Ο ιδεολογικός κανιβαλισμός του Ποινικού Δικαίου
Γράφει η Μαρίνα Σκούμπου, Δικηγόρος Αθηνών, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Ποινικών Επιστημών Νομικής Αθηνών.
Σήμανε η σάλπιγγα της εξέγερσης, οι ζηλωτές μιας ιδεολογικά μονομερώς φορτισμένης κοινωνικής ευταξίας οραματίζονται τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την υπόθεση της κ. Ηριάννας Β.Λ., ρωγμές στο κατεστημένο των «δεδομένων» υπογείων διαδρομών του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και των «σε διατεταγμένη υπηρεσία» δικαστών.
Δεδομένης της μη γνώσης μας επί της δικογραφίας, του αποδεικτικού υλικού, όσων έλαβαν χώρα στη διαδικασία στο ακροατήριο αλλά και της καταδικαστικής απόφασης, η εκφορά γνώμης με αξίωση μαθηματικής ισχύος είναι τουλάχιστον παιδαριώδης αν όχι ενδεικτική πνευματικής «αναπηρίας».
Με θλίψη παρατήρησα στον καταιγισμό των social media ότι σε αυτή την κατηγορία «μαντικών» ικανοτήτων αναλυτών που διαβλέπουν προειλημμένη απόφαση τιμώρησης του φρονήματος, δυστυχώς, ανήκουν (και) μεταπτυχιακοί φοιτητές του Ποινικού. Εύλογα διερωτάται κανείς ποιο το νόημα της ειδικής αναφοράς σε μέλη της φοιτητικής κοινότητας. Οι πλέον κακοπροαίρετοι ίσως διαγνώσουν απόπειρα συγκεκαλυμμένης αυτοαναφορικότητας δια της θεώρησης των μεταπτυχιακών σπουδών ως πιστοποιητικού πνευματικής «ελίτ». Περί αυτού δεν πρόκειται.
Οι ακαδημαϊκοί πολίτες οφείλουν περισσότερο από τον καθένα, λόγω της ιδιότητας αυτής, να γνωρίζουν ότι το ποινικό δίκαιο σε ένα κράτος δικαίου -αν συμφωνούμε ότι δε ζούμε στη Β. Κορέα του Κιμ- όντας ιδεολογικά ουδέτερο, ενδιαφέρεται για το εξωτερικά σύννομο της συμπεριφοράς, την προστασία των εννόμων αγαθών, την προάσπιση των ατομικών ελευθεριών και την παγίωση της κοινωνικής ειρήνης. Οφείλουν να γνωρίζουν ότι η διαμόρφωση επιστημονικής άποψης από το τρέχον δικαστικό ρεπορτάζ είναι δείγμα ανεντιμότητας ή -έστω- μη σοβαρότητας. Οφείλουν να γνωρίζουν ότι η αναβάπτιση της κοσμοθεωρίας μας ως επιστημονικά μόνη κρατούσα άποψη είναι σκοταδισμός. Οφείλουν να γνωρίζουν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η προσωπική μας στάση καλό είναι να χαρακτηρίζεται από την ευπρέπεια της εγκράτειας που υπαγορεύει η άγνοια των δεδομένων.
Ακόμη, όμως, κι αν αφήσουμε στην άκρη την επιστημονική διάσταση και εστιάσουμε στην προσπάθεια αιτιολόγησης της «πύρινης» αγανάκτησης, οδηγούμαστε στην εξής θλιβερή διαπίστωση: οι αγανακτισμένοι με το «τερατόμορφο» πρόσωπο της Δικαιοσύνης έχουν κάτι το υποκριτικό. Δεν ενδιαφέρονται για τη γυμνή αλήθεια των γεγονότων και την αποκατάσταση της όποιας προσωπικής αδικίας παρά μόνο για την επιβεβαίωση της αυταπόδεικτης υπεροχής των αιωνίως κατατρεγμένων επαναστατικών «πιστεύω» τους. Εάν στη θέση της Ηριάννας βρισκόταν ο Χ. ακροδεξιών φρονημάτων, θα κάναμε αυτομάτως λόγο για μια «τερατογένεση» που της αρμόζει η «εσχάτη» των ποινών και όχι για δικαστικό σφάλμα σκόπιμο προς «απαγχονισμό» του φρονήματός του. Περιέργως κατηγοριοποιημένο το αίσθημα δικαίου. Δηλητηριώδης η έκπτωση του Ποινικού Δικαίου σε εργαλείο διάκρισης «καλών» και «κακών» πολιτικών πεποιθήσεων.
Η Ηριάννα τίθεται στο επίκεντρο μιας πολιτικής διαμάχης κατά την οποία τα εμπλεκόμενα μέρη «ασελγούν» σε βάρος της ιδιότητάς της ως κατηγορουμένης με πρόσχημα την προστασία δικαιωμάτων και φρονημάτων. Αγνοούν, άραγε, ότι η διεξαγωγή της δίκης σε δεύτερο βαθμό στη σκιά μιας πολιτικής «συνωμοσιολαγνείας» εύκολα μπορεί να καταστήσει την Υπεράσπιση «όμηρο» εύθραυστων, μη διαχειρίσιμων ισορροπιών, βλαπτικών των δικαιωμάτων της κατηγορουμένης;
Το ενδεχόμενο ύπαρξης δικαστικού σφάλματος δεν είναι περίτρανη απόδειξη της θέσης του ποινικού στην υπηρεσία της ηθικής εξόντωσης αριστερών/δεξιών/κεντρώων -ή ό,τι άλλο θέλετε- φρονημάτων. Είναι απόδειξη ατυχούς παρεμβολής κατά την λήψη της απόφασης του ανθρώπινου παράγοντα ο οποίος δεν κατέχει, δυστυχώς, το «παπικό αλάθητο» ούτε διαθέτει ακρίβεια ρομπότ.
Ως υγιώς σκεπτόμενη φρονώ ότι η Δικαιοσύνη θα κλείσει τα αυτιά της σε αυτό το πανήγυρι κομματικών φερέφωνων και θα μεριμνήσει, σε δεύτερο βαθμό, με τη συνδρομή της Υπεράσπισης για την εύρεση της ουσιαστικής αληθείας και τη διόρθωση τυχόν δικαιοκρατικώς ανυπόφορων «κακώς κειμένων» εντός του πλαισίου των αρχών της Δίκαιης Δίκης.