Πώς φτάσαμε στο ΟΧΙ
Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, Δικηγόρος
Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ιταλία στο στρατόπεδο των νικητών. Παρ’ όλα αυτά, η μειωμένη συμβολή της στην τελική νίκη σε συνδυασμό με τη σύγκρουση ορισμένων εκ των διεκδικήσεών της με τα συμφέροντα των συμμάχων της, είχαν ως αποτέλεσμα να μην ικανοποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος των εδαφικών και οικονομικών αιτημάτων της. Η μοιρασιά των νικητών δεν την άφησε ικανοποιημένη, αντιθέτως τόσο στο λαό όσο και στην πολιτική ηγεσία κυριαρχούσε μια αίσθηση αδικίας. Το αίσθημα αυτό σε συνδυασμό με τη δεινή θέση στην οποία βρέθηκε την επομένη του πολέμου, ως αποτέλεσμα των ανθρωπίνων και υλικών απωλειών που υπέστη, προκάλεσε εκτεταμένη πολιτική αστάθεια και κατέληξε το 1922 στην ανάδειξη του Μπενίτο Μουσολίνι και του Φασιστικού Κόμματος στην ηγεσία της χώρας. Παρά την προφανή σύνδεση της εξέλιξης αυτής με την αποκατάσταση των αδικιών του Πρώτου Πολέμου, οι τότε σύμμαχοί τους δέχτηκαν την αλλαγή ελπίζοντας να προκαλούσε σταθερότητα στην Ιταλία και να λειτουργούσε το νέο καθεστώς ως το ευρωπαϊκό ανάχωμα απέναντι στην κομμουνιστική απειλή.
Το νέο καθεστώς κυβέρνησε την Ιταλία καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Η έναρξη της περιόδου αυτής βρήκε τη χώρα να πετυχαίνει διπλωματικά οφέλη εκμεταλλευόμενη τις εξελίξεις στο διεθνές πεδίο. Πέτυχε την οριστικοποίηση της κυριαρχίας της στα Δωδεκάνησα (Συνθήκη της Λοζάνης) και τη διευθέτηση συνοριακών διαφορών με τη Γιουγκοσλαβία (Σύμφωνο της Ρώμης), ενώ επιχείρησε την κατάληψη της Κέρκυρας με τη δημιουργία τεχνητής διπλωματικής έντασης στην περιοχή, εγχείρημα που τελικά απέτυχε.
Το ξέσπασμα τη παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929 δεν επηρέασε ιδιαίτερα την Ιταλία στο οικονομικό πεδίο, σε σύγκριση με άλλες χώρες. Η προσπάθεια όμως για αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας οδήγησε σε ευρύτερες ανακατατάξεις στη διεθνή σκηνή, που ανάγκασαν κάθε χώρα να προσαρμόσει τη θέση της. Η Ιταλία είδε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επιδιώξει την εδαφική επέκταση σε βάρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και της Γαλλίας, που για αρκετά χρόνια ακόμα θα αφοσιώνονταν στα οικονομικά τους προβλήματα. Έτσι η ιταλική διπλωματία έθεσε ως στόχο των επομένων ετών την κατάληψη της (βρετανικής) Αιγύπτου, της (γαλλικής) Τυνησίας, της (βρετανικής) Σομαλίας και της ανεξάρτητης Αιθιοπίας, καθώς και της Αλβανίας και της (βρετανικής) Μάλτας.
Η αρχή έγινε το 1935. Η ένταση στην Άπω Ανατολή μεταξύ Ιαπωνίας και Κίνας, καθώς και οι διαρκείς προκλήσεις του Χίτλερ στην Ευρώπη και η έντονη κινητικότητα σε Γερμανία και Αυστρία με αφορμή το αίτημα ένωσης των δύο κρατών, είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση που η Βρετανική Αυτοκρατορία και η Γαλλία δε φαίνονταν ικανές να διαχειριστούν. Ο Μουσολίνι αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την αναταραχή για να στραφεί εναντίον του πρώτου, και θεωρητικά ευκολότερου, στόχου του. Της ανεξάρτητης Αιθιοπίας.
