«Το δίχτυ των ψυχών» μας, σχίστηκε…
Κάθε αναλφάβητος έχει άποψη και εμφανίζεται ως φιλόσοφος. Ανίκανος και φοβισμένος ν’ ασχοληθεί με την ζωή του, ασχολείται με τις ζωές τών άλλων.
Πέφτουμε όλο και πιο κάτω,
Πέφτουμε αθόρυβα, βουλιάζουμε
Όλο και πιο μέσα, πιο βαθειά.
Πιο σκοτεινά…»
Πέτρος Θέμελης – Το δίχτυ τών ψυχών
Υπάρχει ένα ποιητής, άγνωστος στους πολλούς, ακόμα και σ’ αυτούς που καμώνονται τον ποιητή, σήμερα. Ο Γιώργος Θέμελης, εκ Θεσσαλονίκης. Μεγάλος για όσους κατέχουν από γνήσια ποίηση. Κάποιοι, περισσότεροι αυτοί, κατέχουν ένα τραγούδι του, που ξέρουν τον τραγουδιστή του, τον Γιώργο Νταλάρα: «Με ’κοψαν, με χώρισαν στα δυο…», όχι τον ποιητή του, όμως… Δεν πειράζει, έστω κι έτσι συνεχίζει να ζει. Και είναι πατέρας ενός άλλου σημαντικού Έλληνα: του Πέτρου Θέμελη, του αρχαιολόγου Πέτρου Θέμελη, που ανέσκαψε και αναστηλώνει χρόνια τώρα, την Αρχαία Μεσσήνη, έργο τιτάνιο, εξ ολοκλήρου δικό του, όπως η Βεργίνα τού Μανόλη Ανδρόνικου. Και χωρίς την βοήθεια που είχε εισπράξει ο αείμνηστος Ανδρόνικος.
Αυτά, όμως, είναι άλλες ιστορίες.
Όλα μαύρα κι άραχνα, μεσούσης τής ανοίξεως…
Δεν εντοπίζω το πρόβλημα στην απειλή τού ιού. Ξέρουμε πως υπάρχει. Και σε ό,τι με αφορά, είμαι βέβαιος πως οι επιστήμονες του χώρου δίνουν τιτάνιο αγώνα για να τον αφοπλίσουν. Όπως είμαι σίγουρος ότι θα το πετύχουν. Σε όλον τον κόσμο, ο χώρος τής Ιατρικής ξεδιπλώνει όλες του τις ικανότητες για να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Όσο και να αμφισβητούν τις προσπάθειες αυτές άσχετοι του χώρου, οι γιατροί θα κερδίσουν την μάχη.
Οι ανόητοι, που επιμένουν να ρωτούν «πότε;» δεν έχουν παρά να φορέσουν τις μάσκες και τα συναφή, και ν’ αναλάβουν να γιατρέψουν εκείνοι τους ασθενείς, ή να πειραματιστούν με φάρμακα. Η αλητεία τους είναι εμφανής.
Όπως, δεν εντοπίζω το πρόβλημα στην αντίδραση και τις δράσεις τής Πολιτείας. Κανείς από τους κυβερνώντες δεν θέλει να τιναχθεί το κράτος και η κοινωνία στον αέρα. Τα όποια μέτρα ελήφθησαν για την προστασία όλων μας και ο πειθαναγκασμός υπάρχει γιατί δεν υπάρχει η ελεύθερη βούληση, έτσι που να πράττει ο καθείς, μόνος του, το αυτονόητο.
Το πρόβλημα είναι οι κακόβουλοι, οι εριστικοί, οι χαμερπείς. Αυτοί που έχουν ως στάση ζωής το «δεν», αυτοί που κολυμπούν στις σκοπιμότητες, αυτοί που τα ξέρουν όλα, αυτοί που έχουν λύσεις για όλα. Αναζητούν ευθύνες σε όλους τους άλλους. Τον εαυτό τους τον αφήνουν στην άκρη.
Πλέον, ο εαυτός τους δεν είναι μέρος τού προβλήματος, αλλά το όλον πρόβλημα.
Το πρόβλημα είναι και τα ΜΜΕ. Πλέον, αποδεδειγμένα πλαισιώνονται από αμέτρητους ηλίθιους.
Πώς αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις έναν δημοσιογράφο, που ρωτά πότε θα εφευρεθεί το εμβόλιο, όταν όλη η ιατρική κοινότητα δηλώνει ότι τώρα ερευνάται ο ιός;
Πώς αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις έναν δημοσιογράφο, που ρωτά πότε θα χαλαρώσουν τα μέτρα, όταν κανείς δεν ξέρει τι θα μας ξημερώσει αύριο;
Πώς αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις έναν δημοσιογράφο, που ψάχνει να βρει τον κακόβουλο για να τον κάνει το πρόσωπο της ημέρας;
Να γιατί ξεκίνησα το σημείωμά μου με τους στίχους τού Γιώργου Θέμελη.
«Πέφτουμε όλο και πιο κάτω,
Πέφτουμε αθόρυβα, βουλιάζουμε
Όλο και πιο μέσα, πιο βαθειά.
Πιο σκοτεινά…»
Πέφτουμε όλο και πιο κάτω, βουλιάζουμε, όχι στην ανησυχία και την αγωνία τών ημερών, αλλά στην ηλιθιότητα, την ανευθυνότητα, την κόλαση της κακεντρέχειας, την τυφλότητα.
Κάθε αναλφάβητος έχει άποψη και εμφανίζεται ως φιλόσοφος. Ανίκανος και φοβισμένος ν’ ασχοληθεί με την ζωή του, ασχολείται με τις ζωές τών άλλων. Έρχεται να επιβεβαιώσει το Εράσμου «Μωρίας εγκώμιον», έστω κι αν αυτό έχει γραφεί σχεδόν έξι αιώνες πριν.
Δεν θυμάμαι περίοδο που να ακούστηκαν τόσες ανοησίες στην τηλεόραση. Κάθε μέρα και από ένα φεστιβάλ βλακείας και ασυναρτησιών. Και θρασύτητας παράλληλα, αφού σπανίως αφήνουν τον ερωτώμενο να ολοκληρώσει την απάντησή του. Δυσεύρετο αγαθό πλέον η ευγένεια.
Μέσα Μαζικής Ελεεινότητας.
Εχεις δίκιο, σταμάτησα να βλέπω τηλεόραση. ανοίγω στις έξι, και πέντε την κλείνω. Ακούω μουσική. Γέμισαν τα κανάλια με ειδικούς, δημοσιογράφους ξερόλες. Εχει και μια ξανθιά κατά Πειραιά, στο πρωινό τι να πω, γλωσσοκοπάνα, που λέμε στο χωριό, δεν καταλαβαίνει, δεν τις λέει κάποιος να κλείσει το στοματάκι της, για το καλό της.