Τουρκική επιθετικότητα
Γράφει ο Αντώνιος Μιλεχόγγονας, Νομικός
Η θερμοκρασία στο Αιγαίο ανεβαίνει επικίνδυνα. Είναι ίσως η πρώτη φορά μετά την κρίση των Ιμίων που η κατάσταση φαίνεται τόσο τεταμένη. Στο επίκεντρο ξανά οι δύο βραχονησίδες, η ένταση όμως αφορά όλη την περιοχή. Εκδίωξη τουρκικών πολεμικών, στενή επαφή πολεμικών πλοίων των δύο χωρών, αποδέσμευση κανόνων εμπλοκής, φήμες για κατάρριψη τουρκικού αεροσκάφους που διαψεύδονται. Είναι μόνο τα σημαντικότερα δείγματα της επιθετικότητας που επιδεικνύει η Τουρκία στην περιοχή.
Το ερώτημα είναι που οφείλεται αυτή η επιθετικότητα. Σε τι αποσκοπεί η Τουρκία;
Καταρχάς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι δεν επιδιώκουν πόλεμο. Δε μπορούν να το επιδιώξουν, δεν έχουν τη δυνατότητα. Ο τουρκικός στρατός έχει ήδη εμπλακεί σε δύο μέτωπα, στα οποία μάλιστα οι εξελίξεις δεν είναι θετικές. Μετά από χρόνια αγώνων το κουρδικό κράτος φαίνεται να δημιουργείται. Οι δε επιχειρήσεις των Τούρκων στη Συρία σύμφωνα με πληροφορίες απέτυχαν παταγωδώς. Και φυσικά οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις υπέστησαν μαζικές εκκαθαρίσεις στελεχών κάθε βαθμίδας μετά το καλοκαιρινό πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν. Η κατάσταση του τουρκικού στρατού σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει άνοιγμα νέου μετώπου.
Η δε εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία κρίνεται ακόμα πιο επίφοβη. Μετά τη συντριβή του πραξικοπήματος των στρατηγών ο Ερντογάν έκανε γενναία βήματα στην κατεύθυνση μετατροπής του καθεστώτος σε απόλυτα προσωποκεντρικό. Συγκέντρωσε υπερεξουσίες στα χέρια του, εξαπέλυσε διώξεις χωρίς προηγούμενο απέναντι στους αντιπάλους του, προσπαθεί με κάθε μέσο να καταστήσει ΜΜΕ, στρατό και δημόσιες υπηρεσίες απόλυτα ελεγχόμενα. Τις επόμενες μέρες περιμένει οι επιλογές του να επικυρωθούν με δημοψήφισμα. Σε κάθε περίπτωση όμως δε μπορεί να αισθάνεται σίγουρος. Το πραξικόπημα είναι πολύ πρόσφατο, ο Γκιουλεν είναι ακόμα στην Αμερική και οι ΗΠΑ αρνούνται να τον εκδώσουν.