Η στρατιωτική εισβολή ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1935. Ο αρχικός αιφνιδιασμός σε συνδυασμό με την επιθυμία της Γαλλίας να έχει την ιταλική υποστήριξη στην Ευρώπη απέναντι στη Γερμανία είχε ως αποτέλεσμα να μην αντιμετωπιστεί ο πόλεμος ιδιαίτερα. Φαινόταν ότι το σχέδιο του Μουσολίνι είχε πετύχει, η κατάσταση όμως άλλαξε δραματικά το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, όταν αντέδρασε στην αξιόλογη αντίσταση των εχθρικών στρατευμάτων βομβαρδίζοντας με χημικά όπλα τόσο τα αιθιοπικά στρατεύματα όσο και τους αμάχους. Η κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης και αντιμετωπίστηκε από την Κοινωνία των Εθνών με την επιβολή βαρύτατων οικονομικών κυρώσεων στην Ιταλία. Η χρήση των χημικών οδήγησε στην κατάληψη της Αιθιοπίας το Μάιο του 1936, η βασικότερη όμως ιστορική της συνέπεια ήταν ότι προκάλεσε ρήξη στις διπλωματικές σχέσεις της Ιταλίας με Βρετανική Αυτοκρατορία και Γαλλία. Ήταν η πρώτη φορά που η τριάδα των νικητών του Πρώτου Πολέμου διασπάστηκε.
Η επόμενη κίνηση στην εξωτερική πολιτική του Μουσολίνι ήταν η ανοιχτή επέμβαση στον ισπανικό εμφύλιο, στο πλευρό των Ισπανών Εθνικιστών του στρατηγού Φράνκο. Εκτός από ένα σαφέστατο δείγμα των προθέσεών του για ηγεμονικό ρόλο της Ιταλίας στη Μεσόγειο, ήταν η πρώτη φορά που η Ιταλία και η ναζιστική Γερμανία θα διακατέχονταν από ένα κοινό στόχο. Η προσέγγισή τους κατέληξε στην υπογραφή συμφώνου συνεργασίας τον Οκτώβριο του 1936, και η συμμαχία τους τα επόμενα χρόνια έλαβε έντονα αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, με τη συμμετοχή κι άλλων χωρών (Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν). Το 1938 η Ιταλία έδειξε σιωπηρή ανοχή στην επανένωση Γερμανίας-Αυστρίας, και στις 29 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Μουσολίνι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία επιτράπηκε στη Γερμανία η προσάρτηση της Σουδητίας.
Λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 1939, εκμεταλλευόμενος την αναταραχή στην Ευρώπη εξαιτίας της προσάρτησης της Τσεχοσλοβακίας και των απειλών του Χίτλερ απέναντι στην Πολωνία, ο Μουσολίνι προχώρησε στη στρατιωτική κατάληψη της Αλβανίας. Ουσιαστικά δε συνάντησε αντίσταση, και η Ιταλία πάτησε ξανά πόδι στα Βαλκάνια, επεκτείνοντας τα σύνορά της με την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία.
Παρά την έντονη κινητικότητά του στην εξωτερική πολιτική, ο Μουσολίνι γνώριζε πως η χώρα του δεν ήταν έτοιμη για πόλεμο με μια ή περισσότερες χώρες αναλόγου μεγέθους. Ως εκ τούτου προσπάθησε να αποτρέψει τη σύγκρουση Γερμανίας, Βρετανικής Αυτοκρατορίας και Γαλλίας, για να αποτραπεί και η δική του εμπλοκή. Επιχείρησε χωρίς επιτυχία να μεσολαβήσει για μια λύση στη σύγκρουση Γερμανίας-Πολωνίας, όπως είχε κάνει και με την Τσεχοσλοβακία. Ήταν όμως φανερό πως καμία από τις δύο πλευρές δε σκόπευε να υποχωρήσει. Ο Μουσολίνι γνωστοποίησε στο Χίτλερ ότι η χώρα του ήταν ανέτοιμη για πόλεμο, και είχε ανάγκη γενναίας υλικής ενίσχυσης από τη Γερμανία για να σταθεί. Ο σύμμαχός του δεν ενθουσιάστηκε, αναγκάστηκε όμως να συμφωνήσει να μην εμπλακεί η Ιταλία στον πόλεμο ώσπου να είναι έτοιμη.
