Η μετεξέλιξη των βυζαντινών πόλεων από τον 7ο ως τον 10ο αιώνα

Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης

Α) Εισαγωγή

Μέχρι τον 7ο αιώνα όπου διατηρούνταν σχεδόν αναλλοίωτο το σύνολο των ρωμαϊκών δομών, θεσμών διοικητικής οργάνωσης και πολιτιστικών προτύπων η βυζαντινή αυτοκρατορία παρέμενε περισσότερο ένα δίκτυο ομόσπονδων πόλεων καθώς η πόλις συνεχίζοντας το πρότυπο της αρχαίας πόλης-κράτους παρέμενε το βασικό οικονομικό μέγεθος.

Στην μακρά περίοδο μετάβασης από την εποχή εκείνη και λόγω της πολυεπίπεδης κρίσης που θα πλήξει την Αυτοκρατορία οι βυζαντινές πόλεις θα υποστούν διαδοχικές φάσεις μετεξέλιξης που αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό και την συνολική εξέλιξη της Αυτοκρατορίας.

Στις παρακάτω γραμμές πρόκειται να αναλυθούν τα βασικά χαρακτηριστικά των πόλεων της πρώιμης περιόδου της Μεσαιωνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με έμφαση στην διοικητική τους οργάνωση και την οικονομία, τα αίτια της παρακμής τους αλλά και στους διοικητικούς, πολεοδομικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς του αστικού χώρου. Σ΄ αυτήν την μακρά και συνάμα μεταβατική περίοδο κρίσης μέχρι την ανάκαμψη τους τον 10ο αιώνα. Αλλά και τις συνέπειες που είχε στην ευρύτερη διοικητική και οικονομική συγκρότηση της αυτοκρατορίας με έμφαση στην καθιέρωση του διοικητικού θεσμού των θεμάτων και την έντονη πολιτική και κοινωνική κινητικότητα της περιόδου ανάμεσα στον κορυφαίο θεσμό του αυτοκράτορα και τους << δυνατούς>> και στα κατώτερα στρώματα στην ύπαιθρο αλλά και τις πόλεις.

β) Οι πόλεις Μεσαιωνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της

Κύτταρο της βυζαντινής διοικητικής διάρθρωσης μέχρι τον 7ο αιώνα υπήρξαν οι πόλεις.

Παράλληλα ως εκείνη την εποχή που διατηρούνταν τα ρωμαϊκά πρότυπα οι κοινωνίες ήταν κυρίως οργανωμένες γύρω από την αρχαία πόλη συνεχίζοντας περίπου το πρότυπο της αρχαίας πόλης κράτους.

Η ρωμαϊκή πόλις ( civitas ) δεν σήμαινε απαραίτητα πόλη με την έννοια του αστικού χώρου που εννοούμε σήμερα αλλά μία αυτοδιοικούμενη περιοχή.

Στην πράξη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αποτελούσε μία ομοσπονδία πόλεων ενταγμένων στο ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο της Αυτοκρατορίας που σχημάτιζαν ένα δίκτυο αστικών κοινοτήτων με μεγαλύτερη ή μικρότερη αυτονομία. Παράλληλα ήταν αυτόνομες διοικητικές και φορολογικές μονάδες. Ανάλογο status qvo υπήρχε και κατά την πρώιμη περίοδο της Μεσαιωνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, περίοδο όπου διατηρούνταν σχεδόν αναλλοίωτο το σύνολο των ρωμαϊκών θεσμών και δομών.

Οι ρωμαϊκές πόλεις αυτοδιοικούνταν μέσω βουλευτηρίων και του θεσμού των βουλευτών που αποτελούσαν ένα εκτεταμένο στρώμα από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις.

Οι βουλευτές ήταν αρμόδιοι για το σύνολο των αστικών υπηρεσιών όπως την συντήρηση των δημοσίων κτηρίων, των υδραγωγείων, των οχυρώσεων, τον καθαρισμό αποχετεύσεων και των οδών, την οργάνωση των θεαμάτων του ιπποδρόμου που ήταν εξαιρετικά δημοφιλή εκείνη την περίοδο, την λειτουργία των ταχυδρομείων και την επίβλεψη της αγοράς, των λουτρών και των θεάτρων.

Αλλά και για έκτακτες υποχρεώσεις που επέβαλε η κεντρική διοίκηση κυρίως σε πολεμικές περιόδους όπως η στρατολόγηση, ο στρατωνισμός των διερχόμενων στρατιωτικών δυνάμεων και η αγορά προμηθειών για το στράτευμα.

