2010-2019: Η δεκαετία της κρίσης

Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, Νομικός

Από χθες η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα έφτασε και τυπικά στο τέλος της. Ίσως σε μερικές δεκάδες χρόνια, όταν ανακύψει η ανάγκη ιστορικής περιγραφής της, να αναφερόμαστε πλέον σε αυτήν ως «η δεκαετία του ‘20», όπως κάνουμε σήμερα για την περίοδο 1910-1919. Ενδεχομένως στο μέλλον να διαπιστώσουμε και άλλα κοινά σημεία μεταξύ τους, εκτός από την πιθανή κοινή ονομασία.

Η περίοδος 1910-1919 αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα μια από τις σημαντικότερες περιόδους της ευρωπαϊκής ιστορίας. Ήταν ένα σημείο καμπής, ένα διαχωριστικό όριο ανάμεσα σε δύο μεγάλα ιστορικά στάδια.

Ξεκίνησε με το μεγάλο ξεκαθάρισμα στα Βαλκάνια με τους δύο βαλκανικούς πολέμους. Τότε ο μετασχηματισμός των Βαλκανίων που είχε ξεκινήσει από τον προηγούμενο αιώνα, με την ανάδειξη εθνικών κρατών εις βάρος των πολυεθνικών αυτοκρατοριών στην περιοχή, μπήκε στην τελική του φάση. Αρχικά με τη συντονισμένη δράση των νέων εθνικών κρατών στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο κατά της μέχρι πρότινος επικυριάρχου τους Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που εκδιώχτηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τα Βαλκάνια. Έπειτα, για το ξεκαθάρισμα των συμφερόντων τους που συγκρούονταν κατά την υποχώρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τη μεταξύ τους πολεμική σύγκρουση στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο.

Ο μετασχηματισμός αυτός τελικά ολοκληρώθηκε με το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, του Α’ Παγκοσμίου. Ο πόλεμος αυτός, που έγινε για να επέλθει το τελικό ξεκαθάρισμα μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, είχε σαν βασική και κύρια συνέπεια το τέλος των πολυεθνικών αυτοκρατοριών. Η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία των Αψβούργων και η Οθωμανική αυτοκρατορία εξαφανίστηκαν από τη βαλκανική χερσόνησο, τα εθνικά κράτη κυριάρχησαν οριστικά και η περιοχή πέρασε σε μια νέα ιστορική φάση.

Ειδικά δε σε ό, τι αφορά εμάς, η δεκαετία αυτή διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα του ελληνικού κράτους. Το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής εδαφικής του έκτασης προσαρτήθηκε εκείνη την περίοδο. Και στα γεγονότα εκείνης της περιόδου ξεκίνησε μια πολιτική διαμάχη, ένας εθνικός διχασμός που σημάδεψε την πολιτική και κοινωνική ζωή για πολλές δεκαετίες.

Δεν επρόκειτο για τους τελευταίους διακανονισμούς στην περιοχή. Όμως η ευρύτερη κατάσταση στη βαλκανική χερσόνησο, η κυριαρχία των εθνικών κρατών και ο αγώνας των εκάστοτε Μεγάλων Δυνάμεων να ασκούν την επιρροή τους επ’ αυτών, εγκαθιδρύθηκαν οριστικά πρώτη φορά εκείνη την περίοδο, τη δεκαετία 1910-1919. Επρόκειτο συνεπώς για μια δεκαετία που καλύφθηκε στο σύνολό της από εμπόλεμες καταστάσεις και από έναν διαρκή στρατιωτικό και διπλωματικό αγώνα, και σημάδεψε με τις συνέπειές της τις ιστορικές περιόδους που ακολούθησαν.

Η δεκαετία που μόλις μας τελείωσε δε θα λέγαμε ότι χαρακτηρίστηκε από πολέμους μεταξύ κρατών. Ξεκίνησε με την Αραβική Άνοιξη και με τις εσωτερικές αναταραχές που αυτή προκάλεσε στην ευρύτερη γειτονιά μας. Υπήρξε εμφύλιος πόλεμος και αλλαγή σελίδας στην Αίγυπτο και τη Λιβύη, και μια ευρύτερη ανακατανομή της διεθνούς επιρροής στη Μέση Ανατολή. Ο εμφύλιος πόλεμος που ξεκίνησε στη Συρία στην αρχή της δεκαετίας είναι ακόμα σε εξέλιξη, και δεν είναι πλέον απλά ένα εσωτερικό της ζήτημα αλλά ένας συνδυασμός εμφυλίου πολέμου και proxy war. Η Κύπρος εξασφάλισε ισχυρή διεθνή στήριξη και έκανε το τολμηρό βήμα για την αξιοποίηση του ορυκτού της πλούτου, δεν έχει όμως ακόμα δει κέρδος από αυτό λόγω της ισχυρής αντίστασης της Τουρκίας. Η δε Τουρκία του 2019 διαφέρει ουσιωδώς από την Τουρκία του 2010. Έχει πλέον απομακρυνθεί δραστικά από τον ευρωπαϊκό δρόμο και από το ΝΑΤΟ, έχει ζήσει έντονες εσωτερικές καταστάσεις και διχασμό, έχει προσεγγίσει διπλωματικά τη Ρωσία και κινείται πλέον με λογική περιφερειακής δύναμης, και όχι απλού συμμάχου των ΗΠΑ.