Έτσι η Ιταλία παρακολούθησε τις πρώτες φάσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από την ιδιαίτερη θέση μη εμπολέμου χώρας. Παρέμενε σύμμαχος της Γερμανίας, ταυτόχρονα συνομιλούσε με Βρετανική Αυτοκρατορία και Γαλλία, και δεν είχε αναπτύξει ιδιαίτερη κινητικότητα για την προετοιμασία της. Ο Μουσολίνι πείστηκε για την ανάγκη εμπλοκής στον πόλεμο μόνο όταν, κατόπιν συνάντησης με το Χίτλερ στις 17 Μαρτίου, απέκτησε ίδια αντίληψη του μεγέθους της Βερμαχτ. Είδε την κατάληψη της Πολωνίας, της Νορβηγίας και της Δανίας, είδε τη γερμανική επίθεση σε Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Βέλγιο και Γαλλία, είδε τη συντριβή των Συμμάχων και την εκκένωση της Δουνκέρκης, και μόνο όταν βεβαιώθηκε πως η γερμανική νίκη ήταν θέμα χρόνου αποφάσισε να επισπεύσει την ιταλική εμπλοκή. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά, «Χρειάζομαι μερικές χιλιάδες νεκρούς για να καθίσω μετά τον πόλεμο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Κάπως έτσι, στις 10 Ιουνίου 1940, την ίδια ημέρα που καταλήφθηκε το Παρίσι, η Ιταλία εισήλθε επισήμως στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πριν ακόμα ξεκινήσουν οι επαφές για την ανακωχή Γαλλίας-Γερμανίας ο Μουσολίνι είχε δηλώσει στο Χίτλερ πως σκόπευε να ζητήσει από τη Γαλλία την Τυνησία, την Κορσική, τη γαλλική Σομαλία, την περιοχή της Σαβοίας μέχρι το Ροδανό ποταμό, ένα μέρος του γαλλικού στόλου και αεροπορίας και τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων στη γαλλική Αφρική για τον πόλεμο με τη Βρετανική αυτοκρατορία.
Ο Χίτλερ δεν πολυενδιαφέρθηκε για τα αιτήματα αυτά. Ο απροκάλυπτος τυχοδιωκτισμός του Μουσολίνι τον είχε εξοργίσει, καθώς είχε ακόμα νωπή την ανάμνηση της ιταλικής προδοσίας στον Α’ Παγκόσμιο. Απ’ την άλλη, ήθελε να αποφύγει το ενδεχόμενο να συνεχίσει η Γαλλία τον πόλεμο από τις αποικίες, ενώ υπολόγιζε και στη μελλοντική στήριξή της στη μάχη κατά του Κομμουνισμού. Οι Γάλλοι είχαν ξεκαθαρίσει ότι δε θα ανέχονταν ταπεινωτικούς όρους από την Ιταλία, δεδομένου ότι ουδέποτε επικράτησε στρατιωτικά εναντίον τους. Θα έκαναν μόνο τις ελάχιστες αναγκαίες παραχωρήσεις. Ο Μουσολίνι αναγκάστηκε να περιορίσει κατά πολύ τις απαιτήσεις του. Οι τελικοί όροι της ανακωχής Γαλλίας-Ιταλίας, που υπεγράφη στις 23 Ιουνίου, προέβλεπαν ευρείες αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες στην Τυνησία, την Αλγερία και την ακτή της Σομαλίας, δικαίωμα χρήσης της ναυτικής βάσης του Τζιμπουτί και της σιδηροδρομικής γραμμής Τζιμπουτί-Αντίς Αμπέμπα, και την προσωρινή διοίκηση των πόλεων Μεντόν, Νις και Γκρενόμπλ. Η εμμονή του Μουσολίνι να βάλει τη χώρα του στον πόλεμο δε φαινόταν να αποδίδει καρπούς, και η Ιταλία για δεύτερη συνεχόμενη φορά έβγαινε από πόλεμο απογοητευμένη.