Οι ρωμαϊκές πόλεις είχαν θεσμοθετημένες προσόδους από εκμεταλλεύσεις αγροκτημάτων που τους ανήκαν η φορολογία συχνά οι βουλευτές κάλυπταν με ίδιους πόρους αυτές τις δαπάνες.

Κατά την πρώιμη της περίοδο, η βυζαντινή οικονομία βασιζόταν σε δύο πυλώνες, ο πρώτος η αγροτική οικονομία και ο δεύτερος η αστική οικονομία. Παρόλα αυτά μεγάλο τμήμα του αστικού πληθυσμού απασχολούνταν σε αγροτικές δραστηριότητες, ενώ το suburubium των πόλεων ως διοικητικών μονάδων αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από γαίες που ανήκαν στην πόλη και συμπληρωνόταν από τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις που ανήκαν στους κατοίκους.

Αυτή την εποχή οι πόλεις της Μεσαιωνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας περικλειόταν συνήθως από τείχη, οχυρώσεις και άλλες αμυντικές κατασκευές. Τις στρατηγικές υποδομές της πόλης συμπλήρωναν κεντρικές λεωφόροι, υδραγωγείο, δεξαμενές και κεντρικές λεωφόροι. Χαρακτηριστικό τους η εξαιρετική ρυμοτομία και η αγορά που βρισκόταν στην διασταύρωση των μεγάλων λεωφόρων, όπου ήταν συγκεντρωμένα η αίθουσα του βουλευτηρίου, θρησκευτικό κέντρο και μία βασιλική που συνήθως στέγαζε δικαστήρια και δημόσιες υπηρεσίες. Τα πολιτισμικά πρότυπα της εποχής χαρακτήριζαν ο πλούσιος διάκοσμος, τοιχογραφίες, αγάλματα, κήποι και σιντριβάνια. Τα λουτρά, το θέατρο και ο ιππόδρομος που αποτελούσε το πλέον δημοφιλές θέαμα της εποχής συνέθεταν τον πολυτελή για τα δεδομένα της εποχής βίο στον αντίποδα του λιτού βίου των κατοίκων της υπαίθρου.

γ) Αίτια παρακμής των πόλεων

Κατά τους πρώιμους αιώνες της πορείας της Μεσαιωνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η υιοθέτηση ενός σταθερού νομισματικού συστήματος βασισμένου στον χρυσό εξασφάλιζε σταθερότητα στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών. Μία μακρά περίοδος ξηρασίας, σε συνδυασμό με εχθρικές επιδρομές, τις συνεχείς συρράξεις και την απώλεια πλουτοπαραγωγικών εδαφών και μεγάλων αγροτικών εκτάσεων, οδήγησε σε έλλειψη τροφίμων με συνεπακόλουθη αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που οδήγησε σε νόθευση των χρυσών νομισμάτων και μείωση του αριθμού των χάλκινων νομισμάτων εξέλιξη που επέτεινε την οικονομική κρίση.

Η έλλειψη τροφίμων και η υψηλή φορολογία οδήγησαν σε εξεγέρσεις, ενώ εκτεταμένες ταραχές καταγράφηκαν ανάμεσα σε δήμους κυρίως τους βένετους και τους πράσινους με επίκεντρο τον ιππόδρομο, που προκαλούσαν πυρπολήσεις κτηρίων και εκτεταμένες καταστροφές στις πόλεις. Την χαοτική κατάσταση συμπλήρωναν και βίαιες συγκρούσεις με θρησκευτικό περιεχόμενο ανάμεσα στους εθνικούς και τους χριστιανούς.

Φυσικές καταστροφές όπως μεγάλοι σεισμοί αλλά και η κλιματική αλλαγή που προκάλεσε μακρές περιόδους ξηρασίας και αύξηση της υγρασίας που οδήγησαν σε έλλειψη τροφίμων, αύξηση ασθενειών και εμφάνιση επιδημιών με πλέον θανατηφόρα εκείνη της βουβωνικής πανώλης οδήγησαν σε δημογραφική κατάρρευση τις βυζαντινές πόλεις.

Λόγω των εχθρικών επιδρομών που οδήγησαν στην κατάρρευση των εμπορικών οδών, της διπλής υψηλής φορολογίας στις πόλεις εμπόριο και βιοτεχνία οδηγήθηκαν σε παρακμή και παρατηρήθηκε μαζική μετακίνηση εμπόρων και βιοτεχνών στην ύπαιθρο όπου υπήρχε ευκολότερη πρόσβαση σε πρώτες ύλες καθώς και στις μονές αφού ο μοναχισμός παρέμεινε η κύρια αν όχι μοναδική πολιτισμική σταθερά της περιόδου.

