Μπαράζ Ανακατατάξεων στην Βρετανική Κυβέρνηση
Γράφει ο Οδυσσέας Ματζιούνης
Μία ενδιαφέρουσα εβδομάδα στην Βρετανική πολιτική σκηνή. Ο Υπουργός υπεύθυνος για την έξοδο του ΗΒ από την ΕΕ Ντέιβιντ Ντέιβις και ο Υφυπουργός του επί των Κοινοβουλευτικών θεμάτων Στηβ Μπέικερ παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους. Σαν να μην έφτανε αυτό ο Υπουργός Εξωτερικών και επιφανής πολιτικός του Συντηρητικού Κόμματος Μπόρις Τζόνσον επίσης υπέβαλε την παραίτησή του στην Πρωθυπουργό. Οι παραπάνω παραιτήσεις οφείλονται στην δυσαρέσκεια των παραπάνω υπουργών με τον συμβιβασμό που έκανε η Τερέζα Μέι μεταξύ των διαφορετικών συνιστώσεων του Κόμματός της για την πολιτική που θα ακολουθήσει στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ. Τόσο ο Τζόνσον όσο και ο Ντέιβις είναι δηλωμένοι υποστηρικτές του Brexit και βρήκαν τον συμβιβασμό ετεροβαρή προς την ΕΕ και τα στελέχη της Κυβέρνησης που είναι λιγότερο ένθερμοι υποστηρικτές της Εξόδου.
Σύμφωνα με τη Μέι ο συμβιβασμός αυτός τελειώνει την εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο Ηνωμένο Βασίλειο και ανεξαρτητοποιεί την εμπορική πολιτική της Χώρας από την Ευρωπαϊκή δίνοντας την δυνατότητα στην Μεγάλη Βρετανία να θέτει τους δικούς της δασμούς με χώρες εκτός ΕΕ, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στην Κυβέρνηση να κάνει ξεχωριστές συμφωνίες με άλλες χώρες. Παράλληλα επιτρέπει ανενόχλητο εμπόριο με την ΕΕ με ελαστικούς κανονισμούς. Επίσης καταργείται η ελεύθερη μετακίνηση και αντικαθίσταται με διευκολυνόμενη μετακίνηση για εύρεση εργασίας.
Οι πολέμιοι της νέας διαπραγματευτική θέσης αντιτάσσουν ότι μια τέτοια συμφωνία θα καθιστούσε τη χώρα τους εξαρτώμενη της ΕΕ. Αυτό γιατί, όπως λένε, προκειμένου το υπάρξει ελεύθερο εμπόριο και περιορισμένοι κανονισμοί να είναι δυνατοί από την πλευρά της ΕΕ το ΗΒ θα έπρεπε αναγκαστικά να υιοθετεί υποδείξεις των Ευρωπαίων ομόλογών της τόσο ως προς τα προϊόντα της όσο και για την διαδικασία παραγωγής αυτών, εφαρμόζοντας ουσιαστικά Ευρωπαϊκή νομοθεσία χωρίς να είναι μέλος της Ένωσης και συνεπώς χωρίς καμία επιρροή στις αποφάσεις που ορίζουν αυτούς τους νόμους. Οι αντιδρώντες δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν βαρείς χαρακτηρισμούς για την συμφωνία με τον αποχωρήσαντα Υπουργό Εξωτερικών να λέει ότι κάτι τέτοιο θα καθιστούσε την Βρετανία αποικία της ΕΕ. Παρόμοια συναισθήματα εκφράζουν πολλά στελέχη του κυβερνώντος Κόμματος, όπως ο Βουλευτής Άντριου Μπρίτζεν και ο ουσιαστικός ηγέτης της εσωκομματικής αντιπολίτευσης Τζέικομπ Ρις Μογκ.
Από την άλλη πλευρά της Μάνγχης οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν έχουν δώσει ξεκάθαρη απάντηση. Μονολότι δεν είναι απευθείας αρνητικοί, καθώς καταλαβαίνουν ότι η Πρωθυπουργός ξόδεψε μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο για να κάμψει τους σκληρούς υποστηρικτές του Brexit, οι ίδιοι διστάζουν να δώσουν στο ΗΒ ειδική μεταχείριση εκτός ΕΕ. Υπάρχουν και στις Βρυξέλλες οι σκληροί Ευρωπαϊστές, οι οποίοι θέλουν να τιμωρήσουν την Μεγάλη Βρετανία για να αποτρέψουν άλλες χώρες από το να ψηφίσουν “χωρίς σύνεση” την επόμενη φορά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Πρόεδρος Τράμπ αντέδρασε αρνητικά στο συμβιβασμό λέγοντας ότι βάζει σε κίνδυνο ενδεχόμενη εμπορική συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και του ΗΒ, αν και στην κοινή συνέντευξη τύπου με την Μέι κατά την διάρκεια της επίσκεψής του στην Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποίησε χαμηλότερους τόνους λέγοντας “ότι και να κάνετε είναι εντάξει ως προς εμένα. Είναι δική σας απόφαση, απλά να μπορούμε να κάνουμε εμπόριο μεταξύ μας. Αυτό έχει σημασία” .
Όπως και να έχει οι συνολικοί χειρισμοί της Μέι στο ζήτημα της Εξόδου δεν χαίρουν μεγάλης αποδοχής. Στους Βρετανούς που ψηφίσανε για παραμονή φαίνεται σαν να μην ξέρει τι κάνει, ενώ σε αυτούς που ψηφίσανε έξοδο δίνει την εντύπωση κάποιου που δεν πιστεύει αυτό που εφαρμόζει, και το βλέπει σαν “χάρη” στο κοινό της. Πράγματι όλες οι παραπάνω κατηγορίες έχουν μια βάση. Η ίδια η Μέι ήταν υπέρ της Παραμονής στο δημοψήφισμα του 2016, και κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2017 όταν ρωτήθηκε αν πιστεύει στην έξοδο δεν έδωσε απάντηση και πετούσε διαρκώς το μπαλάκι στο λαό που ψήφισε Brexit αναφερόμενη στα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος και ότι “Brexit σημαίνει Brexit”. Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε ότι διαχειρίζεται μια πρωτοφανή κατάσταση στα ιστορικά της χώρας της, όπου δεν υπάρχουν ξεκάθαρα τετελεσμένα που να βοηθούν την κυβέρνηση να διαλέξει μια κατεύθυνση. Επιβεβαιώνεται λοιπόν πλήρως ο πρώην Πρωθυπουργός Κάμερον ότι το Brexit οδήγησε σε αχαρτογράφητα νερά.