Ο άνθρωπος που επέστρεψε στα άστρα
Γράφει η Καρολίνα Ξεπαπαδέα
Στα 79 του χρόνια, απεβίωσε ο διεθνούς φήμης Έλληνας αστροφυσικός και επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου, Διονύσης Σιμόπουλος. Υπήρξε ένας βραβευμένος επιστήμονας με κορυφαία συνεισφορά στην αστρονομική εκπαίδευση, που κατάφερε μέσα από τα δεκάδες βιβλία του, να εκλαϊκεύσει την επιστήμη του χωρίς εκπτώσεις, καθιστώντας τη κατανοητή για το ευρύ κοινό.
«Είμαι έτοιμος να φύγω. Θέλω μονάχα λίγο χρόνο ακόμα να γράψω μερικά πράγματα αλλά κατά τα άλλα είμαι πλήρης. Εζησα πλούσια ζωή, δεν έχω παράπονο. Και ως προς τη δουλειά και ως προς την οικογένειά μου, ήμουν τυχερός άνθρωπος. Οπότε, σου το τονίζω, είμαι πλέον έτοιμος να φύγω». Αυτά έλεγε ο Διονύσης Σιμόπουλος στον Ηλία Μαγκλίνη το 2019 από το τηλέφωνο. Μόλις είχε γίνει η πρώτη διάγνωση της επάρατης νόσου και οι γιατροί του έδιναν τότε λίγους μήνες ζωής ακόμα. Στη δύσκολη εκείνη περίοδο, εκείνος έβρισκε τη δύναμη μέσα του να παλεύει, λες και αντλούσε δύναμη από τα άστρα.
«Εγώ είμαι Επικούρειος. Ο Επίκουρος έλεγε ότι ο θάνατος είναι εκεί που βρίσκεται. Όσο είναι μακριά μας, δεν μας ενδιαφέρει. Αν επέλθει ο θάνατος, πάλι δεν μας ενδιαφέρει, γιατί εμείς θα έχουμε φύγει. Δεν υπάρχει πρόβλημα με μια τέτοια φιλοσοφία», έλεγε σε μια συγκλονιστική συνέντευξη στο Πρώτο Πρόγραμμα. Μάλλον, αυτές οι φράσεις του επιφανούς Έλληνα αστροφυσικού, είναι ενδεικτικές της σοφίας και της νηφαλιότητας που τον χαρακτήριζαν παρότι διέκρινε το αναπόφευκτο τέλος. Ο θάνατός του επήλθε μετά από τρία χρόνια που πάλευε με αξιοπρέπεια τον καρκίνο στο πάγκρεας, χωρίς να χάσει στιγμή τη δημιουργικότητα, την επιστημονική του συγκρότηση και την ικανότητα να εξηγεί το ανεξήγητο, το άπειρο, αυτό που… δεν είμαστε βιολογικά προγραμματισμένοι να κατανοήσουμε.
Η ασθένεια του Διονύση Σιμόπουλου δεν φαίνεται να τον παρόπλισε. Αντιθέτως, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, παλεύοντας με αυτήν, ήταν πιο ενεργός από ποτέ. Με κάθε κείμενο ή κουβέντα του, πρόσθετε ένα ακόμα λιθαράκι στη σύλληψη του αινιγματικού και άγνωστου κόσμου.
Για την περίοδο που νόσησε, έλεγε στο Πρώτο Πρόγραμμα τα εξής: «Δεν το ανακοίνωσα για να με λυπηθεί κανείς – εδώ δεν λυπάμαι εγώ τον εαυτό μου – αλλά βοηθήθηκε κόσμος. Δεν ξέρω πού είναι ο φόβος», σημειώνοντας ότι ακολούθησε τις πιεστικές παροτρύνσεις δύο φίλων του γιατρών, οι οποίοι του ζήτησαν να δημοσιοποιήσει την περιπέτειά του, προκειμένου – επειδή είναι γνωστός – να βοηθήσει ανθρώπους που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα. «Σε αυτά τα 3 χρόνια που έχουν περάσει, έχω πάρει μηνύματα από ανθρώπους από όλη Ελλάδα που έχουν βοηθηθεί. Οπότε για αυτό και μόνο άξιζε». «Ο καρκίνος στο πάγκρεας είναι πάρα πολύ δύσκολος. Όταν μου ανακοινώθηκε από τους γιατρούς, σκέφτηκα ότι θα έχω 2-3 μήνες ζωής, το πολύ. Ο γιατρός μου είπε αν δεν κάνω τίποτα θα ζήσω 6 μήνες, και αν κάνω αυτά που πρέπει θα ζήσω παραπάνω. Έχουν περάσει 3 χρόνια από τότε, κι εγώ ακόμα ζω και βασιλεύω και πιστεύω ότι θα δω και την τέλεια ανακαίνιση του πλανηταρίου το 2023».
Μεταξύ άλλων, έδωσε απαντήσεις σε ερωτήματα για το σύμπαν και για το αν υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες και γαλαξίες.