Σ’ αυτήν ακριβώς την κρίσιμη και ταυτόχρονα μεταβατική περίοδο οι αρχαίες πόλεις, ιδίως εκείνες που ήταν εκτεθειμένες σε εχθρικές επιδρομές εγκαταλείπονται και εμφανίζονται υπερσυγκεντρώσεις πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αυτοκρατορίας και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα παρατηρείται και μία σημαντική αξιακή μεταβολή που κύριο χαρακτηριστικό έχει την διάδραση αξιών προηγούμενων περιόδων όπως το οικογενειακό όνομα και η καταγωγή, οι τίτλοι ευγενείας αλλά και σημαντικών περιουσιακών στοιχείων που αφορούσαν την μεγάλη γαιοκτησία στους τόπους καταγωγής και σχετιζόταν με την άρνηση της αριστοκρατίας να αναλάβει δημόσια αξιώματα που συνεπαγόταν την κάλυψη δαπανών της πόλης από ίδιους πόρους.

δ) Πολεοδομικοί-διοικητικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί

Οι επιδρομές των εχθρών της αυτοκρατορίας στα βόρεια και στα ανατολικά οδήγησαν σε δημογραφική κατάρρευση τις πόλεις. Από το σύνολο των σημαντικών ιδιοτήτων ενός αστικού κέντρου ( επίκεντρο εμπορίου, συγκοινωνιακός κόμβος κτλπ) τώρα προτάσσεται ο στρατιωτικός-αμυντικός του χαρακτήρας, δηλαδή η ικανότητα του να υπερασπιστεί τον πληθυσμό της αλλά και την ευρύτερη περιοχή. Οι πόλεις οχυρώνονται και ενδεικτικό αυτής της τάσης είναι ότι από τους χρονογράφους της βυζαντινής περιόδου αποκαλούνται κάστρα.

Η μετατροπή των πόλεων σε οχυρές θέσεις (κάστρα) οδήγησε σε δραματική μείωση τον πληθυσμό τους ώστε αυτός να χωράει στο εσωτερικό των τειχών τους, αλλά και τον περιορισμό των αγροτικών εργασιών σε περιοχές της υπαίθρου που βρισκόταν κοντά στις πόλεις ώστε οι καλλιεργητές να μπορούν να καταφεύγουν άμεσα στα τείχη στην διάρκεια των εχθρικών και συνήθως αιφνιδιαστικών επιδρομών.

Αν κατά τους πρώιμους της αιώνες η μεσαιωνική ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπήρξε μία ομοσπονδία πόλεων, κατά την μέση περίοδο είχε μετατραπεί σε σύνολο κάστρων συνήθως χτισμένων σε λόφους. Ακριβώς λόγω των εχθρικών επιδρομών η οικιστική τους ανάπτυξη ήταν περιορισμένη στα όρια των οχυρώσεων και ο αστικός χώρος συρρικνώθηκε δραματικά, γεγονός που οδήγησε στην εγκατάλειψη των προτύπων αστικής ζωής προηγούμενων περιόδων, εξέλιξη στην οποία συνέβαλε και η απαγόρευση των λουτρών και των θεάτρων από την ανερχόμενη και πλέον κρατικά προστατευμένη χριστιανική θρησκεία.

Οι νέες αμυντικές ανάγκες απαιτούσαν νέες οχυρώσεις όπως εξωτερικό και εσωτερικό τείχος, ακρόπολη και διπλασιασμό των πύργων.

Οι νέες συνθήκες αποτυπώνονται σε χρονογραφήματα ακόμα και ύστερων περιόδων όπως η Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής με τον Αλέξιο τον Α να ενδιαφέρεται προσωπικά για την κατασκευή κάστρου << ανήγειρε φρούριον απόρθητον, ασφαλές και απρόσιτον από παντού όχι μόνο εξ αιτίας του ποταμού αλλά και λόγω του ύψους και του πάχους της τειχοποιίας του, εξ ου και ονομάστηκε Σιδηρά. Ως σήμερα ακόμη ο σιδηρούς αυτός πύργος στέκει ως φρούριο για την προστασία άλλου φρουρίου και ως προτείχισμα τείχους. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας επιστατούσε από το πρωί ως το βράδυ στην οικοδόμηση του κάστρου, παρά την υψηλή θερμοκρασία και υπέμεινε και καύσωνα και σκόνη.

