Το οδυνηρό τέλος του μακρού Εμφυλίου
Γράφει ο Γιάννης Χαραλαμπίδης, Φιλόλογος – Ιστορικός
Θα ξενίσει κάποιους ο τίτλος, όμως τα δεδομένα σαφώς ευεργετούν μια τέτοια ανάγνωση. Η τραγωδία της Κύπρου ήταν η καταληκτική πράξη του δράματος ενός μακρού εμφυλίου σπαραγμού που οι Έλληνες στήσαμε για εξήντα χρόνια. Ενός εμφυλίου με εξάρσεις και υφέσεις, με πολεμικές και πολιτικές συγκρούσεις, με εσωτερικές πολιτικές μετατοπίσεις και μετακινήσεις, με αλλαγές ρόλων και ανατροπές, αλλά πάντοτε με βαθύ μίσος στις εκάστοτε δύο πλευρές, γύρω από τις οποίες κάθε φορά στοιχίζονταν όχι μόνο οι ξένοι παράγοντες αλλά και τμήματα ολόκληρα του ελληνικού λαού με ανάμεικτα κίνητρα. Ξεκίνησε με την σωματοποίηση της σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο χαρισματικές προσωπικότητες, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο. Τελείωσε με την κατάρρευση ενός αυταρχικού καθεστώτος, που υπήρξε η πλέον ακραία ίσως θεσμική εφαρμογή της πολιτικής του πολιτικού διαχωρισμού, όπως εφαρμόστηκε στη χώρα. Σε όλες τις φάσεις αυτού του σπαραγμού, οι Έλληνες χωρίζονταν στη ρητορική των εκατέρωθεν πλευρών σε “καλούς” και “κακούς”. Κάθε πλευρά θεωρούσε την άλλη όργανο συμφερόντων αλλότριων από τα εθνικά, την πολιτική των “κακών” προδοτική, την εξουσία αποκλειστικό δικαίωμα των “καλών”.
Στη διάρκεια αυτής της εξηκονταετούς σύγκρουσης η Ελλάδα πέρασε από δύο παγκόσμιους πολέμους, πέρασε από λειτουργικές και μη ρεπουμπλικανικές διακυβερνήσεις, από δικτατορίες επίσημες ή συγκαλυμμένες και από δύο περιόδους ανοιχτού εμφυλίου πολέμου. Τα κύρια χαρακτηριστικά, όμως, του διχαστικού σπαραγμού έμειναν πάντοτε παρόντα, ποτέ η μία πλευρά δεν κυβέρνησε χωρίς να επιδιώξει την δίωξη, τον περιορισμό ή την εξαφάνιση της άλλης. Τα εκατέρωθεν στρατόπεδα δεν έμειναν αρραγή και αμετάβλητα, αλλά δύο κυρίαρχες φάσεις χαρακτηρίζουν τον σχηματισμό τους, η πρώτη από το Διχασμό ως τον Β΄ΠΠ και η δεύτερη από τότε ως τη Μεταπολίτευση. Στην τελευταία δεκαετία της δεύτερης περιόδου η διεύρυνση της βάσης της μιας παράταξης έφερε την σπασμωδική αντίδραση των πιο ριζοσπαστικών στοιχείων της άλλης και ως συνέπεια οδηγηθήκαμε στη Δικτατορία που συνολικά απονομιμοποίησε την πολιτική του διαχωρισμού. Το τίμημα, όμως, υπήρξε οδυνηρό για τον Ελληνισμό και ολοκλήρωσε την τελευταία φάση του μακρού Εμφυλίου με τρόπο ανάλογο της πρώτης του, με μια τραγική εθνική απώλεια, αυτή της ακεραιότητας της Κύπρου.
Μετά την εθνικοαπελευθερωτική εποποιία του αντιαποικιακού αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου, μετά την θνησιγενή διακοινοτική ανεξαρτησία που εξασφάλισαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, στο οργωμένο χωράφι της ελευθερίας βλάστησε ο αρχέγονος σπόρος του ελληνικού διχασμού. Το ανικανοποίητο του εθνικού πόθου της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, την κατέστησε διαρκή στόχο, από τον οποίο, όμως, σταδιακά η ηγεσία της Κύπρου άρχισε να αποκλίνει, γεννώντας δυσαρέσκεια και αντίδραση στη χορεία των πιο σκληροπυρηνικών, που δεν στερούνταν ακόμα λαϊκών ερεισμάτων. Ο κυβερνήτης της Κύπρου Αρχιεπίσκοπος Μακάριος βρήκε απέναντί του ως αντίπαλο δέος τον Στρατηγό Γρίβα, τον θρυλικό για πολλούς και αμφιλεγόμενο για άλλους Διγενή της ΕΟΚΑ.
