Διαμόρφωση μίας σύγχρονης δασικής πολιτικής και προστασίας δασών
Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
Tα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει υποστεί τεράστιες καταστροφές στον δασικό της πλούτο με τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος που δυστυχώς συνοδεύεται από ανθρωπιστικές τραγωδίες όπως εκείνη του 2007 στην Ηλεία και την Εύβοια και του 2018 στην Αττική.
Καταστροφές που ανέδειξαν την πλήρη αδυναμία της πολιτείας να διαχειριστεί οποιαδήποτε μείζονα κρίση λόγω των πολλών προσωποπαγών φέουδων που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό της κρατικής μηχανής και αδυνατούν να συντονιστούν μεταξύ τους αλλά και τα όρια μίας αυταρχικής εξουσίας που αναπτύσσεται στα πλαίσια μίας θεσμικά ανολοκλήρωτης και επομένως ανοχύρωτης δημοκρατίας απέναντι σε φαινόμενα ολοκληρωτισμού που αναπτύσσονται μετά από μεγάλες περιβαλλοντικές και ανθρωπιστικές τραγωδίες όπως εκείνη του Μαραθώνα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη τους τελευταίους μήνες κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό να αντιστρέψει την καταστροφική πορεία και παρά το πλήθος των δασικών πυρκαγιών που πολλές από αυτές ξέσπασαν δίπλα σε κατοικημένες περιοχές περιόρισε θεαματικά την καταστροφή δασικών και αγροτικών εκτάσεων και με οργανωμένα σχέδια εκκένωσης που συνοδεύτηκαν με άμεση κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού απόφυγε τις ανθρώπινες απώλειες.
Η πρόσφατη ομιλία Μητσοτάκη στην σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή έθεσε πολύ ψηλά στην ατζέντα και τις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης τις περιβαλλοντικές πολιτικές.
Αναμφίβολα η προστασία των δασικών εκτάσεων αποτελεί μείζον ζήτημα με περιβαλλοντικές, οικονομικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές προεκτάσεις και σαφώς είναι απαραίτητο να αποτελέσει ύψιστη πολιτική προτεραιότητα. Γι αυτό και είναι απαραίτητη μία συνεπής και ταυτόχρονα μακροπρόθεσμη πολιτική που να εδράζεται, στην πρόληψη των πυρκαγιών, την επιτήρηση των δασών και ευρύτερα την προστασία των δασικών εκτάσεων και προφανώς την μεταρρύθμιση του διοικητικού συστήματος δασοπυρόσβεσης με την αυτονόητη ενίσχυση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων με μέσα επίγεια και εναέρια, εξοπλισμό και ανθρώπινο προσωπικό.
Ταυτόχρονα ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στα περιαστικά δάση που απόμειναν στην Αττική, την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης και των υπόλοιπων αστικών κέντρων καθώς αποτελούν τους τελευταίους πνεύμονες για τους πολίτες των αστικών ιστών.
Ενώ απαραίτητη είναι η εκπόνηση εξειδικευμένων σχεδίων εκκένωσης για κάθε δήμο, με στόχο την ασφαλή μετακίνηση του συνόλου του μόνιμου αλλά και του περιστασιακού πληθυσμού σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, όπως πυρκαγιές, σεισμοί και πλημμύρες ή άλλες κρίσεις που δυνητικά μπορούν να αποτελέσουν ανθρώπινες ζωές.
Εξίσου σημαντικά αλλά όχι αμιγώς εθνικά είναι ζητήματα όπως η συνολική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η παράλληλη διαμόρφωση ενός σύγχρονου πλαισίου ενεργειακής πολιτικής φιλικής στο περιβάλλον βασισμένη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που αφθονούν στην πατρίδα μας, η προστασία της βιοποικιλότητας, η αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, η υιοθέτηση συστήματος και δικτύων πράσινων μεταφορών, η βιώσιμη χωροταξική πολιτική, η βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος και η προώθηση της περιβαλλοντικής έρευνας και της πράσινης οικονομίας.
Άλλωστε η προστασία του περιβάλλοντος δεν αποτελεί μόνο ηθική υποχρέωση απέναντι στις επόμενες γενιές. Αυτό είναι δεδομένο και δεν αμφισβητείται, αλλά συνδέεται παράλληλα με την βιώσιμη ανάπτυξη, αποτελώντας κορυφαία πρόκληση, μία σημαντική ευκαιρία, προκειμένου η χώρα να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς πόρους που αναμφίβολα διαθέτει προς όφελος της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λεγόμενη βαριά βιομηχανία της Ελλάδος, ο τουρισμός και είναι στην πράξη αδύνατο να υπάρξει βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη αποσυνδεμένη από το φυσικό περιβάλλον την διατήρηση της βιοποικιλότητας και της αδιαμφισβήτητης ομορφιάς της πατρίδας μας.
Ένας άλλος σημαντικός τομέας της οικονομίας είναι η αγροτική παραγωγή που αγγίζει το 9% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα υπήρξε άλλοτε αγροτικός κολοσσός και μπορεί να ξαναγίνει, όμως είναι σαφές πως δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη που να μην σέβεται τους φυσικούς πόρους και να μην στηρίζεται στην ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων και στην προστασία εδαφών από την ρύπανση που να μην επενδύει σε νέα προϊόντα τα οποία να είναι ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές και να είναι παράλληλα αποκομμένη από την λογική των επιδοτήσεων που όχι απλά προκάλεσε στρεβλώσεις στην αγροτική οικονομία αλλά αποδείχτηκε καταστροφική για την αγροτική παραγωγή.
Είναι προφανές πως μπορούν να γραφτούν ολόκληροι τόμοι που θα αναλύουν το ζήτημα. Η αναφορά του άρθρου σ’ αυτά τα δύο παραδείγματα που αποδεικνύουν ακριβώς την σημασία που έχει η προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών μας πόρων για ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο που είναι απαραίτητο για την πατρίδα μας.