Κοινωνία εκπληττόμενη…
Γράφει η Παναγιώτα Λάμπρη
Κάθε τρεις και λίγο η κοινωνία εμφανίζεται εκπληττόμενη για διάφορα κακώς κείμενα σ’ αυτή. Τόσο πολύ, μάλιστα, που ένας εξωτερικός παρατηρητής θα έλεγε πως τα μέλη, τα οποία την απαρτίζουν, ζουν ερήμην της. Με αφορμή, λοιπόν, την πρόσφατη αποκάλυψη του βιασμού, και όχι μόνο, μιας 12χρονης, η κοινωνία και πάλι εξέφρασε την έκπληξη, την οργή και τον αποτροπιασμό της, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πήραν κυριολεκτικά φωτιά, πολλές εκπομπές τον έχουν ως κυρίαρχο θέμα τους και ο τύπος καταγράφει με τον δικό του τρόπο το γεγονός. Έτσι, τίτλοι, όπως «Αυτός είναι ο βιαστής – “πελάτης”» «Τέρας και σάτυρος ο βιαστής», «Ανατριχιάζει το δράμα της 12χρονης», «Φρίκη!», «Αποκαλύψεις – σοκ», «Έπεσαν από τα σύννεφα», «Κι όμως, ζουν ανάμεσά μας», κ.λπ., εξεγείρουν πιότερο το θυμικό αρκετών, αυξάνοντας παράλληλα την ηδονοθηρία της φρίκης, περιγράφουν την αμηχανία όσων έτυχε να γνωρίζουν τον θύτη ή προσπαθούν να προβληματίσουν την κοινή γνώμη, ενώ κάποιοι περί τα δημόσια πράγματα θερμόαιμοι -δυστυχώς και ορισμένοι εκλεγμένοι στο κοινοβούλιο- σπεύδουν ν’ αναδείξουν τις κομματικές πεποιθήσεις του υπόλογου, αποδίδοντάς τες ανενδοίαστα σ’ όλους όσους στον ίδιο κομματικό χώρο ανήκουν!
Φυσικά, αυτός, φροντίζοντας για την έξωθεν καλή μαρτυρία, σχετιζόταν με την Εκκλησία, φωτογραφιζόταν με δημόσια πρόσωπα -πολιτικούς, ηθοποιούς, κ.λπ.-, έκανε αγαθοεργίες και παρουσιαζόταν ως καλός οικογενειάρχης. Τούτων δοθέντων, όσοι με οποιαδήποτε ιδιότητα είχαν κάποια σχέση μαζί του, ακόμα και μια τυχαία λόγω της δημοσιότητάς τους φωτογραφία, είναι ένοχοι! Τόσο εύκολη, τόσο απλή η ετυμηγορία του πληκτρολογίου, και όχι μόνο. Κι όλα αυτά, λες και οι αποφαινόμενοι ζουν σ’ άλλη κοινωνία, δεν έχουν γνωρίσει ανθρώπους, στους οποίους αρέσει να καλλιεργούν αυτή τη δημόσια εικόνα, ενώ παράλληλα επιδιώκουν να φωτογραφίζονται με αναγνωρίσιμα πρόσωπα και στη συνέχεια να επιδεικνύουν τις σχετικές φωτογραφίες ως κάτι σπουδαίο για τους ίδιους. Ακόμα, φαίνεται ότι νιώθουν απόλυτα ασφαλείς πως όλοι μ’ όσους έχουν αυτοί συγχρωτιστεί είναι άμεμπτοι και ποτέ δεν θα βρεθούν απολογούμενοι, κακώς ασφαλώς, για ημαρτημένα τους.
Όλα της κοινωνίας είναι βέβαια, της οποίας ένα μέρος συνηθίζει, πριν αποφανθεί η Δικαιοσύνη, να δικάζει και να καταδικάζει, ενώ μένει επιφυλακτική σε αποφάσεις της ή αποσιωπά τα ονόματα ανθρώπων, οι οποίοι έχουν αθωωθεί, αλλά με ελαφριά καρδιά είχε κάποτε οικτρά λοιδορήσει και διαπομπεύσει. Όσο για δημόσια συγγνώμη, κανένας λόγος!