Με αναφορές και παραδείγματα όποτε χρειαζόταν στον λαϊκό πολιτισμό, τη μυθολογία, την παράδοση ή την ποπ κουλτούρα, ο Διονύσης Σιμόπουλος κατέστησε την αστροφυσική μία εύληπτη επιστήμη, χωρίς νοηματικές εκπτώσεις. Την απλοποίησε χωρίς να μειώσει την αξία της, της απέδωσε μάλιστα εκπαιδευτικό νόημα, απαντώντας σε κάθε είδους «τρελές» και μη ερωτήσεις, γράφοντας σε μαθητικές εφημερίδες, μιλώντας σε όποιον του το ζητούσε, «εκλαϊκεύοντας» με πολύ σοβαρό και επιστημονικό τρόπο έννοιες και νοήματα που έτσι κι αλλιώς είμαστε σε εγγενή αδυναμία να συλληφθούμε.
- H ζωή και το έργο του Διονύση Σιμόπουλου
Στη σημαντική του συγγραφική δραστηριότητα περιλαμβάνονται και τα: «Είμαστε Αστρόσκονη», (Μεταίχμιο, 2017), «Από τα Ψηλαλώνια στο Φεγγάρι: Η περιπέτεια της κατάκτησης του διαστήματος» (Μεταίχμιο, 2019), «Ο Ουρανός της Ελλάδας: Οδηγός για τα άστρα και τους αστερισμούς» (Μεταίχμιο, 2020). «Η μεγάλη περιπέτεια στο διάστημα» (Οξύ, 2021).
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Είμαστε αστρόσκονη: Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος», διαβάζει κανείς τα εξής:
«Το άγνωστο συχνά τρομάζει τον κόσμο. Πολλούς τους κάνει να αισθάνονται χαμένοι. Μόνοι. Ανασφαλείς. Σε άλλους το άγνωστο κεντρίζει την περιέργεια. Τους κάνει ανυπόμονους. Περήφανους. Να αισθάνονται μέρος από κάτι μεγαλύτερο απ’ αυτούς. Και η απόκτηση νέων γνώσεων για το άγνωστο, ειδικά γνώσεων που προκαλούν αλλαγές στις φιλοσοφικές ιδέες του ανθρώπου σχετικά με τον εαυτό του και τη σχέση του με τη φύση, θα αντιμετωπίζεται πάντα με επαίνους και με εχθρότητα μαζί.
Στο Σύμπαν υπάρχουν περίπου ένα τρισεκατομμύριο τρισεκατομμύρια άστρα. Όσοι είναι και οι κόκκοι της άμμου όλων των ωκεανών της Γης. Και από την άλλη, στην ύλη που περιέχεται μέσα σε μία μόνο δαχτυλήθρα βρίσκουμε ένα δισεκατομμύριο τρισεκατομμύρια άτομα. Πού βρίσκεται λοιπόν τώρα το κέντρο του Σύμπαντος; Βρίσκεται άραγε ο άνθρωπος πραγματικά πολύ μακριά απ’ αυτό; Ή μήπως το απροσδιόριστο αυτό κέντρο δεν είναι πραγματικά παρά θέμα προοπτικής και σχετικότητας;
Από τη γέννηση των άστρων ως τις μαύρες τρύπες, από τα στοιχειώδη σωματίδια ως τα βαρυτικά κύματα, από τους πιο μακρινούς γαλαξίες ως το ανθρώπινο είδος, αυτό το βιβλίο περιγράφει το αέναο ταξίδι της υλοενέργειας που απαρτίζει το Σύμπαν.
Είμαστε όλοι μας αστρόσκονη, και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα. Κάποια μέρα θα υπάρξουν άλλοι κόσμοι, γεμάτοι με άλλα όντα, αστράνθρωποι σαν εμάς, που θα γεννηθούν από τις στάχτες ενός, κάποιου άλλου, πεθαμένου άστρου. Ενός άστρου που σήμερα το λέμε Ήλιο.».
Δεν έχει σημασία τι πιστεύουμε, η ικανότητά μας να συλλαμβάνουμε την απεραντοσύνη του σύμπαντος, δεν έχει την παραμικρή επίδραση στο πόσο αυτό διαστέλλεται όλο και περισσότερο, όλο και ταχύτερα. Καλά κάνουμε και πιστεύουμε ή δεν πιστεύουμε σε οιεσδήποτε θρησκευτικές δοξασίες, ωστόσο, αυτό που συμβαίνει εκεί έξω, αυτό που έχουμε εγγενή αδυναμία να κατανοήσουμε, αυτό που με τόση σοβαρότητα και αγάπη εξηγούσε τόσα χρόνια ο Διονύσης Σιμόπουλος, ήταν, είναι και θα είναι πολύ μεγαλύτερο από εμάς.
Μπορεί να μην πήρε Νόμπελ, ωστόσο, κατόρθωσε κάτι μακράν σπουδαιότερο: έφερε τον άνθρωπο λίγο πιο κοντά στ’ αστέρια και, αφότου ολοκλήρωσε το ταξίδι του στη γη, επέστρεψε σ’ αυτά.