Υπάρχει ενδεχόμενο πολέμου;
Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, Ασκούμενος δικηγόρος
Οι Έλληνες είμαστε ένας λαός καταδικασμένος σε αιώνια και διαρκή αντιπαλότητα με τους Τούρκους. Οι σχέσεις μεταξύ μας μπορούν να είναι στην καλύτερη περίπτωση καχυποψίας, στη χειρότερη εχθρικές. Το επιτάσσει το ιστορικό μας παρελθόν, καθώς εδώ και 5-6 αιώνες βρισκόμαστε σε διαρκή διαμάχη, και το βαθύ ένστικτο που δημιουργήθηκε από αυτήν δεν εξαφανίζεται. Το επιτάσσει η γεωγραφική μας θέση, στα όρια Ευρώπης και Ασίας να ανταγωνιζόμαστε διαρκώς για την κυριότητα μιας περιοχής υψίστης ιστορικής αξίας. Το επιτάσσει η βαθιά πολιτισμική μας διαφορά, που παρά τη μακροχρόνια συνύπαρξή μας δεν έχει εξαλειφθεί.
Αποτελούμε τα σύνορα δύο διαφορετικών κόσμων. Δύο κόσμων που δε μπορούν να ενωθούν. Αυτό δε σημαίνει ότι κατά καιρούς οι σχέσεις μας δε μπορούν να είναι φιλικές, ή δε μπορεί να υπάρχει συνεργασία. Πάντα όμως υπάρχει καχυποψία και ανταγωνισμός, καθώς και εκκρεμή ζητήματα που ψάχνουν ευκαιρία να επιλυθούν.
Σήμερα τα ανοικτά μας ζητήματα με την Τουρκία είναι πολλά. Παλιά και νέα.
- Η παράνομη κατοχή της μισής Κύπρου και η διαρκής αδιαλλαξία απέναντι σε κάθε προσπάθεια ειρηνικής λύσης.
- Η διαρκής αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας στο Αιγαίο, στο θαλάσσιο και υποθαλάσσιο χώρο, στο καθεστώς νήσων και βραχονησίδων.
- Η συνεχής θέση εμποδίων στην εκμετάλλευση του φυσικού και ορυκτού μας πλούτου.
- Το casus belli για την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.
- Τα επικίνδυνα παιχνίδια τους με τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη.
Και άλλα που αυτή τη στιγμή μπορεί να μου διαφεύγουν. Είναι ζητήματα που συσσωρεύτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και παραμένουν εκκρεμή μέχρι να ευνοηθεί η επίλυσή τους από τις γενικότερες συνθήκες.
Η διεθνής θέση της χώρας μας τα τελευταία χρόνια δεν υπήρξε καλή. Φτάσαμε στο χείλος της χρεοκοπίας και μια ανάσα από την έξοδο από την ΕΕ. Ακόμα είμαστε μακριά από την οικονομική ανόρθωση και η θέση μας στην ΕΕ είναι τέτοια που λίγες απαιτήσεις για στήριξη και προστασία μπορούμε να έχουμε. Τα τελευταία χρόνια η ζωτική προσπάθεια του έθνους αφοσιώθηκε στην οικονομία και οι εθνικές υποθέσεις ήρθαν σε δεύτερη μοίρα. Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ, ενός κόμματος που ανοικτά και δημοσίως υποτιμούσε τα εθνικά ζητήματα και τα θεωρούσε ήσσονος σημασίας, ενίοτε στηρίζοντας και θέσεις αντίθετες με τις εθνικές, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη έμπρακτη απόδειξη ότι τα εθνικά θέματα υποβαθμίστηκαν. Δυστυχώς η χώρα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα βρίσκεται αντιμέτωπη με πλήθος εθνικών υποθέσεων που απαιτούν την επίλυσή τους υπό συνθήκες αντίξοες και δυσμενείς. Με τη διεθνή μας θέση ασθενή. Με μια κυβέρνηση που όπως απέδειξε με τη στάση της στο Σκοπιανό όχι μόνο δε δίνει δεκάρα για τα εθνικά θέματα αλλά θεωρεί εχθρούς και όσους παλεύουν για αυτά. Και με την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα βαθιά διχασμένα.
