Η Ελλάδα σ’ έναν κόσμο που αλλάζει
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Το ποια ακριβώς θα είναι η επόμενη γερμανική κυβέρνηση κανείς δεν το γνωρίζει. Προφανώς το πιο πιθανό σενάριο, από τη στιγμή που οι ψηφοφόροι καταρράκωσαν εκλογικά τους Χριστιανοδημοκράτες, είναι μία σόσιαλ-πράσινη συμμαχία με ολίγη φιλελεύθερη γαρνιτούρα. Μια δύσκολη σύμπλευση αφού οι κεντρικοί στόχοι των τελευταίων απέχουν πολύ από αυτούς των δύο πρώτων. Μην αποκλείετε, λοιπόν, και την έκπληξη!
Οι… αναλυτές βιάζονται και μοιράζουν ήδη υπουργεία, καθορίζουν γενικόλογα τη στροφή της γερμανικής πολιτικής… προς το κοινωνικό κράτος και έφτασαν στο σημείο να περιγράφουν και τις επερχόμενες ριζικές αλλαγές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα!
Προς το παρόν, όλα αυτά αποτελούν ευσεβείς πόθους. Η νέα γερμανική ηγεσία θα διαθέτει σαφώς πιο ενισχυμένη περιβαλλοντική ατζέντα, με την πράσινη μετεξέλιξη της οικονομίας να επηρεάζει τη βιομηχανική παραγωγή, όχι πάντα και με τον πιο θετικό τρόπο σε επίπεδο άμεσης παραγωγικότητας, σε μια φάση ανάγκης ταχύτατης αναπτυξιακής επανόδου. Ο περιορισμός των υψηλών ορίων φτώχειας και των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων αποτελούν μια δύσκολη εξίσωση. Οι γηρασμένες υποδομές απαιτούν ανανέωση κι εκσυγχρονισμό.
Όσοι θεωρούν ότι πρώτο μέλημα θα είναι ο ευρωπαϊκός μετασχηματισμός, μάλλον δεν έχουν πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας.
Όσοι πιστεύουν ότι μόλις σχηματιστεί κυβέρνηση, πιθανότατα μετά από αρκετούς μήνες, προτεραιότητα της θα είναι… η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, η ελαστικοποίηση του συμφώνου σταθερότητας ή η αποφασιστικότερη αντιμετώπιση του μεταναστευτικού θέματος και η ανάδειξη ενός κοινού διπλωματικού και αμυντικού δόγματος απέναντι στις αμερικανικές κι όχι μόνο πρωτοβουλίες, τότε ελάχιστα έχουν διδαχθεί από το παρελθόν κι αντίστοιχες σοσιαλδημοκρατικές εποχές, όπως αυτές που έστησαν τη σαθρότητα του εγχειρήματος του ευρώ ή μια ανέμπνευστη κι αδιέξοδη εξωτερική πολιτική. Από τον Μπλερ έως τον Ολάντ κι από τον Σρέντερ έως τον Μακρόν, είναι μακρά η λίστα των απογοητεύσεων και των φρούδων ελπίδων.
Η ήττα των Χριστιανοδημοκρατών δεν σηματοδοτεί καμία τεκτονική κοινωνική ή ιδεολογική μετατόπιση. Άλλωστε οι σοσιαλδημοκράτες δεν αποτελούν καμία δύναμη ρήξης και σύγκρουσης. Τα ποσοστά τους παραμένουν χαμηλά σε σχέση με το ένδοξο παρελθόν και οι απώλειες του κόμματος της Μέρκελ κστευθύνθηκαν κυρίως προς τους φιλελεύθερους και την ακροδεξιά. Σε κόμματα με θέσεις ακόμη πιο “σκληρές”.
Μακάρι η Ευρώπη να αντιληφθεί σύντομα ότι και πάλι φαίνεται να ακολουθεί τις εξελίξεις. Όχι τόσο οικονομικά, που δείχνει να έχει διδαχθεί από τις εμμονές του παρελθόντος, όσο διπλωματικά όπου η κατακερματισμένη αντιφατική προσέγγιση της απέναντι στα ζητήματα της Μ. Ανατολής, της Κινεζικής και ρωσικής κινητικότητας, της τουρκικής προκλητικότητας και του αμερικανικού ανασχεδιασμού συμμαχιών, την αφήνουν ουραγό και άβουλο παρακολουθητή.
Μια πιο ψύχραιμη ανάγνωση του αποτελέσματος των γερμανικών εκλογών δικαιώνει την οπτική με την οποία έθιξε ορισμένα θέματα, στην πρόσφατη συνέντευξη του, ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς.
Το CDU τιμωρήθηκε γιατί η Μέρκελ αντέδρασε καθυστερημένα και μονοδιάστατα στην οικονομική κρίση, χωρίς να πείσει τους Γερμανούς πολίτες για τις αντιφατικές επιλογές της. Δεν απέφυγε τα λάθη που εγκαίρως επισήμανε ο Σαμαράς και τώρα αναγνωρίζει κι η ίδια. Δεν υπήρξε σθεναρή η στάση της απέναντι στην Τουρκία, και στο μεταναστευτικό δεν απέφυγε τις αμφίσημες παλινωδίες. Αν είχε επικεντρωθεί στο μεταρρυθμιστικό προφίλ και αποδείκνυε τη στιβαρότητα της στα άλλα δύο ζητήματα, δεν αποκλείεται να είχαν περιοριστεί οι απώλειες προς τα Δεξιά.
Η Γερμανία δεν έδειξε το δρόμο για την επιστροφή στο… Ποτάμι. Η Κεντροδεξιά, οι φιλελεύθεροι κι ένα μεγάλο μέρος όσων μετακινήθηκαν, από αντίδραση, δεξιότερα, συνεχίζουν να συνιστούν την κοινωνική πλειοψηφία με περίπου 47%, Αυτή την κοινωνική πλειοψηφία που πολλοί φοβούνται στην Ελλάδα κι αγωνιούν πώς θα την καλύψουν με… άνυδρες ιδεολογικές επικαλύψεις. Αυτή την εθνική στάση που δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών και αναζητεί τις πιο αποτελεσματικές συμμαχίες, ώστε να υπερασπιστεί με σθένος τα συμφέροντα της χώρας.