Στο πουθενά
Γράφει ο Ακρίτας
Επί δεκαετίες ολόκληρες, για να μην πούμε τους δύο τελευταίους αιώνες, ένα από τα επικοινωνιακά τοτέμ του παγκόσμιου προλεταριάτου και της αριστεράς, υπήρξε η διαπίστωση ότι το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα. Ακόμα και στις εποχές των απολύτως κλειστών οικονομιών, τα κεφάλαια έβρισκαν τις οδούς διαφυγής και μετανάστευσης.
Στο σημερινό, ραγδαία μεταβαλλόμενο και παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, τα κεφάλαια ως προϊόν συσσώρευσης των κερδών των πολυεθνικών εταιριών, όχι μόνο δραπετεύουν με πολύ εύκολο τρόπο αλλά αναπαύονται και σε φορολογικούς παραδείσους ανά τον κόσμο.
Σήμερα το κέρδος μπορεί να παράγεται από μια ελληνική εταιρία, που έχει έδρα την Βουλγαρία ή την Κύπρο και να συσσωρεύεται στα νησιά Μάρσαλ. Ενώ το κεφάλαιο ταξιδεύει ελεύθερο σε θάλασσες ανοιχτές και ωκεανούς, πίσω, για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της αποεπένδυσης, της μειωμένη παραγωγής και των τελικά των εξευτελιστικών ημερομισθίων, μένουν οι εργαζόμενοι.
Σήμερα, όχι απλά μια ελληνική εταιρία, αλλά ακόμα και ένας ελεύθερος επαγγελματίας μπορεί να εργάζεται στην Ελλάδα, να πληρώνει φόρους στην Βουλγαρία και να αποθηκεύει τα κέρδη του στην Ανδόρα. Τι κερδίζει η ελληνική κοινωνία και η ελληνική οικονομία από την συγκεκριμένη τακτική που γενικεύεται ολοταχώς; Κερδίζει ανεργία, υποαπασχόληση και δυστυχία.
Η πολιτική Τσίπρα, η πολιτική της υπερφορολόγησης, δεν πολεμάει το κεφάλαιο, το οποίο διαθέτει πάντα οδούς διαφυγής, αλλά την ίδια την κοινωνία. Όταν η Ελλάδα είχε 6.5% ανεργία, η κάθε μισθωτή θέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα πρόσφερε 800, 1000 και 1200 ευρώ μηνιάτικο. Σήμερα που η πραγματική ανεργία υπερβαίνει το 30%, και ας αφήσουν τα παραμύθια του 23%, η κάθε μισθωτή θέση δίνει 400, 500 το πολύ 600 ευρώ. Αν συνυπολογιστεί, ότι τα δύο τελευταία χρόνια τα οκτάωρα έγιναν τετράωρα και οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης (εκ περιτροπής εργασία και μερική απασχόληση) αθροιστικά υπερβαίνουν το 45% του συνόλου των συμβάσεων, τότε, όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά μάλλον εξακοντίστηκε επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σε δυσθεώρητα ύψη η ανεργία.
Η λατρεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην υπερφορολόγηση, συσσωρεύει δυστυχία στα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας. Είναι εθνική και όχι οικονομική ανάγκη η αποκλιμάκωση όλων των φορολογικών συντελεστών. Ιδιαίτερα για τις νέες επενδύσεις η φορολογική επιβάρυνση πρέπει να συμπιεστεί σε καθαρά συμβολικά επίπεδα.
Το κεφάλαιο δραπετεύει, οι επιχειρήσεις μεταναστεύουν και πίσω μένουν μόνο δυστυχισμένοι εργαζόμενοι. Κανένας φιλόσοφος της αριστεράς δεν είπε ποτέ ότι δεν υπάρχει αριστερά χωρίς ανέργους, αντιθέτως όλοι είπαν και διαχρονικά υποστήριξαν, ότι δεν υπάρχει αριστερά χωρίς εργατική τάξη. Είναι ευκαιρία να τους θυμίσουμε ότι δεν υπάρχει εργατική τάξη χωρίς επενδύσεις, και επενδύσεις χωρίς κεφάλαια. Οι άνθρωποι απλά δεν υπάρχουν. Τώρα που η επικοινωνιακή τους φούσκα έσκασε ίσως καταλάβουν ότι δεν υπάρχουν πουθενά. Θα καταλήξουν υποσημείωση της ιστορίας και στο τέλος θα φύγουν με το λεωφορείο του μεγάλου «τιμονιέρη» Μαδούρο.