Μετά τη συντριβή της Γαλλίας η κατάσταση άλλαξε δραματικά στην Ευρώπη. Η Βρετανική αυτοκρατορία έμεινε μόνη, και παρά τη νίκη της στη Μάχη της Αγγλίας έπρεπε να υπερασπίσει τις αποικίες της στην Αφρική, τη Μεσόγειο και την Άπω Ανατολή. Η Γερμανία ήταν ισχυρότερη από ποτέ, και ανανέωσε τις συμμαχίες με Ιταλία και Ιαπωνία, με την υπογραφή του Τριμερούς Συμφώνου. Ο Χίτλερ είχε ήδη ξεκινήσει μυστικές προετοιμασίες για επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, και για το σκοπό αυτό ήρθε σε επαφή με τη Φινλανδία και τη Ρουμανία.
Η Φινλανδία μετά τη λήξη του Χειμερινού Πολέμου είχε χάσει μεγάλο μέρος του εθνικού της εδάφους, και το ενδεχόμενο νέου πολέμου ήταν ορατό. Δέχθηκε πρόθυμα τη συμμαχία της Γερμανίας.
Η Ρουμανία από την άλλη ήταν σύμμαχος των Γάλλων, αλλά μετά την ήττα τους έψαχνε για προστάτη απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, στην οποία στις 27 Ιουνίου αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη Μπουκοβίνα και τη Βεσαραβία. Στις 21 Αυγούστου η Βουλγαρία προσάρτησε τη νότια Δοβρουτσά. Όταν η σύμμαχος των Γερμανών Ουγγαρία ζήτησε την Τρανσυλβανία, ο βασιλιάς Κάρολος αναγκάστηκε να ζητήσει τη διαμεσολάβηση του Χίτλερ και να παραιτηθεί. Τη διακυβέρνηση ανέλαβε ο στρατηγός Αντονέσκου, που σύνηψε στρατιωτική συμμαχία με το Ράιχ. Η Βερμαχτ εισήλθε στη χώρα στις 7 Οκτωβρίου.
Μετά την ήττα της Γαλλίας ο Μουσολίνι στράφηκε στα εδάφη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για τις εδαφικές του διεκδικήσεις. Ήδη από τον Ιούλιο είχαν ξεκινήσει οι επιχειρήσεις στην Κένυα, το Σουδάν και τη βρετανική Σομαλία, ενώ στις 13 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε επισήμως η ιταλική επίθεση στην Αίγυπτο. Παρά την υπεροχή τους σε στρατεύματα και υλικά μέσα, το σύνολο των ιταλικών επιχειρήσεων δεν εξελισσόταν καλά. Η προέλαση στην καλύτερη περίπτωση ήταν εξαιρετικά αργή, στη χειρότερη υφίστατο βρετανικές αντεπιθέσεις και υποχωρούσε.
Στο μεταξύ, ο Φύρερ επεδίωκε την τακτική περικύκλωση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Υποδαύλιζε τις τάσεις για ανεξαρτησία Ινδών και Αράβων και ξεκινούσε επαφές με την Ισπανία του Φράνκο και τη Γαλλία του Βισύ για τη συμμετοχή τους στον πόλεμο. Στις 23 Οκτωβρίου 1940 συνάντησε τον Ισπανό δικτάτορα στο Φεντάγιε, στα γάλλο-ισπανικά σύνορα, χωρίς να καταφέρει να τον πείσει να επιτεθεί στο Γιβραλτάρ. Από εκεί μετέβη στο Μοντουάρ, όπου τον περίμενε ο στρατάρχης Πεταίν. Ο τελευταίος επικαλέστηκε πλήρη αδυναμία της χώρας του για νέα πολεμική προσπάθεια, και κατάφερε προς το παρόν να το αποτρέψει. Ο Φύρερ ωστόσο πίστευε πως το τέλος θα άλλαζε η στάση τους. Ο Πεταίν αργά ή γρήγορα θα υπέκυπτε, ενώ ο Φράνκο ήταν ζήτημα χρόνου να καταλάβει το συμφέρον του.
Έμενε ακόμα μια συνάντηση. Στις 28 Οκτωβρίου θα πήγαινε στη Φλωρεντία, για να συζητήσει με το Μουσολίνι σχετικά με τις επιχειρήσεις στην Αφρική.
