26 Ιουνίου 363 μ.χ. – Ο θάνατος του Ιουλιανού
«Κανένα θηρίο δεν είναι τόσο ολέθριο για την ανθρωπότητα, όσο οι χριστιανοί για τους ομοθρήσκους τους», πίστευε ακράδαντα ο νεαρός αυτοκράτορας Ιουλιανός και κήρυξε την ανεξιθρησκία.
Είχε προσωπική πείρα γι’ αυτό, καθώς ήταν ο μόνος ζωντανός από ολόκληρη την αυτοκρατορική οικογένεια, την οποία ο θείος του, αυτοκράτορας Κωνστάντιος Β΄, είχε στο σύνολό της εξολοθρεύσει, αρχίζοντας από τον συναυτοκράτορα αδελφό του Κωνσταντίνο Β’. Αλλά και ο πατέρας του θείου, ο Μέγας Κωνσταντίνος, είχε πνίξει τη γυναίκα του Φαύστα, είχε σκοτώσει τον γιο τους Κρίσπο και είχε εξολοθρεύσει όλες τις οικογένειες των αντιπάλων του.
Τη βραδιά πριν από την καθοριστική μάχη στη Μουλβία γέφυρα της Ρώμης, στα 312 μ.Χ., είχε πέσει να κοιμηθεί θεϊκός αυτοκράτορας, γιος του Μίθρα, του θεού Ήλιου, και είχε ξυπνήσει χριστιανός με το λάβαρο του σταυρού να ανεμίζει: «Εν τούτω νίκα».
Όταν ο Μεγάλος Κωνσταντίνος έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να στηριχθεί στους χριστιανούς και να πάρει την εξουσία, ούτε καν αντιλαμβανόταν πως γρήγορα θα έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην αλεξανδρινή άποψη περί «υιού ομοουσίου τω πατρί» και σ’ εκείνη της Αντιόχειας, που εξέφραζε ο Άρειος (από το 318), θεωρώντας ότι ο «υιός» είναι «κτίσμα του πατρός» (έκφραση που θεωρήθηκε πιο σαφής και πιο φυσιολογική).
Διάλεξε την αλεξανδρινή (Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας, 325), παρά την έκδηλη προτίμησή του στον Άρειο. Ο αρειανισμός, όμως, απλωνόταν όλο και πιο πολύ στην Ανατολή και ήδη χτυπούσε τις πόρτες των Βαλκανίων (τον καταδίκασε και η Β’ Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, το 381, αλλά εξαλείφθηκε μόλις τον ΣΤ’ αιώνα, επί Ιουστινιανού).
Παρ’ όλα αυτά, ο Δ’ μ.Χ. αιώνας είχε ξεκινήσει με τους χριστιανούς να κρύβονται και τους εθνικούς (ειδωλολάτρες) να τους διώκουν αλλά θα τέλειωνε με τους χριστιανούς να επιβάλουν την ποινή του θανάτου σε όποιον θυσίαζε ή ακόμα έμπαινε σε ναό παραδοσιακού θεού. Κάπου στα μισά, ο Ιουλιανός προσπάθησε να φέρει τα πράγματα σε ισορροπία αλλά δεν πρόλαβε.
Στον θρόνο έμεινε μονάχα δυο χρόνια, αρκετά για να του προσάψει η Εκκλησία τη ρετσινιά του Αποστάτη και Παραβάτη, επειδή έμεινε πιστός σε όσα είχε διδαχτεί και πίστευε.
Τα Βαλκάνια ξανάγιναν θέατρο μαχών, μόλις ο Κωνσταντίνος πέθανε (337) κι ώσπου ο γιος του, Κωνστάντιος, να επικρατήσει ανάμεσα στ’ αδέρφια του (353).
Στα 361, τον διαδέχτηκε ο 30χρονος Ιουλιανός, σπουδασμένος στην Αθήνα νεοπλατωνικός και λάτρης της αρχαίας φιλοσοφίας. Κήρυξε την ανεξιθρησκία, ουσιαστικά επαναφέροντας ένα διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου (του 312), και στήριξε τις αρχαίες θρησκείες. Είχε βαθιά την πεποίθηση ότι οι χριστιανοί, χωρίς την κρατική στήριξη, θα τρώγονταν μεταξύ τους. Και όντως το έκαναν, καθώς οι επίσκοποι κοιτούσαν ποιος θα βγάλει από τη μέση τον άλλον, σαν τοπικοί φεουδάρχες που καθένας προσπαθούσε να επεκτείνει την επικράτειά του. Οι εθνικοί αναθάρρησαν αλλά για λίγο.
Ο Ιουλιανός πέθανε στις 26 Ιουνίου του 363 και η ανεξιθρησκία μετατράπηκε σε αγώνα επικράτησης ανάμεσα στις παλαιές και τη νέα θρησκεία.