Το κράτος της ιδανικής ελευθερίας στο έργο του Χέγκελ
Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
Αναμφίβολα το έργο του Χέγκελ χαρακτηρίζεται από την δομική αντιπαράθεση με τον ρομαντισμό. Για τον Γερμανό φιλόσοφο ο Λόγος ενσωματώνεται μέσα στην ιστορία με την μορφή ισχυρών πολιτικών και πολεμικών θεσμών κορωνίδα των οποίων αποτελεί το κράτος, ως έννοια και ως ιστορική αναγκαιότητα κυρίως με την μορφή της ιεραρχικής του δομής και της ιστορικής αναγκαιότητας. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Χέγκελ υποστηρίζει με θέρμη πως η ιστορία εξελίσσεται διαμέσου τεκτονικών συγκρούσεων ανάμεσα σε κύριους και δούλους και τελειώνει με την ίδρυση ενός κράτους θετικής ελευθερίας που θα διοικηθεί από μία τάξη φωτισμένων γραφειοκρατών.
Το κράτος της ιδανικής ελευθερίας αποτελεί την φιλοσοφία δικαίου του Χέγκελ. Πρώτο της στάδιο η έννοια της ιδιοκτησίας η οποία κατοχυρώνεται μέσω του συμβολαίου που στο εγελιανό φιλοσοφικό σχήμα αποτελεί μία αυστηρά νομική πράξη που με κανέναν τρόπο δεν αναφέρεται στην ίδρυση της πολιτικής κοινωνίας.
Στον έντονο φιλοσοφικό διάλογο της εποχής ο Χέγκελ θα κατορθώσει να εισάγει ομολογουμένως με μεγάλη επιτυχία την έννοια της έννομης αντικειμενικής ηθικής, που οριοθετείται με απόλυτη σαφήνεια από τον νομικό πολιτισμό της κάθε χώρας που αντικατοπτρίζει τις ηθικές αρχές και το αξιακό πλέγμα κάθε κοινωνίας. Ο Γερμανός φιλόσοφος υποστηρίζει πως η κοινωνική ηθική αποτελεί ένα οικοδόμημα που αποτελείται από πολλές ομόκεντρες σφαίρες . Σ αυτό το κομβικό φιλοσοφικό σημείο ο Χέγκελ επαναφέρει στο φιλοσοφικό προσκήνιο μία αριστοτελική αντίληψη και την αναπτύσσει εργαλειοποιώντας μία μέθοδο που ταιριάζει στις οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες της εποχής του.
Παράλληλα θεωρεί πως υπάρχουν τρεις διατεταγμένες συλλογικότητες που εντάσσουν τα άτομα στην ολότητα,, η οικογένεια, η αστική κοινωνία και το πολιτικό κράτος.
Για το εγελιανό φιλοσοφικό σύστημα η εργασία δεν αποτελεί αποκλειστικά μέσο προσωπικού πλουτισμού αλλά αντιμετωπίζεται ως συνεισφορά στην συλλογική ωφέλεια και επομένως ως ηθικό καθήκον. Ενώ αποτελεί υποχρέωση της δημόσιας αρχής να επεμβαίνει προκειμένου να διορθώνει τον αυτοματισμό των ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες Η θεωρία του ισχυρού παρεμβατικού κράτους που σκιαγραφείται από τον Χέγκελ αποσκοπεί με σαφήνεια στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Το πολιτικό ιδεώδες του Χέγκελ είναι η συνταγματική μοναρχία, που περιορίζει την εξουσία του μονάρχη σύμφωνα με το βρετανικό πολιτειακό πρότυπο. Ενώ αξίζει να σημειωθεί πως ο Χέγκελ σχετικοποιεί την ατομική ψήφο καθώς το κοινοβούλιο συνθέτουν εκπρόσωποι των συντεχνιών που εκλέγονται αυστηρά από τα μέλη των συντεχνιών.
Ο Χέγκελ κλείνει την θεωρία του γύρω από την ηθική, την ελευθερία και την θεσμική συγκρότηση του κράτους με μία θεωρία πολέμου, εισάγοντας έναν γενικό κανόνα δικαίου για τον πόλεμο. Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο ο πόλεμος είναι μια φυσιολογική κατάσταση πραγμάτων και ταυτόχρονα μία πρακτική κατάσταση ηθικού εξαγνισμού αφού υποχρεώνει τους ανθρώπους να αποποιηθούν κάθε ιδιοτελή σκοπό ακόμα και την ίδια τους την ζωή στο όνομα ενός υπέρτατου ιδεώδους.