Η θέση του Μουσολίνι δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Ο σύμμαχός του φαινόταν πλέον να μην τον υπολογίζει καθόλου. Δεν τον ενημέρωσε ούτε το συμβουλεύτηκε για καμία από τις διπλωματικές κινήσεις του, παρόλο που τον αφορούσαν άμεσα. Ιδιαίτερα η γερμανική επέμβαση στη Ρουμανία, που τη θεωρούσε περιοχή ιταλικής επιρροής, όπως και το σύνολο των Βαλκανίων, του έδειξε ξεκάθαρα ότι δε μπορούσε να υπολογίζει στη Γερμανία για τους στόχους της χώρας του. Και με δεδομένη την κακή πορεία των επιχειρήσεων στην Αφρική, επέλεξε για επόμενο στόχο του μια παραδοσιακή σύμμαχο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια.
Η Ελλάδα είχε κρατήσει από την αρχή του πολέμου ουδέτερη στάση, προετοιμαζόταν όμως επί χρόνια για το ενδεχόμενο. Δεν είχε αντιδράσει σε καμία από τις πολλές προκλήσεις των Ιταλών, όπως το βομβαρδισμό του αντιτορπιλικού Ύδρα στις 12 Ιουλίου 1940, των αντιτορπιλικών Βασιλιάς Γεώργιος και Βασίλισσα Όλγα στις 30 Ιουλίου και τη βύθιση του ελαφρού καταδρομικού Έλλη στο λιμάνι της Τήνου στις 15 Αυγούστου. Υπήρξαν όμως αμυντικές προετοιμασίες. Ο Μεταξάς πείστηκε από τον Αλέξανδρο Παπάγο να διατάξει μερική επιστράτευση, ενώ στάλθηκε στην Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία ο αντιστράτηγος Πιτσίκας, για να οργανώσει μυστικά το Τμήμα Στρατιών Δυτικής Μακεδονίας. Ο ελληνικός στρατός δεν είχε εκσυγχρονιστεί, δεν υπήρχαν άρματα μάχης [μόνο ελάχιστα θωρακισμένα οχήματα], η αεροπορία ήταν σε εμβρυακό στάδιο και το πυροβολικό ανεπαρκές. Πρακτικά δεν είχε γίνει καμία οχύρωση στα σύνορα με την Αλβανία, αφού ο μεγαλύτερος κίνδυνος μέχρι πριν ένα χρόνο φαινόταν η Βουλγαρία, που πρόβαλε συνεχώς διεκδικήσεις στη Θράκη και την ανατολική Μακεδονία. Είχε δημιουργηθεί η Γραμμή Μεταξά και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού βρισκόταν εκεί.
Φαινόταν μια εύκολη επιχείρηση για τους Ιταλούς, μια επιχείρηση ρουτίνας, ανάλογη με τη γερμανική κατάκτηση του Λουξεμβούργου ή της Ολλανδίας. Ο Μουσολίνι επέλεξε να επιτεθεί την 28η Οκτωβρίου, την επέτειο της εγκαθίδρυσης της εξουσίας του, και μάλιστα χωρίς να ειδοποιήσει το Χίτλερ για τις προθέσεις του. Το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι απηύθυνε στο Μεταξά τελεσίγραφο, ζητώντας την παράδοση της χώρας και τη δημιουργία ιταλικών ναυτικών και αεροπορικών βάσεων. Ο Μεταξάς απάντησε αρνητικά, και η απάντησή του αυτή έμεινε στην ιστορική μνήμη των Ελλήνων ως το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου.
Πίσω στη Φλωρεντία, μόλις κατέβηκε απ ‘το τρένο ο Χίτλερ ο Μουσολίνι του ανακοίνωσε ότι πριν λίγες ώρες τα στρατεύματά του εισέβαλαν στην Ελλάδα. Κανείς εκ των δύο δε φανταζόταν εκείνη τη στιγμή ότι η κίνηση αυτή έμελλε να αποδειχθεί μια από τις κρισιμότερες για την τελική έκβαση του πολέμου.