Οι βυζαντινοί χρονογράφοι αναφέρονται σε κάστρα, καστέλια και φρούρια δίχως να γίνεται κάποια σαφής διάκριση μεταξύ τους. Έτσι ως κάστρα αναφέρονται μεγάλες πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη και η Έφεσος.

ε) Αλλαγές στο διοικητικό σύστημα της αυτοκρατορίας

Την περίοδο της παρακμής παρατηρήθηκε το φαινόμενο της άρνησης του άλλοτε τιμητικού αξιώματος του βουλευτή με διάφορους τρόπους όπως η επιλογή του να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, μέλη της συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης, κληρικοί ή καθηγητές ενώ άλλοι επιλέγουν τον δρόμο του φυγά. Η κατάσταση αυτή οδήγησε στην κατάρρευση της αυτοδιοίκησης και σε ένα δραματικό κενό εξουσίας που αρχικά καλύφθηκε από τους διορισμένους από τους αυτοκράτορες διοικητές και τους εκκλησιαστικούς επισκόπους.

Σταδιακά τα βουλευτήρια καταργήθηκαν, οι βουλευτές έπαψαν να υπάρχουν και την διοίκηση των πόλεων αναλαμβάνουν στρατιωτικοί και ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί που συνεργάζονται με συμβούλια προερχόμενα από την ανώτερη τάξη.

Ταυτόχρονα η οικονομική κρίση, η αδυναμία του κράτους και της δημόσιας διοίκησης με τους θεσμούς που είχαν έντονα αυτοδιοικητικό περιεχόμενο να ανταποκριθούν σε νέες ανάγκες λόγω της οικονομικής κρίσης και των φυσικών καταστροφών και κυρίως στα πολλαπλά μέτωπα που εμφανίζονται λόγω της πίεσης αρχικά των Περσών και αργότερα των Αράβων και των Βουλγάρων στα βόρεια, δημιουργούν την ανάγκη συνολικής μεταρρύθμισης των διοικητικών δομών και των θεσμών της αυτοκρατορίας που διατηρούνταν σχεδόν αναλλοίωτες από την ρωμαϊκή εποχή οδηγώντας στην δημιουργία της διοικητικής μονάδας του θέματος.

Αναμφίβολα η πιο θεαματική από τις μεταρρυθμίσεις της περιόδου υπήρξε η εισαγωγή της έννοιας του θέματος. Τα θέματα ήταν ευρύτερες γεωγραφικές ενότητες που τις διοικούσε ο στρατηγός που συγκέντρωνε στρατιωτικές, πολιτικές και διοικητικές αρμοδιότητες.

Ο όρος θέμα προέρχεται από στρατιωτική ορολογία προηγούμενων περιόδων και σήμαινε στρατιωτική μονάδα με χαρακτηριστικά εκστρατευτικού σώματος.

στ) Κοινωνική κινητικότητα

Η εισαγωγή του θέματος ως διοικητικής μονάδας στον διοικητικό σύστημα της αυτοκρατορίας σημαδεύτηκε και από μία πολύ σημαντική αλλαγή με κοινωνικά χαρακτηριστικά. Καθώς στα θέματα εγκαταστάθηκαν μόνιμα στρατιώτες στους οποίους καλλιεργούνταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις με την προϋπόθεση της δικής τους δια βίου στράτευσης αλλά και της στράτευσης των κληρονόμων τους. Με αυτή την διοικητική-στρατιωτική μεταρρύθμιση δημιουργήθηκαν ισχυροί επαρχιακοί στρατοί γηγενών στρατιωτών-αγροτών που στην ουσία αποτέλεσαν μετεξέλιξη του θεσμού των limitanei των στρατιωτών των συνόρων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Στην ουσία αυτή η τομή σε συνδυασμό με τις διαρκείς εχθρικές επιδρομές οδήγησε στην ανάπτυξη του στρατού ως ανερχόμενης κοινωνικής και πολιτικής δύναμης.

Αναμφίβολα η εισαγωγή του θεσμού των θεμάτων στο διοικητικό σύστημα της αυτοκρατορίας συνεπακόλουθη συνέπεια είχε την πλήρη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας. Γεγονός που αντικατόπτριζε σε μεγάλο βαθμό τόσο τους κινδύνους που διαμόρφωσαν οι εξωτερικές απειλές όσο και το εξαιρετικά δυσμενές κοινωνικό περιβάλλον της εποχής.