Και η θέση της Τουρκίας όμως δεν είναι πολύ καλύτερη. Ίσως να βρίσκεται σε καλύτερη οικονομική και πληθυσμιακή κατάσταση, είναι από κάθε άποψη ισχυρότερη. Πάσχει όμως από βαθύτατα εσωτερικά ζητήματα. Ο διχασμός των Τούρκων σε κεμαλιστές και ισλαμιστές που δημιουργήθηκε εδώ και χρόνια έχει πάρει πλέον μια ταυτόχρονα προσωπική και πολιτική διάσταση: Με τον Ερντογάν ή εναντίον του. Ο Τούρκος πρόεδρος ηγείται μιας βαθιά διχασμένης χώρας, με τουλάχιστον το μισό πληθυσμό να μην τον θέλει, και εδώ και δύο χρόνια βρίσκεται σε ανοικτό πόλεμο με τους αντιπάλους του. Η τουρκική δημόσια διοίκηση και ο στρατός έχουν αποδυναμωθεί από τις πολιτικές διώξεις, το δε επίπεδο του πολιτικού συστήματος έχει καταβαραθρωθεί καθώς οι σοβαροί του αντίπαλοι βρίσκονται είτε εξόριστοι είτε στη φυλακή. Δεν είναι τυχαίο που η βασική κριτική που του ασκείται από την αντιπολίτευση του δίνει ταυτόχρονα άλλοθι να σκληραίνει τη στάση του. Και όταν ακούμε την αντιπολίτευση να απειλεί με πόλεμο ή να εγείρει αξιώσεις να έχουμε υπόψη ότι ο κίνδυνος δεν υπάρχει μόνο στο ενδεχόμενο πολιτικής αλλαγής.
Όσο για τις ευρύτερες συνθήκες στην περιοχή, η ανατολική Μεσόγειος ζει έντονες ανακατατάξεις. Ορισμένες εξ’ αυτών: Η Ρωσία έχει πλέον δραστηριοποιηθεί έντονα στην περιοχή για τη στήριξη του Ασαντ. Οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν αρχικά για τη στήριξη των Σύριων αντικαθεστωτικών και τελικά κατέληξαν να ανοίξουν πόλεμο με το ριζοσπαστικό Ισλαμ (μερος του οποίου αποτελεί και ο Ερντογάν). Η δημιουργία κουρδικού κράτους πλέον φαίνεται αναπόφευκτη. Και η Κύπρος άρχισε να εκμεταλλεύεται τον υποθαλάσσιο ορυκτό πλούτο, με τη στήριξη των ΗΠΑ, του Ισραήλ και της ΕΕ.
Όλες οι ανωτέρω εξελίξεις έχουν το κοινό ότι από κοινού ερμηνευόμενες εξηγούν τη σημερινή εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Αν και παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ και συνεχίζει να επιδιώκει την ένταξη στην ΕΕ η γείτονας χώρα έχει ανοικτά εχθρικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τις κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ως αιτία παρουσιάζεται η πολιτική συγκυρία, η αποδοκιμασία των δυτικών χωρών για την εσωτερική πολιτική του Ερντογάν και η αντίληψη του τελευταίου ότι η Δύση βρίσκεται πίσω από τις προσπάθειες ανατροπής του. Προφανώς όμως δεν είναι άσχετη η συγκυρία της αλλαγής αυτής με τη στροφή που έφερε ο Σουλτάνος τα τελευταία χρόνια στην τουρκική πολιτική, με την επαναφορά του Ισλάμ στην πολιτική ζωή και την εγκατάλειψη του κεμαλικού εθνοκεντρικού δόγματος περί ειρηνικών σχέσεων.
