Η νέα αμερικανική ναυτική ισχύς και η Ελλάδα

Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο επίκεντρο του εκεί δημοσίου διαλόγου επανέρχεται η συζήτηση για το μέλλον του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού και ευρύτερα της αμερικανικής ναυτικής ισχύος και της προβολής της στις θαλάσσιες ζώνες του πλανήτη.

Με την κινεζική ναυτική ισχύ ολοένα και να μεγενθύνεται επιδιώκοντας ρόλο ρυθμιστή ή ακόμα και επικυρίαρχου στους θαλάσσιους δρόμους του πλανήτη, Το ζήτημα του αξιόμαχου του αμερικανικού πολεμικού στόλου έχει αποκτήσει πλέον υπαρξιακά χαρακτηριστικά.

Είναι προφανές πως το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό εισέρχεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ήδη από το τέλος του περασμένου έτους το θεσμικό σύστημα διαμόρφωσης της αμερικανικής αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής κατάληξε στο συμπέρασμα πως η ναυτική ισχύς πρόκειται να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στην στρατηγική άμυνας και ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους.

Χαρακτηριστικό είναι πως το υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ πρόσφατα δημοσίευσε έκθεση-πρόταση με τίτλο << Battle Force 2045>> που πρότεινε την δημιουργία ενός υβριδικού μείγματος 335 επανδρωμένων πολεμικών πλοίων που θα λειτουργούσαν συμπληρωματικά με 150 μην επανδρωμένες πλατφόρμες μάχης. Μία αναλογία ένα προς τρία. Με άλλα λόγια το 25% της μελλοντικής αμερικανικής ναυτικής δύναμης πιθανώς να αποτελείται από μη επανδρωμένα σκάφη επιφανείας.

Η πανδημία και η κυβερνητική αλλαγή στην Ουάσινγκτον άνοιξαν έναν νέο κύκλο στον δημόσιο διάλογο για το ζήτημα των προτεραιοτήτων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και της κατανομής των πόρων, Το σχέδιο για τον περιορισμό των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της πανδημίας ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων που ήδη κατευθύνεται απευθείας στους Αμερικάνους πολίτες συμπίπτει χρονικά με ένα άλλο παράλληλο σχέδιο δημοσίων επενδύσεων με την διττή στόχευση της επανεκκίνησης της οικονομίας αλλά και της ανανέωσης του ομοσπονδιακού δικτύου υποδομών των ΗΠΑ που παρουσίαζε εικόνα κατάρρευσης και εκφυλισμού λόγω της υποχρηματοδότησης που προκάλεσε η διακυβέρνηση Τραμπ. Είναι προφανές πως το νέο περιβάλλον που διαμορφώθηκε δημιουργεί ένα κλίμα ανταγωνισμού για την κατανομή των πόρων. Όλως παραδόξως αυτό το κλίμα δεν πρόκειται να επηρεάσει το πρόγραμμα ενίσχυσης του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ. Καθώς για τους Αμερικάνους η ναυτική ισχύς των ΗΠΑ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αμερικανικής διπλωματίας και της διεθνοπολιτικής εμβέλειας της υπερδύναμης. Το αμερικανικό ναυτικό ως αναπόσπαστο τμήμα του ευρύτερου πλέγματος που συνθέτους οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις και υπηρεσίες πληροφοριών, όχι απλά αποτελεί το κύριο μέσο προβολής της ισχύος της υπερδύναμης, αλλά και ως ελβετικός σουγιάς, ένα πολυεργαλείο που μπορεί πλέον να παρεμβαίνει διακριτικά ακόμα και στο πεδίο της ήπιας ισχύος ( soft power) για να διασφαλίζει τα αμερικανικά συμφέροντα στην υφήλιο.

Ενδεικτικές οι απόψεις του διάσημου συγγραφέα Ρόμπερτ Κάπλαν που ισχυρίζεται πως << τα μη επανδρωμένα συστήματα προς το παρόν δεν μπορούν να υποκαταστήσουν πλήρως τις επανδρωμένες πλατφόρμες αλλά αποτελούν κρίσιμα εργαλεία γι αυτές>>.

Αναμφίβολα τα μη επανδρωμένα συστήματα αποτελούν μία επιλογή που περιορίζει θεαματικά το κόστος λειτουργίας της αμερικανικής πολεμικής μηχανής και πιθανότητα ανθρώπινων απωλειών. Ο 21ος είναι ένας ακόμα ναυτικός αιώνας και αιώνας ναυτικών ανταγωνισμών με την άνοδο της κινεζικής ναυτικής ισχύος να φαντάζει ως κυριότερος αντίπαλος των ΗΠΑ σε Ωκεανούς και θάλασσες.

Σ αυτό ακριβώς το γεωπολιτικό περιβάλλον οι Αμερικάνοι παράγουν μη επανδρωμένα συστήματα επιφανείας, υποβρύχια και εναέρια που είναι καινοτόμα και θα αποτελέσουν τον οδηγό για τις μεθόδους ανάπτυξης των ναυτικών δυνάμεων στο μέλλον.

Ήδη αυτά τα μη επανδρωμένα συστήματα είναι επιχειρησιακά και εκτελούν αποστολές επίθεσης, συλλογής πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώριση, ανεφοδιασμού υλικών και καυσίμων. Και η αναβάθμιση τους σε συνδυασμό με την τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο πρόκειται να λειτουργήσει πολλαπλασιατικά για τις δυνατότητες τους.

Η ελληνική διάσταση

Τον περασμένο Απρίλιο η επανεμφάνιση του Αμερικανικού αεροπλανοφόρου Dwight Aizenhower στις ελληνικές θάλασσες και η επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σ αυτό απόδειξαν την τεράστια βαρύτητα που έχει η Ελλάδα στους ευρύτερους αμερικανικούς σχεδιασμούς.

Είναι προφανές πως το νέο πρόγραμμα αγοράς ή ναυπήγησης φρεγατών το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιατικά για την ναυτική ισχύ και τις δυνατότητες παρέμβασης του ΝΑΤΟ και του ευρύτερου συστήματος ασφαλείας που δομούν οι Ηνωμένες Πολιτείες από κοινού με την Γαλλία, το Ισραήλ και τους Αραβες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.