίως, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί στην πολιτική δίκη, ενώ έχει αθωωθεί στην ποινική, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 271 του Κ.Πολ.Δικ. και να δεχθεί την αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και δεν μπορεί να ανακύψει ζήτημα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας.
- Υπάρχει διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη, καθώς και τον απαιτούμενο διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποιθήσεως του καθενός δικαστηρίου. Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποιθήσεως για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ’ εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική, επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση.
- Αν νοηθεί ότι καθιερώνεται μία ουσιαστικού δικαίου ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος, τότε, κατ’ ανάγκην, προστίθεται ερμηνευτικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του Α.Κ. ότι η αξίωση αποζημιώσεως καταλύεται, αν ο ζημιώσας αθωωθεί για την ταυτιζόμενη με το ποινικό αδίκημα αδικοπρακτική συμπεριφορά, και δεν έχει, κατ’ αποτέλεσμα, καμιά διαφοροποίηση από το δεδικασμένο, καθ’ όσον, άπαξ και ο κατηγορούμενος αθωωθεί αμετάκλητα στην ποινική δίκη, το πολιτικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για το ίδιο ακριβώς βιοτικό συμβάν, δεσμεύεται από την κρίση αυτή και είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την εναντίον του αγωγή αποζημιώσεως, χωρίς να έχει την ευχέρεια να επανεξετάσει την υπόθεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και υπό προϋποθέσεις δεδικασμένου.
- Ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως. Μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem. Όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως”. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α, το Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. και το Σύνταγμα δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος και αποδίδει στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο για λόγους που δεν αφορούν τον ίδιο (π.χ. επί μη νόμιμης κλητεύσεως), η δικαστική του ακρόαση παραγκωνίζεται.
- Το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά. Το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως. Δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη για να καταλήξει στην κρίση του. Πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι’ αυτόν η ποινική δίωξη. Λέξεις και εκφράσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται με τρόπο ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο. Τελικώς, η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου.
Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, η πλήρης Ολομέλεια έκρινε ως αβάσιμο το λόγο περί εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων περί τεκμηρίου αθωότητας της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως , διότι ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, που εξετάζει το ίδιο βιοτικό συμβάν, κωλύεται να καταλήξει – μετά από αποδείξεις και αιτιολογημένα – σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί την ποινική αθώωση και να την θέσει ως βάση στην απόφασή του. Το πολιτικό δικαστήριο έχει υποχρέωση συνεκτιμήσεως των αθωωτικών αποφάσεων χάριν σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, όμως, η υποχρέωση συνεκτιμήσεως δεν ισοδυναμεί με δέσμευση του πολιτικού δικαστή από την αθωωτική ποινική απόφαση. Εν προκειμένω, η πλήρης Ολομέλεια απεφάνθη το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε την αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία της ως προς τους λόγους απαλλαγής του εναγομένου – τότε κατηγορουμένου, ή να αποφανθεί άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή του, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβητήσεως του τεκμηρίου αθωότητας για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκε και αθωώθηκε.
Συμπερασματικά, η πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προσπαθώντας να δώσει λύση σε ένα νομικό ζήτημα επί του οποίου το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εκδώσει διαφορετικές αποφάσεις, κατέληξε σε μια μέση οδό.
Απέρριψε καταρχάς τη δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου από την απόφαση του ποινικού και την ύπαρξη σχετικής ένστασης, επικαλούμενο κατά βάση το συνταγματικό διαχωρισμό αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας και την ανυπαρξία ειδικής δικονομικής διάταξης περί δέσμευσης από τις αποφάσεις της έτερης δικαιοδοσίας. Επικαλέστηκε επίσης την ύπαρξη διαφορετικού μέτρου επιμέλειας, διαφορετικών κανόνων κατανομής του βάρους αποδείξεως και διαφορετικού βαθμού δικανικής πεποιθήσεως στις δύο δικαιοδοσίες, που καθιστά δυσανάλογη τη δέσμευση της μιας δικαιοδοσίας από την άλλη, και την ύπαρξη νομολογίας του ΕΔΔΑ που διαχωρίζει τις αστικές διεκδικήσεις από την ποινική ευθύνη.
Ενώ όμως απέρριψε την ύπαρξη αυτόματης υποχρέωσης του πολιτικού δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή σε περίπτωση αθώωσης του εναγομένου από το ποινικό δικαστήριο, η πλήρης Ολομέλεια δέχτηκε την ύπαρξη μιας (σχετικής) ουσιαστικής δέσμευσης. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι σε περίπτωση που το πολιτικό δικαστήριο αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης διαφορετικά από το ποινικό, πρέπει να αιτιολογήσει ειδικά τη διαφορετική κρίση του, και πρέπει μάλιστα με τη διατύπωσή του να μη δημιουργεί αμφιβολίες για την ορθότητα της κρίσης του ποινικού. Αναγνώρισε με τον τρόπο αυτό μια επί της αρχής δεσμευτικότητα της κρίσης του ποινικού δικαστηρίου επί της τέλεσης ή μη του αδικήματος (ουσιαστικά επί των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και του νομικού τους χαρακτηρισμού) και μια αντίστοιχη υποχρέωση του πολιτικού δικαστηρίου να αιτιολογεί γιατί αποκλίνει από την κρίση του ποινικού, και μάλιστα με τρόπο που δεν αμφισβητεί ουσιαστικά την κρίση του. Με την παραδοχή αυτή η πλήρης Ολομέλεια ουσιαστικά έκρινε ότι επί πραγματικών ζητημάτων που έχει ήδη κρίνει το ποινικό δικαστήριο, περιορίζεται αισθητά η δυνατότητα του πολιτικού να κρίνει διαφορετικά, ειδικά αν η κρίση του βασίζεται στην εκτίμηση των ίδιων αποδεικτικών μέσων.
Έτσι, μια ποινική απόφαση μπορεί να μη δημιουργεί δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή κατά του αθωωθέντος εναγομένου, δημιουργεί όμως ένα επιπλέον βάρος για τον πολιτικό δικαστή που κρίνει επί της ίδιας πραγματικής βάσης και πρέπει να αιτιολογήσει γιατί αφίσταται της κρίσης του ποινικού, χωρίς παράλληλα να χαρακτηρίσει αυτή λανθασμένη. Αν δε η ποινική απόφαση είναι πλήρης και αποφαίνεται επί του συνόλου της ποινικής υπόθεσης, και η πραγματική βάση ποινικής και πολιτικής δίκης είναι η ίδια, γίνεται αντιληπτό ότι τα περιθώρια του πολιτικού δικαστή να κρίνει διαφορετικά περιορίζονται αισθητά.