Για να καλύψει δε το διπλωματικό κενό από τη διατάραξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ η Τουρκία προσέγγισε τη Ρωσία του Πούτιν, εκμεταλλευόμενη μια πρόσκαιρη σύμπτωση των συμφερόντων τους. Πόσο όμως σταθερή μπορεί να είναι μια τέτοια συμμαχία; Δύο τόσο διαφορετικοί κόσμοι, ο Πούτιν που αντλεί την πολιτική του δύναμη από την Ορθοδοξία και ο Ερντογάν που την αντλεί από το Ισλάμ, για πόσο μπορούν να συνυπάρξουν; Είναι ικανή η κοινή αντίθεση στις ΗΠΑ να υπερκαλύψει τους λόγους που τους κρατούσαν μακριά;
Η δημιουργία κουρδικού κράτους ήταν ένα ενδεχόμενο που πάντα απηύχετο η Τουρκία καθώς θα έθετε σε κίνδυνο την εδαφική της ακεραιότητα, δεδομένης της ύπαρξης ισχυρών κουρδικών μειονοτήτων. Σήμερα όχι μόνο είναι κοντά αλλά δεν αποκλείεται για τη σταθερότητα της περιοχής να συμπεριλάβει και τουρκικά εδάφη. Η Τουρκία προσπαθεί να το αποτρέψει με την, όχι και τόσο επιτυχημένη, μέχρι ώρας, στρατιωτική της εμπλοκή.
Και η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Κύπρου, με το προηγούμενο που θα δημιουργήσει και τις συνέπειες που μπορεί να έχει για την επίλυση του Κυπριακού, είναι ένα ενδεχόμενο που παλεύουν οι Τούρκοι να αποτρέψουν. Προς το παρόν με διπλωματικά μέσα και απειλές.
Εν ολίγοις: Οι ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή μόνο θετικές δεν είναι για την Τουρκία.
Την ίδια περίοδο η τουρκική προκλητικότητα απέναντί μας αυξήθηκε επικίνδυνα. Από τις καθημερινές παραβιάσεις θαλάσσιων συνόρων και εναερίου χώρου στον επεισόδιο στα Ίμια και τελικά με τη σύλληψη των δύο στρατιωτικών στον Έβρο. Είναι προφανές ότι σε μια περίοδο που τη βρίσκει αντιμέτωπη με εξωτερικές εξελίξεις που δε θέλει η Τουρκία κάνει επίδειξη δύναμης απέναντι στον αντίπαλο με τη μικρότερη ισχύ. Τα ανοικτά μεταξύ μας θέματα ούτε τέθηκαν στο προσκήνιο τώρα τελευταία ούτε είναι τα σοβαρότερα που αντιμετωπίζει αυτή την περίοδο. Σίγουρα την απασχολεί πολύ περισσότερο η δημιουργία κουρδικού κράτους ή η κατάσταση στην Κύπρο, για αυτό και αντιδρά έμπρακτα. Η στάση της απέναντί μας όμως δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της γενικότερης κινητικότητας που της έχουν προκαλέσει οι τελευταίες εξελίξεις. Δε μας πήρε απλά η μπάλα. Είναι συνειδητή επιλογή, για να υπενθυμίσει στους συμμάχους μας, και κυρίως στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ ότι βρίσκεται εδώ, αντιδρά και αποτελεί κίνδυνο.
Το παιχνίδι δεν είναι μόνο ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Συνδέεται με τις τουρκικές επιχειρήσεις εναντίον των Κούρδων και την τεταμένη κατάσταση στην Κύπρο. Η Τουρκία νιώθει ότι χάνει μέρος της ισχύος της στην περιοχή και εμείς είμαστε το εύκολο θύμα. Είναι απομονωμένη, έχει απέναντί της τους πάντες. Δεν παύει όμως να έχει ανώτερη ισχύ από εμάς. Έχει μια πολιτική ηγεσία σαφώς προσανατολισμένη στις εθνικές της υποθέσεις. Η οικονομία της δεν κινδυνεύει (ακόμα) με χρεοκοπία. Ο πληθυσμός και η οικονομία της επιτρέπουν να διατηρεί τις ένοπλες δυνάμεις σε καλύτερη κατάσταση.
Υπό άλλες συνθήκες σήμερα θα μπορούσε να είναι μια καλή περίοδος για εμάς. Θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε την απομόνωση της Τουρκίας. Αν η οικονομία είχε αφεθεί να ανακάμψει, αν η θέση μας στην ΕΕ ήταν σταθερότερη, αν είχαμε μια πολιτική ηγεσία που δεν υποτιμά τις εθνικές υποθέσεις.
