Δημοσκοπήσεις: Ανάμεσα σε ταβανατζήδες και άσχετους
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος, Συγγραφέας
Εν αναμονή νέου κύματος δημοσκοπήσεων, κι επιτέλους των πρώτων που θα θέτουν ερώτημα αποκλειστικά για τις Ευρωεκλογές, να ξεκαθαρίσουμε άλλη μια φορά μερικά βασικά πράγματα (πέρα από τις μεθοδολογικές δυσκολίες στην εξεύρεση αξιόπιστου δείγματος) και να δούμε τι καινούριο προέκυψε το τελευταίο διάστημα.
1.Οι έρευνες, μήνες πριν την επίσημη προεκλογική περίοδο, δεν μπορούν να προβλέψουν με σχετική ακρίβεια κανένα αποτέλεσμα. Αποτυπώνουν όμως τη σταθερότητα της τάσης προς συγκεκριμένη διαφοροποίηση της εκλογικής συμπεριφοράς.
2.Δεν κρατάμε από κάθε καταγραφή όποιο στοιχείο βολεύει την κομματική μας τοποθέτηση και τα συνδυάζουμε καταλήγοντας σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Παρακολουθούμε την εξέλιξη των αριθμών σε σχέση με προηγούμενες δημοσκοπήσεις της ίδιας εταιρείας κι αναζητούμε το κοινό έδαφος ανάμεσα σε διαφορετικές εταιρείες.
3.Το λευκό/άκυρο συνήθως υπερεκτιμάται και η αποχή είναι μια πολύ ευμετάβλητη παράμετρος, δύσκολη στην ανίχνευση και την ανάλυση, που η πορεία της κρίνεται αφού τεθούν τα τελικά εκλογικά διλήμματα και φανεί κατά πόσο αυτά μπορούν κινητοποιήσουν αδρανείς ή αδιάφορες κοινωνικές ομάδες. Μεγάλο μέρος τους αποτελεί τους ψηφοφόρους που αποφασιζουν τις τελευταίες μέρες καθορίζοντας το τελικό αποτέλεσμα.
4.Τα τελευταία χρόνια, κάτω από την πίεση των μέσων που παραγγέλνουν τις έρευνες, άρχισε να χρησιμοποιείται η εκτίμηση εκλογικής επιρροής με χρήση της εσφαλμένης απλής μεθόδου των τριών. Οι εταιρείες βέβαια διευκρινίζουν, ότι πρόκειται για μια απλή, μπακαλίστικη αναγωγή αλλά ορισμένοι επιμένουν να το παρουσιάζουν ως αξιόπιστη αναφορά, προφανώς για επικοινωνιακούς λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης.
Με αυτή την αλχημεία το 2012 έβγαζαν το ΣΥΡΙΖΑ νικητή με 3% ενώ συνέβη το ακριβώς αντίθετο και το 2015 όταν προέβλεπαν ντέρμπι, ειδικά το Σεπτέμβριο, ενώ η δυναμική της διαφοράς ξεπερνούσε το 5%.
5.Η ακριβής ανάγνωση του προφίλ των αναποφάσιστων και η πρόβλεψη της επιλογής τους, απαιτεί τη χρήση πολύπλοκων στατιστικών μοντέλων (που χρειάζονται επικαιροποίηση στο μετά κρίση περιβάλλον) αλλά και κοινωνιολογικό – ψυχολογικό αισθητήριο με βάση τις διαχρονικές θέσεις και τα πιστεύω τους, όπως αυτά αποτυπώνονται σε μια σειρά ποιοτικών δεδομένων των ερευνών.
6.Η πρόβλεψη δεν μπορεί να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη ιδανικές καταστάσεις. Είναι χρήσιμο να περιγράφουμε το πώς μπορεί να επιτευχθεί το απολύτως θετικό σενάριο. Άλλωστε ο ρόλος των γκάλοπ είναι να βελτιώνεται το πολιτικό μήνυμα ώστε να εκφράζει τις κοινωνικές ανάγκες. Όμως είναι απαραίτητο να προετοιμαζόμαστε και για το αρνητικό σενάριο ώστε να αντιδρούμε εγκαίρως προλαμβάνοντας άσχημες εξελίξεις.
Πάμε τώρα να δούμε τι μάθαμε από τις δυο πρόσφατες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Η μια, αφορούσε την Α’ Αθηνών αλλά κατά λάθος (;) παρουσιάστηκε από κάποια κορυφαία ΜΜΕ ως πανελλαδική. Κατέγραφε 13% διαφορά ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ (31%-18%). Θυμίζω ότι το 2015 και οι δύο βρίσκονταν στο 31%. Αν κανείς έμπαινε σε μια λογική αντιπαραβολής σε εθνικό επίπεδο δίχως αναγωγή αδιευκρίνιστης ψήφου, θα τοποθετούσε τη ΝΔ στο 28% (σταθερή όπως και στην Α Αθηνών) και τον ΣΥΡΙΖΑ στο 22% (-13% αντίστοιχα).
