Δίκαιο της Θαλάσσης: Η διαδικασία της οριοθέτησης ζωνών – περιοχών

Του Απόστολου Χριστοδούλου (Σμήναρχος ΕΑ)

«Υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις οριοθέτησης:

Α) Καθορισμός μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών ζωνών που ανήκουν στο ίδιο κράτος,

Β) Καθορισμός του εξωτερικού ορίου μίας θαλάσσιας ζώνης (αιγιαλίτιδα ζώνη, συνορεύουσα ζώνη, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ), κήρυξη δηλαδή από μέρους ενός κράτους ζώνης εθνικής κυριαρχίας (αιγιαλίτιδα ζώνη) και έπειτα εθνικής δικαιοδοσίας, όταν το κράτος βρίσκεται σε τέτοια γεωγραφική θέση που του επιτρέπεται από το δίκαιο της θάλασσας να διεκδικήσει το εύρος των θαλάσσιων ζωνών του σε όλη την δυνατή έκταση (μονομερής οριοθέτηση που έχει πάντα διεθνή χαρακτήρα).

Γ) Οριοθέτηση μεταξύ κρατών που συνίσταται στην ανάγκη να αποσαφηνιστεί το όριο ανάμεσά τους, γιατί βρίσκονται σε τέτοια γεωγραφική θέση που υπάρχει επικάλυψη ζωνών, είτε γιατί οι ακτές τους είναι απέναντι η μία σε σχέση με την άλλη (μέση γραμμή), είτε γιατί οι ακτές τους είναι παρακείμενες (γραμμή ίσης απόστασης).

Η κύρια διαδικασία οριοθέτησης γίνεται με τη συμφωνία των ενδιαφερόμενων κρατών έπειτα από επιτυχείς διαπραγματεύσεις, μέθοδος που δεν επιδέχεται εξαίρεση σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός οριοθετήσεων που πραγματοποιήθηκαν με τη σύναψη συμφωνίας χωρίς διενέξεις. Η ύπαρξη νησιών στις προς οριοθέτηση περιοχές προκαλούσε, όπως είναι αναμενόμενο προβλήματα, ωστόσο, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων υιοθετήθηκε η μέση γραμμή ή η ίση απόσταση, επιλογή που υποδηλώνει ότι λήφθηκε υπόψη ολικά ή μερικά η ύπαρξη νησιών.

Παρά την εκτεταμένη αναφορά σε κείμενα συμφωνιών των μερών σε διάφορες περιπτώσεις θαλάσσιων οριοθετήσεων και τη λεπτομερή παρουσίαση αυτού του υλικού σε γραπτούς και προφορικούς ισχυρισμούς από τα διάδικα μέρη, οι συμφωνίες αυτές είχαν μικρή απήχηση σε δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις.

Σε κάθε περίπτωση δύναται να επισημανθεί, ότι οι συμφωνίες αυτές, καθεμιά από τις οποίες έφερε τα δικά της ιδιάζοντα και ξεχωριστά χαρακτηριστικά, δεν συνέβαλαν στη δημιουργία ενός αυτόνομου συστήματος οριοθέτησης. Οι συμφωνίες θαλάσσιας οριοθέτησης αγνόησαν τη σημασία των γεωλογικών ή γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών, ενώ άλλες επικάλυψαν υποθαλάσσιες περιοχές που περιείχαν κοιλότητες ή χαντάκια σε σημαντικό βάθος.

Σε περίπτωση αδυναμίας των κρατών να συμφωνήσουν δημιουργούνται διεθνείς διαφορές, οι οποίες θεωρούνται εξ ορισμού νομικές, και καθίσταται αναγκαία η παραπομπή αυτών σε κάποιο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, δικαστικό (κυρίως το Διεθνές Δικαστήριο) ή διαιτητικό. Σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα συνυπάρχουν συνήθως τα εξής στοιχεία: το δικαστήριο έχει ιδρυθεί και η λειτουργία του διέπεται από διεθνή πράξη, δεν υπόκειται ιεραρχικά σε οποιαδήποτε εθνική εξουσία, είναι καθ’ύλη αρμόδιο για την εκδίκαση διαφορών και αξιώσεων που πηγάζουν από διεθνείς έννομες σχέσεις, ενώ η κατά τόπο αρμοδιότητά του δεν περιορίζεται χωρικά στα όρια ενός και μόνο κράτους. Τα διεθνή δικαστήρια δεν συνδέονται μεταξύ τους με οποιαδήποτε οργανική ή λειτουργική σχέση, ενώ κάθε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο διαθέτει τη δική του δικονομία. Η δικαστική επίλυση μιας διεθνούς διαφοράς δεν είναι δυνατή, παρά μόνο εφόσον τα διάδικα κράτη συναινέσουν για την υπαγωγή της διαφοράς σε δικαστικό διακανονισμό.

Ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο έχει την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας, την εξουσία να αποφασίσει το ίδιο κατά πόσο είναι αρμόδιο να επιληφθεί της συγκεκριμένης διαφοράς. Αποστολή του ΔΔ ειδικότερα είναι να αποφαίνεται σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου επί νομικών διεθνών διαφορών που του υποβάλλουν τα κράτη. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει συνεπώς να αποδοθεί στη διεθνή νομολογία, που προσπάθησε να διευκρινίσει άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών ιδιαίτερα της υφαλοκρηπίδας. Το δίκαιο της θαλάσσιας οριοθέτησης αποτελείται κατά κύριο λόγο από την συσσωρευμένη νομολογία του ΔΔ και των διαιτητικών οργάνων.