Η προϊούσα αντιπαλότητα και η αυξανόμενη ένταση μεταξύ των δύο παρατάξεων προδιέγραψαν το επόμενο πεδίο της εμφύλιας σύγκρουσης, στο πιο ευαίσθητο κομμάτι του Ελληνισμού αυτή τη φορά. Μιας σύγκρουσης την οποία υποδαύλισε και καθοδήγησε η ραγδαία εκτραχυνόμενη αυταρχική στρατιωτική διακυβέρνηση της Ελλάδος. Το αποτέλεσμα ήταν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Το πραξικόπημα ήταν εμφυλιοπολεμική πράξη και κορύφωση αυτής της εμφύλιας σύγκρουσης στην Κύπρο. Το πραξικόπημα ήταν η τελευταία επιχείρηση του εξηκονταετούς μακρού Εμφυλίου. Τα αποτελέσματά του υπήρξαν τραγικά για την ίδια την Κύπρο και καταλυτικά για την πολιτική ζωή στο εθνικό κέντρο, καθώς σε αυτές τις μέρες υπάρχει η ρίζα των πολιτικών εξελίξεων που εκτυλίχθηκαν από το ίδιο το καλοκαίρι του ‘74 ως και την επόμενη δεκαπενταετία και είχαν ως συνέπεια την δραστική ανασύνταξη της πολιτικής ζωής και την “άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου”.
Ο πολιτικός βίος της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν υπήρξε ούτε ανέφελος ούτε πάντα διαυγής. Η ίδια η φύση της πολιτικής, ως διαδικασίας συγκερασμού των κοινωνικών διαφορών και συμφερόντων, υπαγορεύει και την απουσία του ιδεατού στην πραγματικότητα. Αλλά η μεταβολή που συνέβη το 1974 δεν είναι παραβλεπτή. Από τότε δεν μπορεί κανένας Έλληνας πολίτης που σέβεται το πολίτευμα και τους νόμους να αποκλειστεί από την πολιτική ζωή, να στερηθεί των πολιτικών του δικαιωμάτων, να γίνει απόβλητος του σώματος των πολιτών και κοινωνικός παρίας. Η πολιτική του διαχωρισμού έγινε παρελθόν -όχι δυστυχώς χωρίς να υποκατασταθεί ενίοτε από το φάσμα του κομματοκρατικού φατριασμού, αλλά χωρίς σύγκριση με τις προηγούμενες δεκαετίες.
Όσο κι αν ακραία ριζοσπαστικές μειοψηφίες ένθεν κακείθεν του πολιτικού ορίζοντα έχουν παράπονα για την πολιτική παρουσία όσων θεωρούν αντιπάλους, τα πολιτικά δικαιώματα όλων έμειναν πάντα εγγυημένα στο πλαίσιο τήρησης της νομιμότητας. Οι Έλληνες πολίτες αποφάσισαν πάντοτε ελεύθερα και χωρίς αποκλεισμούς όλες αυτές τις δεκαετίες, ίσως με αδυναμίες στην ποιότητα του πολιτικού λόγου και της λειτουργίας του Τύπου, ωστόσο πάντα ελεύθερα και με αξιοπρέπεια. Οι θεσμοί λειτούργησαν αποτελεσματικά, έστω κι αν ενίοτε έγιναν προσπάθειες να υπονομευτεί η λειτουργία τους. Όλα αυτά είναι αποδείξεις ότι μετά το 1974 ζούμε σε μια διαφορετική, σε μια ελεύθερη πολιτεία, στην οποία το πολιτικό σύστημα δουλεύει συμπεριληπτικά κι όχι διαχωριστικά. Είναι δυστύχημα ότι για να φτάσουμε σε αυτό, χρειάστηκε να θρηνήσουμε τον θάνατο ενός εθνικού οράματος και τον ακρωτηριασμό της Κύπρου. Και δυστυχώς, για αυτό το έγκλημα δεν τιμωρήθηκαν ποτέ και αρκετά όλοι όσοι όφειλαν να τιμωρηθούν. Είναι, άραγε, η λήθη και η ατιμωρησία αναγκαίες προϋποθέσεις του τερματισμού ενός τέτοιου Εμφυλίου;