Το δε κλίμα στη διεθνή σκηνή δε θεωρείται ευνοϊκό. Τους τελευταίους μήνες ο Ερντογάν για μια σειρά από λόγους, με κυριότερη αφορμή την παραμονή Γκιουλέν στην Αμερική, επέλεξε να απομακρυνθεί από τις ΗΠΑ και να επιχειρήσει προσέγγιση με τη Ρωσία. Μια προσέγγιση εύθραυστη δεδομένου ότι πριν μερικούς μόλις μήνες η Τουρκία κατέρριψε ρωσικό πολεμικό αεροσκάφος και η Ρωσία κατηγορούσε την Τουρκία ότι είναι πίσω από τον ISIS. Συν ότι και τα δύο καθεστώτα βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στο θρησκευτικό στοιχείο, και ένα καθεστώς βασισμένο στο Ισλάμ πόση σχέση μπορεί να έχει με το ορθόδοξο καθεστώς της Ρωσίας;
Πρόκειται για μια περίεργη συνεργασία αντικρουόμενων συμφερόντων, η οποία τους τελευταίους μήνες απειλείται από έναν νέο παράγοντα: Λέγεται Ντόναλντ Τραμπ. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος φαίνεται πρόθυμος να προωθήσει μεγαλύτερη συνεργασία ΗΠΑ-Ρωσίας, τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και στην εξωτερική πολιτική, όπου προωθεί μια πολιτική ‘μοιράσματος’ της παγκόσμιας επιρροής των δύο υπερδυνάμεων με στόχο την κοινή αντιμετώπιση του Ισλάμ και την περιθωριοποίηση της Κίνας. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς η Τουρκία δε χωρά σε ένα τέτοιο πλαίσιο, και η αλλαγή σελίδας στις ΗΠΑ θα επηρεάσει αρνητικά τόσο τη συμμαχία των δύο χωρών, που στερούνται πλέον κοινών συμφερόντων, όσο και την ήδη εύθραυστη σχέση Τουρκίας-Ρωσίας.
Όπως γίνεται λοιπόν αντιληπτό η σημερινή κατάσταση της Τουρκίας δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί την επιδίωξη πολεμικής σύγκρουσης. Φαίνεται ότι επιδιώκουν μόνο την αναταραχή, που ενδεχομένως θα συνοδεύεται από ένα θερμό επεισόδιο, και στοχεύουν σε μια ακόμα ελληνική υποχώρηση. Είναι πάγια τακτική τους τα τελευταία χρόνια να μας αναγκάζουν να υποχωρούμε με την απειλή πολέμου, και να βάζουν έτσι στο τραπέζι ζητήματα που δεν υπήρχαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι γκρίζες ζώνες και το επεισόδιο στα Ίμια πριν 21 χρόνια. Το ίδιο επιδιώκουν και τώρα. Θέλουν να προβάλλουν εντονότερα την αναθεώρηση της συνθήκης της Λοζάνης και τη διεκδίκηση των βραχονησίδων στο Αιγαίο. Αν προκαλέσουν θερμό επεισόδιο και υποχωρήσουμε για χάρη της ειρήνης θα το πετύχουν. Κι έτσι όχι μόνο θα πετύχουν μια διπλωματική νίκη αλλά το βασικότερο θα φέρουν μια θετική είδηση για την εξωτερική τους πολιτική, μετά τις αποτυχίες σε κουρδικό και Συρία. Και ο Ερντογάν έχει ανάγκη μια θετική είδηση για το εσωτερικό του μέτωπο.
Σε κάθε περίπτωση αν η Τουρκία θέλει κάτι τέτοιο δε χρειάζεται να τους το δώσουμε. Οι συνθήκες έχουν πλέον αλλάξει από το 1996. Η Τουρκία έχει απομακρυνθεί από τη Δύση, είναι διχασμένη εσωτερικά, έχει αποδυναμωθεί αφάνταστα στρατιωτικά και γενικά δεν έχει την ισχύ που είχε. Ούτε θέλει ούτε μπορεί να εμπλακεί σε πόλεμο, κι ως εκ τούτου δε χρειάζεται να φοβόμαστε το σενάριο. Δεν πρέπει να ξανακάνουμε το λάθος να δείξουμε υποχωρητικότητα στα εθνικά θέματα υπό το φόβο πολέμου. Σε κάθε προσπάθεια της Τουρκίας να προκαλέσει ή να δυναμιτίσει το κλίμα η απάντηση μας οφείλει να είναι άμεση και ανάλογη. Αυτή τη φορά δεν έχουμε να φοβηθούμε ούτε τη στρατιωτική της ισχύ ούτε κοινούς συμμάχους.
Και το βασικότερο: Η Τουρκία φαίνεται να απομονώνεται διπλωματικά, είναι πολύ κοντά σε αυτό. Προς Θεού μην κάνουμε κι εμείς το ίδιο λάθος.