Οι ρίζες του ελληνικού αντάρτικου πόλης
Γράφει ο Γιάννης Χαραλαμπίδης, Φιλόλογος – Ιστορικός
“Η Αριστερά ήταν πάντα σε ανοιχτό πόλεμο με τις τρομοκρατικές πράξεις…” μας πληροφόρησε ο υπουργός κ.Τόσκας. Δηλαδή, για τον αριστερό υπουργό η πολιτική βία είναι μια τακτική φύσει ξένη και άγνωστη στην Αριστερά. Θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει αποκλειστικά γελώντας, αλλά αξίζει να φωτίσουμε έστω μία από τις πτυχές του παρελθόντος της αριστερής βίας και συγκεκριμένα τις πηγές της.
Καταρχάς, η πολιτική βία στην Ελλάδα δεν είναι προϊόν που εισήγαγε η Αριστερά, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι σε αυτό. Η πολιτική βία είναι φαινόμενο σύμφυτο με τον ελληνικό πολιτικό βίο, πριν καλά-καλά ακόμα αποκτήσουμε κράτος. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1930 η βία στην πολιτική ζωή ήταν κυρίως αποτέλεσμα δράσης φανατικών παρακρατικών ή παρακομματικών ομάδων των εκάστοτε μεγάλων πολιτικών παρατάξεων. Άρα μιλάμε για ένα ενδημικό φαινόμενο που δεν έχει καμμία σχέση με ό,τι έχουμε γνωρίσει στους σύγχρονους καιρούς ως επαναστατική βία.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, τερματίζοντας την κομματική και φατριαστική δράση, ήρθε να διαλύσει αυτή την κατεστημένη μορφή επιδίωξης πολιτικού αποτελέσματος μέσω της βίας. Ταυτόχρονα, όμως, έριξε τον σπόρο για την γέννηση ενός άλλου φαινομένου που αντιμετωπίζουμε μέχρι σήμερα, της αριστερής επαναστατικής βίας -φαινόμενο, ασφαλώς, που δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία, αλλά που μοιράζεται στην Ελλάδα τις παραμέτρους που εμφάνισε σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το ΚΚΕ άρχισε να συγκροτεί παράνομο μηχανισμό δράσης πρόωρα και άτεχνα, όταν ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ΄20 βρέθηκε στο στόχαστρο της βενιζελικής διακυβέρνησης. Η θέσπιση του “ιδιωνύμου” έθεσε για πρώτη φορά σοβαρά νομικά εμπόδια στην κομματική και ευρύτερα πολιτική δραστηριότητα του μικρού και σχεδόν περιθωριακού ακόμα ελληνικού ΚΚ. Όταν η πολιτική της κυβέρνησης Βενιζέλου έγινε στη συνέχεια και πολιτική της κυβέρνησης Μεταξά, ενισχυμένη μάλιστα με όλη την δύναμη επιβολής του κατασταλτικού μηχανισμού μιας δικτατορίας και την πανουργία του θεσμικού διώκτη Κ.Μανιαδάκη, ήταν μονόδρομος αυτό που ακολούθησε. Οι κομμουνιστές μετέφεραν τη δράση τους στο πεδίο της παρανομίας και κατάφεραν να συγκροτήσουν ένα αποτελεσματικό μηχανισμό πολιτικής δραστηριότητας, απέναντι στο πλαίσιο των δεινών διώξεων και το φάσμα της εσωτερικής αποσάθρωσης που ανεφάνη λόγω της στρατηγικής διεμβολισμού που χρησιμοποίησε ο Μανιαδάκης. Στο περιβάλλον αυτό κατέστη επιτακτική η ανάγκη για ένα βραχίονα ασφαλείας, ένα πλέγμα δράσεων του παράνομου μηχανισμού, το οποίο θα στρεφόταν στην προστασία του κινήματος από τους “χαφιέδες”, δηλαδή τους εξωτερικούς και κυρίως εσωτερικούς πληροφοριοδότες των κρατικών υπηρεσιών, αλλά και τον φρονηματισμό των στελεχών προς αποφυγή αποσκιρτήσεων ή σεχταρισμού.
Αυτός ο παράνομος μηχανισμός ήταν που έδωσε τη δυνατότητα στο ΚΚΕ να πάρει σχετικά γρήγορα πρωτοβουλίες αντίστασης και να συγκροτήσει δίκτυα οργάνωσης σε μεγάλο μέρος του ελλαδικού χώρου, μετά την επίθεση του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, το καλοκαίρι του 1941. Ο ΕΛΑΣ, το ένοπλο αντιστασιακό χέρι του Κόμματος, απέκτησε το 1943 και επώνυμη υπηρεσία εσωτερικής ασφαλείας, τη διαβόητη ΟΠΛΑ, που λίγο αργότερα ενσωματώθηκε στην Πολιτοφυλακή και από την οποία ξεπήδησαν όλοι οι ταλαντούχοι και διακεκριμένοι δολοφόνοι τη ερυθρής βίας. Η Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών ανελάμβανε επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών, δολοφονιών, προγραφών προσώπων και οικογενειών που συνιστούσαν υπαρκτό ή δυνητικό κίνδυνο για το κίνημα, κλπ. Τα αποτελέσματα της δράσης αυτού του αστικού επιχειρησιακού δικτύου υπήρξαν εξαιρετικά, με αποκορύφωμα την περίοδο των Δεκεμβριανών.
