ΚΡΑΤΙΣΜΟΣ – Θεωρία του παραλόγου
Γράφει ο Δημήτριος Π. Κοσμόπουλος, Φοιτητής Οικονομικών Επιστημών
Μέχρι και σήμερα η πλειοψηφία των πολιτών – στην περίπτωση που ερωτούνταν – ίσως να απαντούσε ότι μια κυβέρνηση, η οποία παρεμβαίνει όσο το δυνατόν περισσότερο, είναι ηθικώς ανώτερη και επομένως πιο επιθυμητή. Ίσως η πλειοψηφία των πολιτών να θεωρεί ότι ο κρατικός παρεμβατισμός είναι η πλέον ενδεδειγμένη λύση προάσπισης μιας αξιοπρεπούς ζωής όλων των πολιτών, όπως άλλωστε επισημαίνει και η περίφημη κεϋνσιανή αντίληψη. Κι όμως παρακάτω αναμένεται να υποστηριχθεί έως έναν βαθμό πως τα ελεύθερα οικονομικά συστήματα, όχι μόνον προασπίζουν ως τέτοια και από μόνα τους την ατομική αξιοπρέπεια, αλλά και αποτελούν προάγγελο της συνολικής ελευθερίας των ανθρώπων, πεδία στα οποία αποτελεί τροχοπέδη ο συνεχώς διευρυνόμενος κυβερνητικός παρεμβατισμός. Άλλωστε και λογικά να το δει κάποιος η οικονομική ελευθερία είναι φυσικό προαπαιτούμενο για την πολιτική ελευθερία.
Πρώτα πρώτα, ένας πολίτης, για παράδειγμα, που επιθυμεί να ασκήσει ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους δεν έχει το δικαίωμα καθώς το επάγγελμα αυτό ανήκει στα επονομαζόμενα «κλειστά» από το κράτος επαγγέλματα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται πλήρως απαραίτητο να τού χορηγηθεί ειδική άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος. Ένας άλλος πολίτης, ο οποίος σκοπεύει να αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με κάποιον άλλο από κάποια χώρα του εξωτερικού (πλην της Ευρωπαϊκής Ένωσης), πιθανότατα να εμποδίζεται να προχωρήσει στη διεκπεραίωση των συναλλαγών του εξαιτίας της ύπαρξης κάποιας πιθανής δασμολογικής ποσόστωσης. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η αδυναμία του εκάστοτε πολίτη να πραγματοποιήσει τους επαγγελματικούς του σκοπούς συμβαδίζει στενά με την εκχώρηση ενός μέρους της προσωπικής του ελευθερίας.
Όσον αφορά τώρα τη δράση των συνδικάτων, την οποία σε αρκετές περιπτώσεις η εκάστοτε κυβέρνηση φαίνεται να έχει εγκρίνει, πρόκειται για έναν ύποπτο ρόλο. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τα συνδικάτα πολλές φορές αυξάνουν τους μισθούς σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα ή σε μια βιομηχανία, καθιστώντας έτσι το διαθέσιμο ποσοστό απασχόλησης σε αυτό μικρότερο από ό,τι θα ήταν υπό διαφορετικές συνθήκες και ωθώντας έτσι έναν αυξημένο αριθμό ανθρώπων να αναζητούν άλλες δουλειές, πράγμα που πιέζει προς τα κάτω τους μισθούς σε άλλα επαγγέλματα. Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια τα συνδικάτα να χρυσώνουν τους καλοπληρωμένους εργαζόμενους όλο και περισσότερο σε βάρος των χαμηλότερα αμειβόμενων. Άρα τα συνδικάτα όχι μόνο έχουν βλάψει το ευρύ κοινό και τους εργαζόμενους συνολικά αλλά έχουν κάνει και τα εισοδήματα της εργατικής τάξης πιο άνισα, περιορίζοντας έτσι τις διαθέσιμες ευκαιρίες για τους λιγότερο προνομιούχους εργαζόμενους.