Εν ολίγοις, η λήξη της δεκαετίας 2010-2019 βρίσκει την ανατολική Μεσόγειο να αποτελεί ένα ρευστό διπλωματικό και οικονομικό πεδίο, κυρίως ως αποτέλεσμα του ενεργειακού παιχνιδιού και της μάχης για την επιρροή στη Μέση Ανατολή. Ο κίνδυνος να πεταχτεί μια σπίθα που θα προκαλέσει πυρκαγιά είναι σαφώς αυξημένος σε σχέση με το 2010. Που βρισκόμαστε όμως εμείς σε όλο αυτό; Τι σήμαινε για εμάς αυτή η περίοδος;

Η δεκαετία που πέρασε για την Ελλάδα θα μπορούσε κάλλιστα να μνημονεύεται στο μέλλον ως «η δεκαετία της οικονομικής κρίσης». Το 2010, όταν αναγκαστήκαμε να προσφύγουμε στο μηχανισμό στήριξης και στο ΔΝΤ, ήρθαμε πρώτη φορά αντιμέτωποι με την οικονομική κατάσταση της χώρας. Τα κρατικά ελλείμματα σε συνδυασμό με την αδυναμία δανεισμού και τον κίνδυνο εξόδου από την ΕΕ άλλαξαν ριζικά τις προτεραιότητες της χώρας. Η αποκατάσταση της εθνικής μας οικονομίας κατέστη πρώτη και απόλυτη προτεραιότητα, απασχόλησε τη χώρα για μια δεκαετία και συνεχίζει να την απασχολεί.

Η σκληρή πλην αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή δεν είχε αποκλειστικά οικονομικές συνέπειες. Οι περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα, σε συνδυασμό με τη φορολογική επιδρομή των ετών 2010-2011 επηρέασε βαθύτατα το πολιτικό σύστημα. Πρώτα είχαμε το σχηματισμό της κυβέρνησης συνεργασίας του Λουκά Παπαδήμου, ακολούθησε η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, η συρρίκνωση της ΝΔ και η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στις διπλές εκλογές του 2012. Η σκληρή προσπάθεια της τριετίας 2012-2014 για αποκατάσταση και ανόρθωση της εθνικής οικονομίας σε μεγάλο βαθμό πήγε στράφι μετά τις εξελίξεις του 2015, όταν φτάσαμε μια ανάσα από το Grexit. Χρειάστηκαν άλλα τέσσερα χρόνια οικονομικής προσαρμογής για να μπορέσουμε να πούμε ότι η κατάσταση ισορρόπησε και η οικονομία πλέον δεν είναι η πρώτη μας προτεραιότητα.

Δυστυχώς η δεκαετία αυτή είχε συνέπειες για τα εθνικά θέματα και τη θέση μας στην περιοχή. Δεν ήμαστε ικανοί να στηρίξουμε την Κύπρο στο βαθμό που οφείλαμε έναντι της Τουρκίας. Ούτε να αναλάβουμε τις αναγκαίες ενέργειες για την αξιοποίηση του δικού μας ορυκτού πλούτου. Και σαν κορυφαία και αναπότρεπτη συνέπεια της υποχωρητικότητάς μας στα εθνικά θέματα, ήρθε η συμφωνία των Πρεσπών και η βαθιά, ιστορική και πολιτισμική παραχώρησή μας στους βόρειους γείτονές μας. Αυτή η περίοδος δε μας άφησε αλώβητους.

Πλέον, εν έτει 2020 μπορούμε μετά από πολύ καιρό να αφοσιωθούμε στις εθνικές υποθέσεις και να συμμετάσχουμε ξανά στις διεργασίες στην περιοχή. Δεν έχουν παρέλθει πλήρως οι δύσκολες μέρες για την οικονομία, η κατάσταση όμως σαφώς δε θυμίζει σε κρισιμότητα την τρομακτική περίοδο του 2012 ή του 2015. Και σε κάθε περίπτωση, η δεκαετία που μείναμε πίσω, αφοσιωμένοι σε εσωτερικά ζητήματα, μας άφησε πολύ πίσω στα διεθνή. Όχι μόνο λόγω των υποχωρήσεών μας, αλλά και λόγω των ευκαιριών που χάσαμε.