Το εκ νέου πέρασμα της Αριστεράς στην παρανομία μετά το 1946 σήμανε την επανενεργοποίηση του ανορθόδοξου κομμουνιστικού οργανισμού και των αστικών εκτελεστικών μηχανισμών του -αν δεχτούμε ότι η Συμφωνία τη Βάρκιζα τα είχε απενεργοποιήσει. Δολοφονικές επιθέσεις κατά στόχων ατομικών, όπως ο υπουργός Χρήστος Λαδάς, ή ομαδικών, όπως το λεωφορείο των αεροπόρων στη Θεσσαλονίκη, εκδηλώθηκαν με επιτυχία. Ο περιορισμός της δράσης αυτού του εκτελεστικού οργανισμού επιτεύχθηκε χάρη στην ασφυκτική πίεση των υπηρεσιών ασφαλείας του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού κράτους. Ο μηχανισμός διατηρήθηκε εν μέρει ζωντανός -αλλά απέχων από βίαιες ενέργειες- και μετά τη λήξη του εμφυλίου, για να ατονίσει σταδιακά και να τεθεί εν υπνώσει στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, με τη συμβολή της σημαντικής κοινοβουλευτικής παρουσίας της ΕΔΑ και την εφαρμογή της στρατηγικής των συμμαχιών που δεν ευνοούσε τις παράνομες ενέργειες -με αυτό το περιβάλλον συνδέεται και η επιμονή στην “πολιτική της νομιμότητας” από την προδικτατορική κοινοβουλευτική Αριστερά.
Οι εξελίξεις της επόμενης εικοσαετίας, με την εδραίωση του ψυχροπολεμικού modus vivendi, τις περιοδικές διεθνείς υφέσεις, τη συμμετοχή της εσωτερικής Αριστεράς μαζικά στην κοινοβουλευτική διαδικασία και τον διχασμό του εξόριστου Κόμματος, την εσωτερική πολιτική κρίση, την διεθνή ανάδυση του ριζοσπαστικού αριστερού ακτιβισμού, τον δικτατορικό αυταρχισμό και την απροθυμία του ΚΚΕ να μετάσχει σε δυναμικές δράσεις κατά του καθεστώτος των συνταγματαρχών, διαμόρφωσαν το έδαφος πάνω στο οποίο θα ανορθωθεί μετά την μεταπολίτευση το σύγχρονο επαναστατικό αντάρτικο πόλης, όπως το γνωρίσαμε όλοι μας. Με αναλογίες σκέψης και δράσης προς τα ανάλογα γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά υποδείγματα, η Ελλάς απέκτησε το δικό της σύγχρονο ακροαριστερό αντάρτικο πόλης. Ως στόχοι επιλέχθηκαν πρόσωπα ή εγκαταστάσεις που εκπροσωπούσαν το σύστημα εξουσίας, από το πολιτικό κατεστημένο ως τον τύπο και εκφραστές της πολιτικής των μεγάλων ξένων δυνάμεων. Οι παράπλευρες απώλειες υπήρξαν γενικά περιορισμένες και, πλην λίγων περιπτώσεων, αφορούσαν κυρίως αστυνομικούς και άλλο προσωπικό ασφαλείας, που ούτως ή άλλως θεωρούνταν ήσσονες στόχοι ως όργανα κρατικής καταστολής.
Η ιδεολογική μήτρα από την οποία εκπορεύτηκε η μεταπολιτευτική αριστερή τρομοκρατία είναι η γνώριμη κοιτίδα του επαναστατικού λενινισμού και οι όποιες εναλλακτικές ξεπήδησαν από αυτή. Η πορεία του ΚΚΕ από τον επαναστατισμό στη θεσμικότητα, ξεκινώντας από το “…παρά πόδα…” του Ν.Ζαχαριάδη και φτάνοντας στην με φυσική ανακούφιση αποδοχή της νομιμότητας από τον Κ.Καραμανλή, γέννησε σταδιακά μια γενιά πρόθυμων σημαιοφόρων μιας αδικαίωτης επανάστασης. Γαλουχημένη πάνω στην και γύρω από την εμιγκρέδικη μαρξιστική διανόηση της γενιάς του Ματαρόα, η ελλαδική τρομοκρατία δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ως ένα από τα σύμβολά της τον Άρη Βελουχιώτη, σε μια εποχή που αυτός ήταν απόβλητος από την επαναστατική παράδοση της κομματικής ορθοδοξίας αλλά και αντικείμενο διεκδίκησης από την ευφυή ριζοσπαστικά εθνολαϊκιστική μαρτυρία του ΠΑΣΟΚ.
Η πολιτική βία υπήρξε, λοιπόν, και παραμένει μια από τις εμπεδωμένες πρακτικές της ελληνικής Αριστεράς σε διάφορες εκδοχές της. Η σταδιακή επάνοδος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο πολιτικό προσκήνιο μετά τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μας έδωσε απτά ίχνη των εκλεκτικών συγγενειών που εξακολουθούν να υπάρχουν ανάμεσα σε ένοπλους και μη συντρόφους του επαναστατικού αγώνα. Η στράτευση είναι ο κοινός παρονομαστής, η επιλογή των μέσων είναι που διαφοροποιεί κάθε φορά τον αγωνιστή, αυτή είναι συλλογιστική αρκετών στελεχών του κυβερνώντος μορφώματος, που ακόμα ενδημούν στο ημίφως των κομματικών γραφείων, δεχόμενοι όχι σπάνια την ευάρεσκη συμπάθεια των φωτισμένων κυβερνητικών