Ακόμη, σχετικά με τις άδειες άσκησης ενός επαγγέλματος, η βαθύτερη λογική χορηγήσεώς των στις μέρες μας συμπίπτει κάπως με το είδος ρύθμισης των μεσαιωνικών συντεχνιών, όπου το κράτος έδινε κάποιου είδους εξουσία στα μέλη του επαγγέλματος. Παρομοίως και σήμερα, συχνά τα κριτήρια χορηγήσεως αδειών άσκησης ενός επαγγέλματος προωθούν μιαν, ομολογουμένως, άδικη μεταχείριση εκ μέρους του κράτους, το οποίο κάκιστα έχει την απόλυτη εξουσιοδότηση να ορίζει πόσα άτομα θα έχουν το δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος διευρύνοντας έτσι την ανεργία ανάμεσα στους πολίτες. Σίγουρα, σε αυτό το σημείο κάποιος νοήμων άνθρωπος θα μας έλεγε ότι αυτή όμως η τακτική είναι ένα μέσο ώστε να επιτυγχάνεται στο μέγιστο δυνατό βαθμό η εγγύηση ότι οι έχοντες την άδεια άσκησης του επαγγέλματος και από μόνοι τους θα είναι και προφανέστατα οι πλέον κατάλληλοι σε αυτόν τον τομέα, αν λάβουμε υπόψη πως με την παρούσα αντίληψη που κυριαρχεί: άδεια άσκησης σε ένα επάγγελμα = εγγύηση ότι ο έχων την άδεια πληροί όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις ασκήσεως του επαγγέλματος και άρα ο εκάστοτε πολίτης δεν έχει να φοβάται την παραμικρή δυσάρεστη έκπληξη. Απάντηση: Έλα όμως που το ίδιο το κράτος πολλές φορές δεν ενεργεί συμμεριζόμενο την ίδια ορθολογική αντίληψη, αλλά αντιθέτως είναι πιθανό να υπεισέλθει κάθε είδους άσχετα κριτήρια, τα οποία δε σχετίζονται ούτε κατ’ελάχιστο με την επαγγελματική ικανότητα, αλλά εξαρτώνται εν πολλοίς από τις προσωπικότητες των ανθρώπων που βρίσκονται σε άμεση επαφή με την εκάστοτε κυβέρνηση καθώς και από το κλίμα των καιρών. Έτσι λοιπόν, η κυβερνητική υπηρεσία μπορεί και πρέπει να έχει τη δυνατότητα να πιστοποιεί ότι ένα άτομο έχει ορισμένα προσόντα άσκησης ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος αλλά δεν θα πρέπει και με κανέναν τρόπο να εμποδίζει την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος από κάποιον ο οποίος δεν κατέχει παρόμοιο ή και το ίδιο πιστοποιητικό καθώς μια τέτοια ενέργεια μετατρέπει την ίδια την κρατική υπηρεσία από όργανο προάσπισης της δημοκρατίας και της ελευθερίας των πολιτών σε όργανο καταναγκασμού. Άλλωστε ο κάθε πολίτης πρέπει και θέλει να συναναστρέφεται με άτομα της επιλογής του αφού ούτως ή άλλως είναι ελεύθερος να το αποφασίσει από μόνος του χωρίς την παραμικρή κρατική παρέμβαση.
Ακόμα ένας τομέας όμως στον οποίο η διευρυμένη κρατική παρέμβαση φαίνεται να έχει προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά παρά κάτι καλό είναι οι περιβόητοι νόμοι περί βασικών μισθών. Αρκετοί υπέρμαχοι των βασικών μισθών υποστηρίζουν την άποψη ότι οι ιδιαίτερα χαμηλοί μισθοί τροφοδοτούν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη διεύρυνση της φτώχειας και ότι απειλούν να μετατοπίσουν τη σύγχρονη διεθνή αγορά μερικούς αιώνες πίσω, πράγμα που θα απεχθανόταν ο οποιοσδήποτε, από τον πιο φανατικό υποστηρικτή του μεγάλου κράτους έως και τον πιο νεοφιλελεύθερο άνθρωπο. Κι όμως, παρ’όλα αυτά μια τέτοια προσέγγιση – αν την επεξεργαστεί κανείς σε βάθος – μόνο τη διόγκωση της ανεργίας μπορεί να προκαλέσει παρά να περιορίσει την υπάρχουσα φτώχεια. Και αυτό διότι το κράτος έχει τη δυνατότητα να θεσπίσει μια νομοθεσία περί βασικού μισθού αλλά δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να πείσει τον εκάστοτε εργοδότη να προσλάβει στην επιχείρησή του έναν υπάλληλο, ο οποίος θα προοριζόταν για ένα πόστο του οποίου η βαρύτητα αλλά και οι υποχρεώσεις ισοδυναμούν με έναν μισθό κατώτερο από τον βασικό που έχει θεσπίσει διά νόμου το ίδιο το κράτος. Κάτι τέτοιο έχει ως φυσικό επακόλουθο την αύξηση της ανεργίας πολύ περισσότερο από ό,τι θα αυξανόταν (αν αυξανόταν) υπό διαφορετικές συνθήκες μη ύπαρξης των νόμων για τους βασικούς μισθούς. Επομένως, ένας εργαζόμενος που, υπό διαφορετικές συνθήκες, θα ήταν διατεθειμένος να εργαστεί αντί ενός μισθού ολίγον τι χαμηλότερου από τον βασικό που ορίζει η κρατική νομοθεσία παρά να μείνει άνεργος και απλήρωτος, πλέον που δεν έχει μια τέτοια δυνατότητα τού απομένουν μονάχα δύο εναλλακτικές λύσεις:
1) να παραμείνει άνεργος ενόσω τού επιτρέπει κάτι τέτοιο η προσωπική του οικονομική κατάσταση ή 2) να εισέλθει στην παρανομία ούτως ώστε να καταφέρει να εξασφαλίσει τα προς το ζην ακόμη και αν αυτό σημαίνει εργασία κάτω από συνθήκες μαύρης αγοράς.