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει μια σχετική ανθεκτικότητα σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, όχι όμως ικανή να αλλάξει άρδην τη συνολική εικόνα.
Πάμε και στην μοναδική πανελλαδική έρευνα από την εταιρεία που πρώτη, πριν μια δεκαετία, ξεκίνησε την αναγωγή των αναποφάσιστων με στατιστικές μεθόδους. Άλλοτε με μεγάλη επιτυχία όπως το 2009, άλλοτε με παταγώδη αποτυχία όπως το 2012 που επέμενε για την καθαρή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συγκεκριμένη εταιρεία λίγους μήνες πριν είχε παρουσιάσει έρευνα με αποτέλεσμα: ΝΔ 42% και ΣΥΡΙΖΑ 18%. Η τωρινή μιλά για 39%-24,5%. Να υπενθυμίσω ότι η αδιευκρίνιστη ψήφος βρίσκεται στο 26%, που σημαίνει ότι το αρχικό, καθαρό αποτέλεσμα ήταν 28,8%-18,1%.
Αν είχε ενδιαφέρον ένα στοιχείο αυτό θα ήταν μια ποιοτική ανάλυση στο σώμα των αναποφάσιστων και ειδικά όσων αποφάσισαν το τελευταίο διάστημα βελτιώνοντας κάπως τη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτό το στοιχείο θα μπορούσαμε να βγάλουμε κρίσιμα συμπεράσματα για το σε τι βαθμό οι απόψεις όσων εσχάτως αποφάσισαν ταυτίζονται με όσων ακόμη βρίσκονται στην γκρίζα ζώνη του αγνώστου, ώστε να υποθέσουμε ανάλογη τελική αντίδραση τους.
Το γεγονός είναι ένα μεγάλο μέρος όσων έπαψαν να δηλώνουν αναποφάσιστοι ή απέχοντες, μετακινήθηκαν προς το ΣΥΡΙΖΑ. Αναμενόμενο από τη στιγμή που η συσπείρωση του βρισκόταν σε επίπεδα ανυπαρξίας. Άλλωστε πάνω από το 1/3 των αναποφάσιστων προέρχονται από το ΣΥΡΙΖΑ, μόλις ένα 5-10% από τη ΝΔ κι ένα μεγάλο μέρος προέρχεται από απέχοντες και το 2015.
Το ερώτημα, από εδώ και πέρα, είναι από ποια επιχειρήματα μπορούν να πεισθούν με βάση το συνολικό προφίλ τους όσοι συνεχίζουν να κρατούν αποστάσεις από την εκλογική διαδικασία. Στη ΝΔ αρκεί να απορροφήσει, όπως είναι και το πιθανότερο, τους δικούς της αναποφάσιστους κι ένα ποσοστό των υπόλοιπων αντίστοιχο με αυτό που καταδεικνύουν οι υπαρχόντες μετακινήσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι και για μια αξιοπρεπή ήττα, κοντά στις 5 μονάδες, έχει να διανύσει ακόμη τεράστιο δρόμο και να πείσει ένα αριστερόστροφο κοινό ότι διαθέτει ελάχιστα αποθέματα αξιοπιστίας. Αρκούν τα επιμέρους μέτρα, όπως η αύξηση του βασικού μισθού ή η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που ο ίδιος αύξησε; Θα παίξει καταλυτικό ρόλο αν επιτευχθεί η αποδοχή από πλευράς δανειστών της μη μείωσης του αφορολόγητου από το 2020;
Δύσκολο. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ελπίζει σε όχι οριακή υπέρβαση του 25% μόνο εφόσον το χιλιοειπωμένο μότο περί παλιού και νέου, ανήθικου και ηθικού, βρει ευήκοα ώτα έστω και την τελευταία στιγμή. Πλέον πρέπει να τους αποδείξει το γιατί θα πρέπει να τον επιλέξουν ξανά κι ότι δεν έχει μετατραπεί κι ο ίδιος σε μέρος αυτού που παρουσιάζει ως παλιό. Η εμπιστοσύνη έχει χαθεί, οι υποσχέσεις δεν λένε πολλά και τα αντιδεξιά σύνδρομα δεν θα κατευθύνουν αυτόματα αναποφάσιστους στο ΣΥΡΙΖΑ που αισθάνονται ότι τους πρόδωσε με τη στάση του.
Αυτά τα ολίγα λοιπόν προς το παρόν και ψυχραιμία σε κάθε φύσεως μη ταβανατζήδες που νομίζουν ότι πουλούν χρήσιμες υπηρεσίες στη μελλοντική εξουσία υπερεκτιμώντας την πραγματικότητα αλλά και σε όσους από την άλλη μεριά θεωρούν απλή υπόθεση τον επαναπατρισμό ψηφοφόρων αποκλειστικά με ξεπερασμένα επαναστατικά διλήμματα.