Για πολλούς ιστορικούς η εισαγωγή της θεματικής μεταρρύθμισης είχε ως συνέπεια την κατάτμηση των μεγάλων ιδιοκτησιών γης που ήταν κύριο χαρακτηριστικό της πρώιμης βυζαντινής περιόδου και την ανάδυση μίας νέας κοινωνικής τάξης βασισμένης στην μικρή και μεσαία ιδιοκτησία. Η δομική αυτή αλλαγή είχε ως συνέπεια την σχεδόν πλήρη αγροτικοποίηση της βυζαντινής οικονομίας και την ανάδειξη της υπαίθρου και όχι πλέον της πόλης ως κυρίαρχου οικονομικού μεγέθους, ενώ το βυζαντινό <<χωρίον>> ως κοινότητα γεωργών ήταν η βασική οικονομική μονάδα.

Παράλληλα η σημαντική μετακίνηση πληθυσμών, ιδίως στρατιωτών και των οικογενειών τους προς την Μικρά Ασία έλαβε την μορφή μαζικού και μόνιμου εποικισμού που άλλαξε την δημογραφική σύνθεση της περιοχής προς όφελος της Αυτοκρατορίας.

Όμως την βαθιά οικονομική κρίση της εποχής και ως ένα βαθμό την θεματική μεταρρύθμιση που θα δούμε παρακάτω εκμεταλλεύτηκαν οι << δυνατοί>> που κατόρθωσαν να διεισδύσουν στις ανεξάρτητες κοινότητες χωριών και να απορροφήσουν μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις δημιουργώντας μία νέα άρχουσα τάξη βασισμένη στην μεγάλη γαιοκτησία. Παρότι βέβαια δεν υπήρχε θεσμοθετημένο σύστημα φεουδαρχικών σχέσεων στην Μεσαιωνική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όπως υπήρχε στην δυτική Ευρώπη, οι δυνατοί δημιούργησαν μία ιδιότυπη φεουδαρχία κυρίως στις επαρχίες της Μικρός Ασίας.

Η συσσώρευση πολιτικής και οικονομικής αλλά και στρατιωτικής ισχύος μέσω της δημιουργίας ιδιωτικών στρατών, στα χέρια των δυνατών προκάλεσε τάσεις αυτονόμησης, αμφισβήτησης της αυτοκρατορικής εξουσίας ακόμα και φυγόκεντρες προς την Αυτοκρατορία τάσεις, τις οποίες οι αυτοκράτορες του 10ου αιώνα προσπάθησαν να αναχαιτίσουν, αρχικά τουλάχιστον με τρόπο αποτελεσματικό όπως φανερώνουν και οι νόμοι της εποχής.

ζ) Η ανάκαμψη των πόλεων

Κατά τον 10ο αιώνα οι πόλεις αναδιοργανώνονται και αναπτύσσονται ξανά. Η ανάκαμψη των πόλεων ανάμεσα στον 10ο και τον 11ο αιώνα υπήρξε μία ιστορική διαδικασία που επηρέασε καθοριστικά την πορεία της Μεσαιωνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορία. Ο τερματισμός των εχθρικών εισβολών, η ανάκτηση πλουτοπαραγωγικών εδαφών της αυτοκρατορίας, η αποκατάσταση των << ιδανικών συνόρων>> της από τον Δούναβη στον βορρά έως τον Ευφράτη στα νοτιοανατολικά με την παράλληλη αποκατάσταση των εμπορικών οδών και συνολικά του εμπορίου, η δημογραφική άνοδος και η εκ νέου ανάπτυξη της βιοτεχνίας ήταν οι παράγοντες που προσδιόρισαν την αλματώδη ανάπτυξη των πόλεων εκείνη την περίοδο.

Στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής μία υποτίμηση του νομίσματος μέσω της μερικής νόθευσης των χρυσών νομισμάτων και μία παράλληλη αύξηση της κυκλοφορίας των αργυρών και των χάλκινων νομισμάτων διευκόλυνε τις συναλλαγές.

Η άρση περιοριστικών μέτρων που υπήρχαν σε εμπορικές και επαγγελματικές δραστηριότητες έδωσε ώθηση στις οικονομικές δραστηριότητες και κατέστησε εμπόρους και επαγγελματίες την ανερχόμενη κοινωνική τάξη των <<νέων ανθρώπων>> αυξάνοντας ταυτόχρονα και την πολιτική της ισχύ, οδηγώντας στην ανάρρηση τους σε ανώτατα αξιώματα και τον τερματισμό της διάκρισης ανάμεσα σε συγκλητικούς και πολίτες.

