Η ρίζα της βίας
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Για μια ακόμη φορά χρειάστηκε ένα τραγικό γεγονός για να αρχίσουμε και πάλι τις αναλύσεις για το τι είναι βία, πώς δημιουργείτε, πώς ριζώνει κι αναπτύσσεται μέσα στις κοινωνίες και πως αντιμετωπίζει στις οργανωμένες κοινωνίες. Επαναλάβαμε τους συνηθισμένους αφορισμούς, στιγματίσαμε με την απέχθεια μας τους αυτουργούς και καταλήξαμε να κινούμαστε ανάμεσα σε απαγορεύσεις και εμπλουτισμό υπάρχοντων μέτρων να ελπίζουμε ότι το φαινόμενο μπορεί να ελεγχθεί επαρκέστερα. Είναι όμως τόσο απλά και γραμμικά τα πράγματα;
Η βία, με όλες τις μορφές, αποτελεί κορυφαίο ζήτημα και δεν χαλιναγωγείται με υπεραπλουστεύσεις. Η οπαδική εκφάνση της είναι απλώς μια άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, εμπλουτισμένη με δύο επιπλέον στοιχεία – άλλοθι, τη μαζικότητα και την επίφαση προάσπισης μιας αξίας που ξεπερνά τα ιδεολογήματα ή τα πρέπει ενός συστήματος.
Όμως όσο κι αν προσπαθήσουμε να προσδώσουμε σε αυτή τη βία ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά, δεν παύει να παραμένει μια εκτονωτική διάσταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς που οι ρίζες της βρίσκονται στα προσωπικά αδιέξοδα. Ο κάθε οπαδός που, με τις ακρότητες του, στην ουσία κάνει ζημιά στην ομάδα του, δεν λειτουργεί ως εντολοδόχος μιας αποστολής όπως παριστάνει. Απλώς βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να αναδείξει της έλλειψη παιδείας, σεβασμού και αξιοπρέπειας.
Μια κοινωνία με ακρωτηριασμένη ηθική θα συνεχίσει να δικαιολογεί τα τσογλάνια που ακρωτηριάζουν τη λογική της, είτε αυτή αφορά τα γήπεδα, την κακοποίηση ζώων ή τη βία στις γυναίκες. Θα βρίσκει δικαιολογίες, θα κρύβεται πίσω από τις ενοχές και τις τύψεις της και θα αναζητεί απαντήσεις στα νεφελώδη μονοπάτια του δικαιωματισμού κι όχι στη συνολική ηθική αποκατάσταση.
Κι ως τότε, τι κάνουμε; Γιατί θα ήταν υποκριτικό να πιστεύουμε ότι νοοτροπίες δεκαετιών θα αλλάξουν με ένα μαγικό ραβδάκι. Έως τότε, θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι δεν φοβόμαστε να επιβάλλουμε τους νόμους που ψηφίζονται, να τιμωρήσουμε όσους επιχειρούν να τους παρακάμψουν όσο ψηλά κι αν νομίζουν πως στέκονται, και να πείσουμε τους πολίτες ότι πέρα από τις καλές προθέσεις υπάρχει και η πρόθεση να λόγια να γίνονται πράξη ακόμη κι όταν η καθημερινότητα στέλνει στη πρόσκαιρη λήθη τέτοια θέματα.