Ως εκ τούτου, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα κοινωνία, αν μη τι άλλο, οφείλει ν’ αφήσει τους ανέξοδους λιθοβολισμούς, να κοιταχτεί στον καθρέφτη μ’ όση ειλικρίνεια αντέχει και να πάψει να πέφτει συχνά πυκνά από τα σύννεφα για ό,τι αποτρόπαιο στα σπλάχνα της συμβαίνει. Δεν λέω, είναι ωραίο ως Ίκαρος στα ύψη ν’ αρμενίζει, αλλά είναι πολύ δυσάρεστο να ζει της πτώσης τον ίλιγγο κάθε που αμαρτήματα βαριά λαμβάνουν χώρα στη γη. Και δυστυχώς είναι πολλά!
Επίσης, ας πάψει να χύνει κροκοδείλια δάκρυα κι ας διαβεί τον σκληρό δρόμο της αυτογνωσίας, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της, που σημαίνει να βρίσκεται σε εγρήγορση, να μην δικαιολογεί ή να μένει παγερά αδιάφορη, όταν οσμίζεται ή μπροστά της καθαρά βλέπει αναίσχυντες συμπεριφορές και πράξεις εις βάρος αδυνάτων, πόσο μάλλον, παιδιών και ανηλίκων. Διότι καλοί είναι οι αφορισμοί και η δημόσια κατακραυγή, αλλά χωρίς αξία, αφού πέραν της εκτόνωσης του θυμικού δεν προσφέρουν κάτι άλλο. Εκτός και συνιστούν μιας μορφής εξιλέωση για παραλείψεις και ευθύνες, οι οποίες υπήρξαν αφορμή για την εκδήλωση οποιασδήποτε κοινωνικής βαρβαρότητας.
Και η σύγχρονη κοινωνία, ενώ κανείς θα περίμενε πως θα προχωρήσει και περαιτέρω θα εξανθρωπιστεί, συμβαίνει το αντίθετο. Και σε τούτο, στο μέτρο που αναλογεί, η ευθύνη είναι του καθενός, ειδικά όποτε ανεχόμαστε, προβάλλουμε ή υποθάλπουμε κάθε μορφή βίας, εθίζοντας σ’ αυτή τα παιδιά και τους εφήβους, με πολλά ηλεκτρονικά μέσα να συμβάλουν αποτελεσματικά σ’ αυτό, και όταν εκείνη εκδηλώνεται, όλο και με πιο ακραία μορφή και σε πολλές κοινωνικές εκφάνσεις, πέφτουμε από τα σύννεφα! Ανώφελη η πτώση και μάταιο το ανάθεμα!
Και τούτο, διότι, επικεντρωμένοι στη ματαιόδοξη, ναρκισσιστική ιδιωτικότητά μας, ακόμα κι αν την ακούμε, οι περισσότεροι αποφεύγουμε να δώσουμε τη δέουσα σημασία στη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» (Κ. Π. Καβάφης «Σοφοί δε προσιόντων») και κάθε φορά που αυτά φθάνουν, αγανακτούμε, φωνάζουμε, ζητούμε παραδειγματική τιμωρία,… και, μόλις η ταραχή πάψει, ξεχνιόμαστε μέχρι ένα καινούργιο συμβάν να μας θυμίσει πως κάποιοι άνθρωποι από ανθρώπους υποφέρουνε τα πάνδεινα και πως καμία κραυγή, όσο δυνατή κι αν είναι, δεν είναι αρκετή για ν’ ανακόψει της κοινωνίας τον κατήφορο. Άλλωστε, ο ανήφορος, αν και είναι ο μόνος σωστός δρόμος, όπως έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης, είναι κοπιαστικός, αλλά συνήθως λυτρωτικός και σωτήριος.