η) Συμπεράσματα

Κατά την πρώιμη της περίοδο η Μεσαιωνική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διατηρούσε σχεδόν αναλλοίωτες τις δομές και τα πολιτιστικά πρότυπα που της κληροδότησε ο ελληνορωμαϊκός κόσμος.

Σ αυτήν την μακρά μεταβατική περίοδο μέχρι τον 7Ο αιώνα που από μερίδα ιστορικών χαρακτηρίζεται ύστερη αρχαιότητα και από άλλους πρώιμος Μεσαίωνας η μεσαιωνική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έμοιαζε περισσότερο με μία ομοσπονδία πόλεων και διοικητικό της κύτταρο ήταν η <<πόλις>> ( Civitas) που συνέχιζε το πρότυπο της πόλης κράτους της αρχαιότητας.

Οι πόλεις και το ευρύτερο διοικητικό σύστημα της εποχής είχαν έντονα αυτοδιοικητικό χαρακτήρα καθώς διοικούνταν από τους ίδιους τους πολίτες, τους βουλευτές που προερχόταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.

Στις πόλεις αναπτύχθηκε μία ιδιαίτερη αστική κουλτούρα που διέφερε από εκείνη της υπαίθρου και αφορούσε έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής που σχετιζόταν με συναθροίσεις στην αγορά και τα λουτρά αλλά και πολιτιστικά πρότυπα όπως το θέατρο και το δημοφιλέστερο θέαμα της εποχής, ο ιππόδρομος.

Σταδιακά και κυρίως λόγω των κλιματολογικών αλλαγών, των φυσικών καταστροφών, των επιδημιών και κυρίως λόγω των συνεχών πολέμων οι πόλεις παρακμάζουν και σχεδόν εγκαταλείποντας.

Την ίδια περίοδο λόγω των συνθηκών που περιγράφηκαν πιο πάω το εμπόριο και η βιοτεχνία παρακμάζουν και έμποροι και βιοτέχνες μετακινούνται προς την ύπαιθρο όπου ήταν ευκολότερη η πρόσβαση στις πρώτες ύλες αλλά και για να απαλλαγούν από την υψηλή φορολογία που επέβαλε το κράτος λόγω της διατήρησης μεγάλων μισθοφορικών στρατών.

Σε εκείνη την κομβική περίοδο παρατηρείται η πρώτη δομική διοικητική αλλαγή καθώς και τα λείψανα, των άλλοτε ακμαίων πόλεων της αρχαιότητας διοικούνται από ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους και οι βουλευτές αδυνατώντας να αναλάβουν το οικονομικό βάρος που επέβαλε η συντήρηση των πόλεων παύουν να υπάρχουν ακόμα και ως τίτλος.

Παράλληλα εισάγεται ο νέος διοικητικός θεσμός των θεμάτων που στην κορυφή του είχε τον στρατηγό και ανταποκρινόταν στις αυξημένες αμυντικές ανάγκες και διοικητικές ανάγκες της περιόδου. Ενώ η εισαγωγή του μόνιμα εγκατεστημένου στην ύπαιθρο θεσμού του στρατιώτη-καλλιεργητή αγροτικοποιεί πλήρως την βυζαντινή οικονομία και το <<χωρίον>> και όχι η << πόλις>> αποτελεί πλέον βασική οικονομική μονάδα.

Oι πόλεις περιορίζονται γεωγραφικά πίσω από ισχυρά τείχη που οριοθετούν την μετάβαση από την έννοια της πόλης σε εκείνη του κάστρου, η δόμηση τους είναι άτακτη και ο χώρος περιορισμένος. Η οικονομική κατάρρευση και η απαγόρευση των λουτρών και των θεάτρων από την κυρίαρχη και επίσημη πλέον θρησκεία του κράτους, τον χριστιανισμό, διαφοροποίησαν οριστικά τον τρόπο ζωής στις πόλεις.

Από τα μέσα του 9ου αιώνα η αυτοκρατορία επανέρχεται στα ιδανικά της σύνορα ανακτώντας τα χαμένα πλουτοπαραγωγικά εδάφη, οι εμπορικές οδοί αποκαθίστανται, οι πόλεις ανακάμπτουν δημογραφικά και μετατρέπονται ξανά σε οικονομικά κέντρα ανακτώντας τμήμα της παλιάς τους αίγλης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.