Στη χρονιά που θα ακολουθήσει ενδέχεται να κληθούμε να υπερασπίσουμε πολλά. Ενδέχεται να κληθούμε να στηρίξουμε την Κύπρο απέναντι στις πιέσεις και τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από την Τουρκία. Είναι εξαιρετικά πιθανό να αντιμετωπίσουμε νέες διπλωματικές αμφισβητήσεις της εθνικής μας κυριαρχίας, όπως έγινε με τη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης. Και φυσικά, υπάρχει πάντα η απειλή ενός θερμού επεισοδίου. Αν οτιδήποτε από αυτά προκύψει, ή κάτι παρεμφερές, δε θα υπάρχει άλλος χρόνος. Θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε όταν έρθει.

Φυσικά, υπάρχει μια μεγάλη αλλαγή το 2019 σε σχέση με το 2010. Μέσα σε αυτή τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα κατόρθωσε να σχηματίσει διεθνείς συμμαχίες που μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμες στις μελλοντικές εξελίξεις. Η συμμαχία με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο, και η στρατηγική περικύκλωση της Τουρκίας που επιχειρείται μέσω αυτών, αν διατηρηθεί και αξιοποιηθεί σωστά μπορεί να αποφέρει μεγάλο όφελος στο μέλλον. Ειδικά με δεδομένη τη συνεχώς αυξανόμενη τουρκική προκλητικότητα και την απομάκρυνσή της από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, κάθε χώρα της περιοχής θα χρειαστεί τη στήριξη των υπολοίπων αν η Τουρκία στραφεί εναντίον της, κι ως εκ τούτου η συμμαχία αυτή πρέπει να προστατευθεί πάση θυσία.

Σε κάθε όμως περίπτωση, ας μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η συμμαχία αυτή, ή οι όποιες διπλωματικές μας κινήσεις επαρκούν για τη διατήρηση της διεθνούς μας θέσης. Η κατάσταση δυστυχώς φαίνεται να έχει προ πολλού περάσει το στάδιο του διπλωματικού ανταγωνισμού. Με τις συνεχόμενες και καθημερινές τουρκικές παραβιάσεις και με το διαρκή κίνδυνο θερμού επεισοδίου ο στρατιωτικός παράγοντας έχει πλέον μπει στο παιχνίδι στον ίδιο βαθμό με το διπλωματικό.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της δεκαετίας που μας πέρασε ήταν ο δραστικός περιορισμός των αμυντικών δαπανών. Οι ένοπλες δυνάμεις διατήρησαν μεν το αξιόμαχό τους, όμως δεν έμειναν έξω από το πρόγραμμα λιτότητας. Σήμερα παρουσιάζουν προβλήματα ως προς την επάνδρωση, την επάρκεια στρατιωτικού υλικού και το βαθμό παλαιότητας των οπλικών συστημάτων. Δε θα μπω σε ξένα χωράφια ως προς τις συγκεκριμένες κινήσεις που πρέπει να γίνουν, όντας μη ειδικός. Μπορούμε όμως να πούμε με απόλυτη ασφάλεια ότι πρέπει η εθνική άμυνα να μπει ξανά ψηλά στις προτεραιότητες του κρατικού προϋπολογισμού. Όχι μόνο για την πρακτική αντιμετώπιση των προβλημάτων που προανέφερα, αλλά και για να περάσει διεθνώς το μήνυμα ότι η Ελλάδα φροντίζει για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας. Όσο ισχυρότερες είναι οι ένοπλες δυνάμεις τόσο απομακρύνεται το ενδεχόμενο εμπλοκής.

Σαφώς και υπάρχουν και άλλοι τομείς που ζητούν κονδύλια. Η κοινωνική πολιτική, το ασφαλιστικό κοκ. Καλό θα είναι όμως να θυμόμαστε ότι η εθνική άμυνα αποτελεί προϋπόθεση όλων αυτών. Γιατί οι ένοπλες δυνάμεις δε μπορούν να αναπληρωθούν ως προς την αποστολή που υπηρετούν. Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας δε μπορεί να επιτευχθεί αλλιώς, παρά μόνο με τη διατήρηση και την ενίσχυσή τους. Δημοσιονομικές κινήσεις όπως είναι η αύξηση των συντάξεων ή το κοινωνικό μέρισμα μπορούν να γίνουν και ένα χρόνο μετά, δε θα είναι το αποτέλεσμα μη αναστρέψιμο. Αντιθέτως, αν γίνει οποιοδήποτε ατύχημα στο Αιγαίο η κατάσταση δε θα σώζεται όσα κονδύλια κι αν αξιοποιηθούν μετά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.