Η ιστορία όμως δε γράφεται με αν. Όσο κι αν οι δυνατότητές μας σήμερα είναι περιορισμένες, δεν έχουμε το δικαίωμα να δώσουμε στην Τουρκία τη διέξοδο που ψάχνει. Οι τουρκικές προκλήσεις δε μπορούν να μείνουν αναπάντητες, στα ελληνοτουρκικά δε χωρεί διαχείριση Κουβέλη.
Η εθνική άμυνα πρέπει να θωρακιστεί. Το επεισόδιο με τους δύο στρατιωτικούς οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε λάθη και διαχρονικές αδυναμίες της στρατιωτικής ηγεσίας. Ας αποτελέσει αφορμή βελτίωσης και διδαχής.
Η διπλωματία μας πρέπει να ενεργοποιηθεί ξανά. Να αξιοποιήσουμε τη διάσταση ΗΠΑ-Τουρκίας, να εκμεταλλευτούμε περισσότερο την ταύτιση συμφερόντων με το Ισραήλ. Και φυσικά να επιδιώξουμε την από κοινού αντιμετώπιση της Τουρκίας. Η ιστορία δε θα μας το συγχωρέσει αν η δική μας αδυναμία χαλάσει τα σχέδια της Κύπρου. Αντιθέτως θα μας ανταμείψει αν επιδείξουμε τη στάση που πρέπει και βοηθήσουμε την Κύπρο να εκμεταλλευτεί τον πλούτο της και τους Κούρδους να ακρωτηριάσουν την Τουρκία.
Και ίσως σήμερα οι συνθήκες να μη μας επιτρέπουν διεκδικήσεις. Αν όμως η Τουρκία αποδυναμωθεί και εμπεδωθεί ο συνασπισμός δυνάμεων εναντίον της, θα έρθει ο καιρός, όταν θα έχουμε ξανά μια ικανή πολιτική ηγεσία, με θέληση να προωθήσει τα εθνικά συμφέροντα, να κινήσουμε εμείς τα νήματα για την επίλυση των ανοικτών λογαριασμών.
Ας μην έχουμε όμως ψευδαισθήσεις. Η χώρα μας μπορεί να επιδιώξει συμμαχίες ή κοινές ενέργειες με άλλες χώρες της περιοχής. Αν όμως έρθει το σενάριο που όλοι απευχόμαστε, αν γίνει κάποιο ατύχημα και οδηγήσει σε θερμό επεισόδιο ή πολεμική εμπλοκή, εκεί θα μετρηθεί η αληθινή μας δύναμη. Μην περιμένει κανείς να έρθει το Ισραήλ ή οι ΗΠΑ να υπερασπιστούν το Αιγαίο για εμάς. Ούτε να μπουν μπροστά για τα δικά μας συμφέροντα. Δεν το έκαναν ποτέ, ούτε αυτοί ούτε άλλα συμμαχικά μας κράτη. Στην πολεμική εμπλοκή θα είμαστε μόνοι. Η σωστή διπλωματία μπορεί να μας βοηθήσει να μη φτάσουμε μέχρι εκεί χωρίς να χάσουμε παράλληλα στα εθνικά μας θέματα.
Αν η χώρα μας επιδείξει την αναγκαία πυγμή και την ελάχιστη υπευθυνότητα στην αντιμετώπιση της κρίσης πόλεμος δεν πρόκειται να υπάρξει. Και αυτό γιατί δεν είμαστε το πρώτο ζήτημα για τον Ερντογάν. Και δε θα προχωρήσει ένα βήμα περαιτέρω αν δεν το κάνουμε πρώτοι εμείς. Οφείλουμε να επιδείξουμε μια ταυτόχρονα σθεναρή και ισορροπημένη στάση. Να υπερασπιστούμε την εδαφική μας ακεραιότητα και την εθνική μας αξιοπρέπεια. Σε συνεργασία με όσους έχουμε κοινό εχθρό.
Και σε κάθε περίπτωση, έχουμε περάσει πλέον στην επόμενη ιστορική φάση. Είναι καιρός να σταματήσει να θεωρείται πρώτη και μέγιστη εθνική μας υπόθεση το μνημόνιο.