Αποτέλεσμα αυτών είναι ένα σύνολο αρχών που υπάγονται, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του ΔΔ, στο γενικό διεθνές δίκαιο. Η πολυπληθής νομολογία των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, που επέχει θέση δικαίου, θεωρούμενη υπό αυτό το πρίσμα ως βασική πηγή του δικαίου των οριοθετήσεων, κατέχει πρωτεύουσα θέση, αφού η ιχνηλάτηση των εθιμικών κανόνων στους οποίους παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα οι σχετικοί κανόνες της Σύμβασης ΔΘ 1982 δεν είναι δυνατή χωρίς την ανάλυση της νομολογίας που τους κατέγραψε. Για το λόγο αυτό προκύπτει απαραίτητη παράλληλα με την πρόοδο της επιστημονικής θεωρίας η μελέτη της εξελισσόμενης διαδικασίας του δικαίου της θαλάσσιας οριοθέτησης μέσα από την πρακτική των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Από την Υπόθεση της Υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας (1969), εκδόθηκε πληθώρα αποφάσεων από το ΔΔ και άλλα διεθνή όργανα σχετικά με ζητήματα θαλάσσιας οριοθέτησης.

Στην Υπόθεση για την Οριοθέτηση της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ Γροιλανδίας και Jan Mayen (1993) για παράδειγμα το Δικαστήριο σημείωσε ότι: «το έργο ενός δικαστηρίου είναι να ορίσει την οριοθετική γραμμή μεταξύ περιοχών που βρίσκονται υπό τη θαλάσσια δικαιοδοσία δύο κρατών. Η κατανομή της περιοχής συνεπώς είναι η συνέπεια της οριοθετήσεως και όχι το αντίστροφο». Ο ρόλος της πρακτικής των κρατών είναι ως ένα σημείο προβληματικός. Τα μέρη ενώπιον του Δικαστηρίου έδειχναν συνήθως επιμονή στην επίκληση της πρακτικής των κρατών, ωστόσο, το Δικαστήριο υπήρξε ιδιαίτερα προσεκτικό ως προς το βαθμό συνυπολογισμού της πρακτικής.

Το Δικαστήριο εμφανίζεται να υποστηρίζει την άποψη ότι η επίκληση άλλων μεθόδων οριοθέτησης δεν μπορεί να ακολουθήσει την οδό της σύνθετης διαδικασίας της εφαρμογής των αρχών επιείκειας. Ωστόσο η prima facie συνάφεια της πρακτικής των κρατών γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο. Πολλές από τις πρόσφατες υποθέσεις του Δικαστηρίου βασίστηκαν σε ειδικές συμφωνίες (Υποθέσεις:Τυνησίας/Λιβύης (1982), Υπόθεση του Κόλπου του Maine (Καναδάς-ΗΠΑ)(1984), Λιβύης-Μάλτας (1985), Ελ Σαλβαδόρ-Ονδούρας(1992)).

Η κωδικοποίηση του δικαίου της θάλασσας με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας 1982 (στο εξής Σύμβαση ΔΘ 1982) χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό ανακριβής, τόσο ως προς τις ρυθμίσεις σχετικά με την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, όσο και με την αιγιαλίτιδα ζώνη, παρότι στην τελευταία γίνεται αναφορά στις έννοιες της επιείκειας, των ειδικών περιστάσεων και του ιστορικού τίτλου.

Οι αρχές επιείκειας είναι ασαφείς και οι σχετικές περιστάσεις θεωρητικά απεριόριστες, ενώ κύριος γνώμονας της δικανικής σκέψης του Διεθνούς Δικαστηρίου και των ad hoc διαιτητικών οργάνων είναι ότι οι αρχές επιλέγονται από το σύστημα που πρέπει να επιλεγούν σύμφωνα με την καταλληλότητά τους για την επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος. Η επιταγή της «δίκαιης λύσης» στις περιπτώσεις της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ εξασφαλίζει τελικά ότι η θυσία αυτή δεν θα βαρύνει αποκλειστικά μόνο το ένα κράτος. Ανεξάρτητα από τις σχετικές ρυθμίσεις για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στη Σύμβαση ΔΘ 1982 (άρθρο 78 για την ΑΟΖ, 83 για την υφαλοκρηπίδα και 15 για την αιγιαλίτιδα ζώνη), ολόκληρη η διεθνής νομολογία των οριοθετήσεων έχει αναγάγει την έννοια της δίκαιης λύσης σε πεμπτουσία των διαδικασιών οριοθέτησης.

Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα καθώς επιλαμβάνονται της επιλύσεως μιας διαφοράς με τελικό σκοπό να φτάσουν σε μια δίκαιη λύση αναγνωρίζουν στον εαυτό τους το δικαίωμα να προβούν σε λύση ex aequo et bono, καθώς για να υφίσταται μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε τα μέρη να εξουσιοδοτήσουν ρητά το δικαστικό όργανο που επιλαμβάνεται της διαφοράς, ενέργεια η οποία στις υποθέσεις που διερευνήθηκαν από το Δικαστήριο έως τώρα δεν υπαγορεύθηκε από κανέναν από τους διαδίκους».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.