Το να πιστεύεις κάτι, δεν το κάνει αληθινό
Γράφει η Ελένη – Ρεβέκκα Στάιου
Θέλω καιρό να γράψω αυτό το άρθρο, αλλά δεν ξέρω πώς να το γράψω για να μη δημιουργήσω λάθος εντυπώσεις. Δεν πειράζει, θα το τολμήσω.
Η πανδημία, λοιπόν, έφερε στην επιφάνεια πολλά θέματα. Τα πιο πολλά, όσο κι αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε και αποδεχτούμε, με τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτό φυσικά δεν μένει σε εμάς, εσωτερικά. Αντιθέτως περνάει στη συμπεριφορά μας, στον κύκλο μας, στις σχέσεις μας, στον επαγγελματικό μας περίγυρο και γενικά όπου κινούμαστε και δημιουργούμε σχέσεις.
Πολλοί άνθρωποι, με καθαρό μυαλό και θάρρος, αποφάσισαν να απευθυνθούν σε ειδικούς που μπορούν να τους καθοδηγήσουν ώστε να βγουν από τα σκοτάδια τους, όποια κι αν είναι αυτά για τον κάθε άνθρωπο. Βλέπω όμως ταυτόχρονα και τους λεγόμενους life coaches (προπονητές ζωής;) να αυξάνονται ολοένα και περισσότερο.
Καταλαβαίνω ότι δεν χρειάζεται κάτι ιδιαίτερο για να γίνει κανείς «προπονητής». Στην αρχή νόμιζα ότι είναι κλάδος της ψυχολογίας αλλά διαπιστώνω ότι και με σεμινάρια μπορεί κάποιος να πάρει την «ειδικότητα». Θα μου πείτε, δεν κάνουν και εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς (καταλαβαίνετε πώς το λέω). Ναι, συμφωνώ. Και μάλιστα κάποια από τα πράγματα τα οποία προσπαθούν να μας καθοδηγήσουν να κάνουμε/πιστέψουμε είναι προς όφελός μας.
Τι συμβαίνει όμως όταν δεν είναι; Όταν στην προσπάθειά τους να μας περάσουν ένα ποιηματάκι, κάνουν ζημιά παρά φτιάχνουν την κατάσταση;
Είναι συχνό το φαινόμενο να ακούω τη φράση «πιστεύω σε μένα» και θεωρώ ότι σε κάποιους ανθρώπους δίνει την ώθηση που χρειάζεται.
Τι γίνεται όμως με τη φράση «είμαι καλός σε αυτό ή στο άλλο»;
Τι γίνεται με τη φράση είμαι «πολύ καλός για σένα» ή είμαι «πολύ καλός για κάτι»;
Τι συμβαίνει δηλαδή, τι μπορεί να προκύψει όταν έχουμε δημιουργήσει ψεύτικες προσδοκίες;
Το να επαναλάβει κάποιος 100 φορές, ή 50 μέρες (το άκουσα σήμερα το πρωί αυτό) δεν το κάνει αληθινό αν δεν ισχύει. Δε δημιουργεί δηλαδή ξαφνικά ικανότητες ή υπεραξία έναντι κάποιου άλλου ανθρώπου ή κατάστασης.
Αυτός που το λέει όμως, με καθοδήγηση το πιστεύει. Και του κάνει κακό. Δημιουργεί γύρω του έναν μανδύα με χαρακτηριστικά που θα ήθελε να έχει (και σωστά) και απαιτεί συμπεριφορά, αναγνώριση βάσει αυτών. Αλλά δεν τα έχει. Απλά θέλει να τα έχει. Αλλά δεν είναι όλα χαρακτηριστικά που βασίζονται πχ. στην αυτοεκτίμηση ή στην ψυχολογία ή στη διάθεση. Δεν μπορούν δηλαδή να αποκτηθούν χωρίς συγκεκριμένες δεξιότητες. Και εκεί είναι η παγίδα.
Λέμε κατά καιρούς διάφορες ομορφιές, του τύπου «όταν θέλεις κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί να γίνει πραγματικότητα», ή «όταν λες κάτι πολλές φορές το πιστεύεις τελικά». Πόσο υγιές είναι αυτό; Πόσο λογικό είναι να σκεφτόμαστε έτσι; Μας αρκεί να αισθανόμαστε τελικά καλά εμείς μόνο και δε μας νοιάζει αν είναι αλήθεια; Σε τι μας βοηθά να γράφουμε τι κάναμε σωστά κάθε μέρα; Στην τελική, τι σημαίνει κάνω κάτι σωστά; Ποιος το λέει; Ποιος το ορίζει;