Το δεκαετές ομόλογο της απελπισίας
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος. Συγγραφέας
Προχώρησε λοιπόν η κυβέρνηση στην έκδοση δεκαετούς ομολόγου. Κάτι που είναι σίγουρο ότι επιθυμούσε σφόδρα αλλά έως τώρα δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί ότι θα το επιχειρήσει. Τι συνέβη και εσπευσμένα, απροειδοποίητα ολοκληρώθηκε η έκδοση του αυτή τη χρονική στιγμή; Άλλαξε άρδην η εικόνα της ελληνικής οικονομίας; Προέκυψε κάποιο απρόσμενο γεγονός που βελτίωσε δραματικά την επενδυτική εικόνα της χώρας μας στις αγορές;
Όχι βέβαια. Μόλις λίγες μέρες πριν, επεκτάθηκε η ενισχυμένη εποπτεία για άλλους έξι μήνες και είδαμε την κίτρινη κάρτα της Κομισιόν για την μεταρρυθμιστική αναβλητικότητα σε μια σειρά από σοβαρά ζητήματα όπως οι αποκρατικοποιήσεις, η διαχείριση των τραπεζικών κόκκινων δανείων, το ζήτημα της ΔΕΗ και της αγοράς ενέργειας, την πορεία του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και την αύξηση του βασικού μισθού πέρα και πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας και τον αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης.
Ούτε τα ελληνικά ομόλογα μετατράπηκαν απότομα σε επενδυτικό φιλέτο που όλοι επιθυμούν να αποκτήσουν. Η πιστοληπτική αναβάθμιση από τον οίκο Moody’s αποτελεί μια χρήσιμη, συμβολική επιβράβευση για την επίτευξη υψηλών πλεονασμάτων και την, έστω καθυστερημένη και αδύναμη, επιστροφή στην ανάπτυξη. Δεν διαθέτει όμως κανένα πρακτικό αντίκρυσμα. Παραμένουμε τέσσερις βαθμίδες κάτω από το ελάχιστα αποδεκτό ώστε να θεωρούνται τα ομόλογα μας προτεινόμενα προς αγορά.
Τι συνέβη λοιπόν; Απλώς εκμεταλλευτήκαμε μια θετική διεθνή συγκυρία που ελάχιστα έχει κάνει με τις εσωτερικές μας εξελίξεις και την πορεία της οικονομίας. Η ΕΚΤ κινείται σε λογική συνέχισης της ποσοτικής χαλάρωσης και μη άμεσης αύξησης των επιτοκίων, χωρίς να αποκλείεται και νέα μείωση, αφού τόσο οι ρυθμοί ανάπτυξης όσο κι ο πληθωρισμός κινούνται αισθητά κάτω από τους στόχους. Με αυτή την προοπτική όλα τα χρηματιστήρια κινούνται σε θετικό επίπεδο, μετά μάλιστα από μια περίοδο παρατεταμένης αρνητικής πορείας και τα επιτόκια δανεισμού των Ευρωπαϊκών χωρών παρουσίασαν κάμψη.
Επίσης όλοι γνωρίζουν ότι τα funds ανέμεναν την συγκεκριμένη έκδοση ομολόγου με τη διάθεση να κερδοσκοπήσουν από μελλοντική αύξηση των αποδόσεων. Προφανώς προεξοφλούν αυτό που μάλλον υποθέτουν και οι κυβερνητικοί παράγοντες. Ότι η θετική πορεία των αγορών σύντομα θα αγγίξει τα όρια της και οι άμεσες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα θα οδηγήσουν τα ελληνικά spreads και πάλι σε πορεία ανόδου, επιτρέποντας τους έτσι να αποκομίσουν γρήγορα κι εύκολα κέρδη.
Η κυβέρνηση όμως γιατί ακριβώς πανηγυρίζει; Το 3,9% δεν αποτυπώνει καν στην ολότητα του το θετικό διεθνές momentum (η απόδοση είχε φθάσει και στο 3.6% το τελευταίο διάστημα). Μετά από τόσα χρόνια μνημονιακής πορείας και τα επιτόκια δανεισμού βρίσκονται ακόμη σε επίπεδα κρίσης. Πολλαπλάσια μάλιστα κι από χώρες που πέρασαν ανάλογες καταστάσεις με τις δικές μας. Κι αν αυτές κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν την ποσοτική χαλάρωση ενώ εμείς όχι, οφείλεται στα παιδαριώδη κυβερνητικά λάθη.
Πριν αρχίσει το κύμα της κρίσης να μας χτυπά την πόρτα το 3,5% θεωρούνταν ένα υποφερτό αλλά ήδη τισμπημένο επιτόκιο. Σε ένα περιβάλλον τότε που τα επιτόκια των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών κινούνταν αντίστοιχα ανοδικά, σχετικά κοντά στο δικό μας, κι όχι πολύ ταχύτερα καθοδικά όπως τώρα. Ψυχραιμία λοιπόν. Ακόμη κι οι εκδόσεις τριετούς και πενταετούς ομολόγου επί Σαμαρά του 2014 δημιουργούσαν καλύτερες μελλοντικές συνθήκες κι έχτιζαν μιας καμπύλη αποδόσεων που εντός 2015, ή έστω λίγο αργότερα, κι όντα εντός QE θα επέτρεπαν έκδοση δεκαετούς ομολόγου πιθανότατα με χαμηλότερο επιτόκιο.
Φορτωθήκαμε λοιπόν παραπάνω τόκους, δώσαμε την ευκαιρία σε funds να κερδοσκοπήσουν και η κυβέρνηση το μόνο που πέτυχε είναι να δρέψει τους καρπούς ενός γενικότερου διεθνούς κλίματος για να καλύψει μέρος των χρηματοδοτικών αναγκών πέρα από τα έντοκα γραμμάτια και την ανακύκλωση της εσωτερικής ρευστότητας του δημοσίου. Σωθήκαμε…