Δικαιοσύνη ή θέαμα για τα Τέμπη;

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας

Είχαμε καιρό να δούμε τόσο πολύ μαζικές συγκεντρώσεις στην Ελλάδα και ταυτόχρονα ανάλογες κινητοποιήσεις και σε άλλες χώρες. Μόνο ίσως με το Σκοπιανό ζήτημα να υπήρξε ανάλογη συμμετοχή και θέρμη. Κι αυτό είναι κατανοητό γιατί ένα δυστύχημα αυτού του μεγέθους προκαλεί ερωτηματικά που ψάχνουν απαντήσεις και διεγείρουν συναισθήματα που ψάχνουν με κάποιο τρόπο εκτόνωσης και κάποια μορφή δικαίωσης για τα θύματα και τους συγγενείς τους.

Όλα αυτά είναι θεμιτά, αποδεκτά κι αναμενόμενα κι ως ένα βαθμό είναι υγιές για μια κοινωνία ακόμη κι όταν δεν ξέρει τι να κάνει με την οργή, την αγανάκτηση ή την απογοήτευσή της, να βρίσκει μέσα να την εκφράσει, να τη δηλώσει εμφατικά και να απαιτήσει δράσεις και λύσεις. Από ποιους όμως και με ποιο τρόπο; Και τι υπονοεί, όχι η εύλογη κριτική, αλλά η τάση ισοπέδωσης κάθε θεσμικής οντότητας όταν μάλιστα δεν έχουμε να προτείνουμε κάτι που αντικαθιστώντας τες θα αποδειχθεί αποδεδειγμένα πιο αποτελεσματικό;

Η τραγικότητα του συμβάντος των Τεμπών, όπως έγραφα και τότε, ανέδειξε τη διαχρονική ανικανότητα και την αναβλητικότητα στην πολιτική διαχείριση του θέματος “σιδηρόδρομος” στην Ελλάδα. Μια σειρά υπουργών, ειδικά μετά την ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, θεώρησαν ότι η κατάσταση βρίσκεται στον αυτόματο πιλότο και η συνδιαλλαγή με τον επενδυτή ώστε να καθυστερεί ο απαιτούμενος εκσυγχρονισμός δεν θα επιφέρει και κάποιο υπολογίσιμο αρνητικό αντίκτυπο.

Ελάχιστα όμως ασχοληθήκαμε με το τι γίνεται από εδώ και πέρα. Ποια βήματα γίνονται για να εξαλειφθεί η αβελτηρία και πώς κατοχυρώνουμε τη μη επανάληψη παρόμοιων φαινομένων. Έμοιαζε να μας αρκεί η καταδίκη συγκεκριμένων πολιτικών, κάποιοι προσδοκώντας και κομματικά οφέλη, ακόμη κι αν η ταλαιπωρημένη έννοια της πολιτικής ευθύνης δεν έχει και μεγάλη σχέση με τις ποινικές ευθύνες. Παρόλο που η ασαφής και γενικόλογη πολιτική διάσταση της ευθύνης σπάνια αναλαμβάνεται από κάποιον στην ολότητά της, το ποινικό κομμάτι όσο κι αν δεν αρέσει στο λαϊκό αίσθημα, έχει άλλους κανόνες και πιο ράθυμους και απαιτητικούς ρυθμούς.

Και τελικά πόσο εμπιστευόμαστε τη λειτουργία της δικαιοσύνης; Αν εξαρχής τη θεωρούμε διεφθαρμένη, τότε ποια είναι η απάντηση στο πώς αποδίδεται το δίκαιο; Τα λαϊκά δικαστήρια; Ή θα την απαξιώνουμε οπότε δεν συμφωνούμε με τις αποφάσεις και θα τη δοξάζουμε σε αντίθετη περίπτωση; Υποχρεούμαστε να πιστέψουμε στην ακεραιότητα βασικών συστατικών ενός συστήματος, που συμπεριλαμβάνει και εκπροσωπεί όλα τα μέρη μιας αντιδικίας, να τα αφήσουμε ανεπηρέαστα από κάθε επηρεασμό να επιτελέσουν το λειτούργημά τους και να αναμένουμε τις τελικές αναφορές κρατικών αλλά και ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων για να κρίνουμε με βάση πραγματικά στοιχεία κι όχι υποθέσεις και σενάρια. Αλλιώς το επόμενο βήμα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοδικία.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.