Το Βέλγιο και η ελληνική πρωτοτυπία στη φορολόγηση των επαγγελματιών
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Στην προσπάθεια να εξηγηθεί η χρήση του νέου συστήματος φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, τα σφάλματα και τους περιορισμούς του οποίου ανέλυσα στο “Παύση” για τους ελεύθερους επαγγελματίες, το οικονομικό επιτελείο επιχείρησε να το συγκρίνει και να το παρομοιώσει με τα αντίστοιχα συστήματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών και ειδικότερα του Βελγίου, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Βέβαια, προκύπτουν κάποιες απορίες για αυτή την αντιπαραβολή που μάλλον καθιστούν αδόκιμη τη χρήση της.
Καταρχάς, το ότι από όλες τις χώρες τις Ε.Ε. μόνο τρεις θεωρείται, γιατί ούτε αυτό ισχύει, ότι έχουν συνάφεια με το δικό μας πλαίσιο, δεν είναι εχέγγυο επιτυχίας. Αν αυτή η προσέγγιση είχε φέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα είχε εφαρμοσθεί σε πολύ περισσότερες χώρες, ειδικά του Δυτικού κόσμου.
Όμως εξαρχής προκύπτει μια αντίφαση. Σε καμία από τις τρεις πρπαναφερθείσες χώρες δεν συνδέεται ο υπολογισμός του φορολογητέου εισοδήματος ενός επαγγελματία με τον κατώτατο μισθό. Απλώς διαθέτουν διαφορετικά συστήματα εξολογιστικού, τεκμαρτού προσδιορισμού χρησιμοποιώντας διάφορα εργαλεία, όπως μέσους όρους ποσοστού κέρδους του κλάδου, αντικειμενικά κριτήρια με βάση κάποια χαρακτηριστικά του κάθε επαγγέλματος κλπ.
Στην Ελλάδα υπήρξαν ανάλογα συστήματα τις προηγούμενες δεκαετίες με χρήση συντελεστή κέρδους, που στις υπηρεσίες ξεπερνούσε το 40-45% ή τη χρήση τεκμηρίων όπως ο τόπος και τα χρόνια λειτουργίας της επιχείρησης κλπ. Όση αδικία κι αν περιείχαν κι αυτά τα στοιχεία, στηρίζονταν τουλάχιστον σε καθαρά επαγγελματικά δεδομένα του κάθε κλάδου. Η σημερινή πρόταση δεν διαθέτει τίποτα το τεκμαρτό. Συνδέει αυθαίρετα δύο ασύνδετα μεταξύ τους πράγματα, τον μεικτό μισθό ενός υπαλλήλου, με το καθαρό κέρδος ενός επαγγελματία.
Στο Βέλγιο, ένα από τα τρία παραδείγματα που αναφέρονται από το υπ. Οικονομικών, τεκμαρτός προσδιορισμός προκύπτει για τις εκπρόθεσμες δηλώσεις και τίθεται ένα ελάχιστο όριο εισοδήματος στα 19000 ευρώ, υπολογισμένο με κριτήρια σαν αυτά που ανέφερα πιο πάνω. Βέβαια, αν θέλαμε να κάνουμε μια αντιπαραβολή με την πρωτότυπη λογική του “κατώτατο μισθού” προκύπτουν αποτελέσματα που δεν επιβεβαιώνουν το ελληνικό σκεπτικό. Ο βελγικός βασικός μισθός ανέρχεται στα 1955 ευρώ, άρα τα 19000 ευρώ αντιπροσωπεύουν 9,5 μήνες εργασίας. Εμείς επιλέξαμε ως ελάχιστο όριο τους 14 μισθούς, προσθέτοντας 30% για όσους ξεπέρασαν τα 9 χρόνια εργασίας κι ακόμη επιπρόσθετη επιβάρυνση ανάλογα τον κλάδο. Το βελγικό ισοδύναμο μοντέλο στην Ελλάδα θα έθετε το όριο κάτω από τις 7 χιλιάδες ευρώ!
Δυστυχώς το νέο φορολογικό οικοδόμημα, που ούτε ως υπόνοια δεν αναφέρθηκε προεκλογικά, δεν φαίνεται να διαθέτει τη σταθερότητα και την αποτελεσματικότητα ενός μέσου καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και πιθανότατα θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα λύσει, καίγοντας τα χλωρά μαζί με τα ξερά.