Σε ό,τι αφορά τώρα τον τομέα της παιδείας, τα υπέρογκα ποσά που ξοδεύονται σε πολλά σχολεία για μεγαλειώδεις εγκαταστάσεις αλλά και για μια ευρεία γκάμα δευτερευόντων – ή και ακόμη πιο αδιάφορων – μαθημάτων αρμόζει να συνοδευτούν και από μία πολύ σημαντική ένσταση. Η ένσταση αυτή αφορά το γεγονός ότι τα χρήματα που δαπανούνται για όλες αυτές τις πολυτελείς σχολικές εγκαταστάσεις και για την πληθώρα των δευτερευόντων μαθημάτων προέρχονται κατά κύριο λόγο από τη φορολογία που επιβάλλεται αδιακρίτως όχι μόνο σε μη γονείς αλλά και σε γονείς, οι οποίοι δεν επιθυμούν τα παιδιά τους να ασχολούνται με σχετικές, διόλου απαραίτητες, δραστηριότητες.
Πλην όμως αυτού, εδώ προκύπτει ένα πρόβλημα και με τους μισθούς των ίδιων των εκπαιδευτικών. Το πρόβλημα αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι μισθοί είναι τόσο ανελαστικοί και ομοιόμορφοι με αποτέλεσμα οι κακοί δάσκαλοι να πληρώνονται υπερβολικά πολλά και οι καλοί δάσκαλοι υπερβολικά λίγα. Δυστυχώς, οι μισθολογικές κλίμακες στις μέρες μας τείνουν να καθορίζονται πολύ περισσότερο από την αρχαιότητα, τα πτυχία και τα πιστοποιητικά διδασκαλίας παρά από την πραγματική αξία του εκάστοτε εκπαιδευτικού. Ακόμη και αυτό είναι αποτέλεσμα του σημερινού συστήματος κυβερνητικής διοίκησης των σχολείων και μοιάζει σχεδόν αδύνατο να εξαλειφθεί κάποια στιγμή ενόσω ο κρατικός παράγοντας επιβάλλει τους δικούς του κανόνες ακόμα και στον τομέα της εκπαίδευσης.
Γενικότερα, η ελεύθερη οικονομία, υπό ορισμένους πάντα κανόνες, δίνει στους ανθρώπους αυτό που θέλουν και όχι αυτό που μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων νομίζει ότι θα έπρεπε να θέλουν. Άλλωστε, όπως είχε επισημάνει ένας από τους σημαντικότερους οικονομολόγους του 20ού αιώνα, ο Μίλτον Φρίντμαν: «Πίσω από τα περισσότερα επιχειρήματα ενάντια στην ελεύθερη οικονομία βρίσκεται μια έλλειψη πίστης στην ίδια την ελευθερία».
Συμπερασματικά, μπορούμε πλέον να καταλήξουμε ότι το βασικό ελάττωμα διαφόρων κυβερνητικών μέτρων στην οικονομική ζωή του τόπου είναι ότι επιδιώκουν να αναγκάσουν τους ανθρώπους να ενεργούν ενάντια στο προσωπικό τους συμφέρον προκειμένου να συμβάλλουν στην προάσπιση και διασφάλιση του υποτιθέμενου γενικού συμφέροντος. Επομένως, πολλά από αυτά τα μέτρα όχι μόνο δεν πετυχαίνουν τον απώτερο σκοπό τους, που είναι η διασφάλιση μιας αξιοπρεπούς ζωής των πολιτών, αλλά αντιθέτως αποτελούν εμπόδιο στην ατομική ελευθερία και στο δικαίωμα του καθενός να ζήσει τη ζωή του όπως εκείνος επιθυμεί και με βάση τις προσωπικές του πεποιθήσεις και ιδανικά.