Στην χώρα του μεγάλου ψεύδους το ψεύδος είναι τόσο μεγάλο γιατί οι αλήθειες που σκεπάζει είναι εξίσου μεγάλες
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, Οικονομολόγος – Σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού
Η χώρα, μετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές, βρίσκεται σε πολιτική αστάθεια η οποία και κλιμακώνεται σταδιακά. H αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης, απέναντι στη μεγαλύτερη συγκέντρωσης της μεταπολίτευσης στην Αθήνα με αφορμή το έγκλημα των Τεμπών, ήταν ο ανασχηματισμός. Αυτή η κίνηση με τις μουσικές καρέκλες χωρίς όμως να κινούνται εντείνει έτι περαιτέρω το πρόβλημα της πολιτικής αστάθειας της χώρας και απαξιώνει την εικόνα του κόμματος καθώς δίνει την εντύπωση καθεστώτος, όπου το Κόμμα δεν ζει παρά μονάχα από την διαρκή παραχάραξη της πραγματικότητας· και η καριέρα κάθε γραφειοκράτη ως ατόμου εξαρτάται όχι από την πραγματική του «αποδοτικότητα», αλλά από την ικανότητα του για παραχάραξη.
Μετά από σχεδόν 6 έτη διακυβέρνησης ο έλληνας πρωθυπουργός αρνείται να καταλάβει ότι μια μεταρρύθμιση δεν είναι μια νομοθετική διάταξη και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με ένα ή είκοσι ένα διατάγματα. Ακόμα χειρότερα, μια μεταρρύθμιση δεν είναι απλά και μόνο ένας ψηφιακός μετασχηματισμός. Τέλος μια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αφορά μειοψηφίες και μόνο. Η σημαντική κοινωνική αλλαγή που θα ερχόταν σαν αποτέλεσμα της δεν μπορεί να επέλθει πραγματικά αν δεν ωθείται, αν δεν εμψυχώνεται, αν δεν υλοποιείται απ’ την δραστηριότητα μιας σημαντικής κοινωνικής ομάδας. Συγκεκριμένα, θα χρειάζονταν εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια «νέα στελέχη», που να εμψυχώνονται από ένα άλλο πνεύμα και να λειτουργούν σύμφωνα μ’ άλλες νόρμες για να την εισάγουν, να την εφαρμόσουν, να την βάλουν σε λειτουργία σε όλους τους χώρους που συνθέτουν την έρημο της ελληνικής οικονομίας. Και ο έλληνας πρωθυπουργός από την αρχή της διακυβέρνησης του συναίνεσε στο να μην γίνει αυτό.
Ας μιλήσουμε, όμως, και για την πολυδιαφημισμένη ανάπτυξη. Επιμένουν μάλιστα να την συγκρίνουν και με την ανάπτυξη των υπόλοιπων ευρωπαϊκών οικονομιών. Αυτό που ισχύει βέβαια δεν είναι ότι η ελληνική ανάπτυξη ξαφνικά έγινε παραγωγική. Σε επενδύσεις σε ακίνητα, σε παροχή μη παραγωγικών επιδοτήσεων κυρίως για φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες και ενεργειακή αναβάθμιση και στον επισφαλή τουρισμό – ζήσαμε πρόσφατα τι έγινε στην Σαντορίνη – στηρίζεται. Αλλά επειδή όλες οι υπόλοιπες εξαιτίας δικών τους αδυναμιών και φυσικά υψηλού ενεργειακού κόστους και πράσινης συνολικά πολιτικής είναι ισοπεδωμένες. Όταν ο άλλος είναι νεκρός το να λέω εγώ, βασιζόμενος σε κατά φαντασία δεδομένα, ότι είμαι λίγο λιγότερο νεκρός δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Νεκρός είναι και ο ένας, νεκρός και ο άλλος.
Πάνω σε αυτήν την κατεύθυνση ήταν και η πρόσφατη επίσκεψη του στελέχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ντέκλαν Κοστέλο, – κατά τα λοιπά βγήκαμε από την επιτήρηση και τα μνημόνια τρομάρα μας -, ο οποίος ζήτησε αύξηση των επενδύσεων και ειδικά των παραγωγικών επενδύσεων. Επίσης, αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας η οποία βρίσκεται στο 60% του μέσου όρου της Ε.Ε. καθώς και το παραγωγικό μοντέλο το οποίο στηρίζεται σε μεγάλο ποσοστό στις υπηρεσίες. Κανένας στην κυβέρνηση, όμως, δεν μιλάει για το σοβαρό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να καταλάβει ότι πρέπει να υπάρχει αναπόφευκτη αναγκαιότητα που να ωθεί στην «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων». Οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται όταν το κοινωνικό σύστημα είναι προσανατολισμένο προς μια τέτοια ανάπτυξη, όταν οι θεσμικοί φορείς και η συμπεριφορά και τα κίνητρα των ανθρώπων, κατάλληλα διαρθρωμένα τα μεν προς τα δε, το επιτρέπουν και το «σκοπεύουν». Ούτε οι προγραμματικές διακηρύξεις, ούτε η «ιδεολογία» αρκούν για να κινητοποιήσουν αυτήν την ανάπτυξη.
Θα ήθελα να κάνω και μια αναφορά στην «Λευκή Βίβλο για την Άμυνα» για την οποία θέλει να λέει ότι έχει πρωτοστατήσει ο έλληνας πρωθυπουργός, λες και χρειάζεται κανείς να πρωτοστατήσει σε αυτό το δημοσιονομικό πουθενά και τίποτα. Καταρχήν, οι πόλεμοι δεν είναι αναμέτρηση μηχανών αλλά ανθρώπων, και ακριβέστερα, κοινωνιών. Εμείς δεν έχουμε καταλάβει ούτε ποιοι μαζί πολεμάμε – δεν υπάρχει ενιαίος ευρωπαϊκός στρατός – αλλά ούτε και ποιον πολεμάμε – δεν υπάρχει ενιαία ευρωπαϊκή θέση. Τα όπλα δεν χρησιμεύουν σε τίποτα χωρίς μια ενιαία πολιτική και μια στρατηγική.
Ας το περιορίσουμε, όμως, για χάρη της κουβέντας, στις μηχανές. Κατ’ αρχήν ένας τέτοιος ευρωπαϊκός προσανατολισμός, με όλα όσα παράλληλα συνεπάγεται, (δεν θα είχε κανένα νόημα χωρίς επαναφορά της υποχρεωτικής στράτευσης – στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν υπάρχει αυτό και εμείς τείνουμε συνεχώς να μειώνουμε την θητεία), φαίνεται πολιτικά και κοινωνικά αδιανόητος για τις παρούσες (woke) συνθήκες. Θα ήταν αληθοφανής μονάχα μέσα στο πλαίσιο ενός εθνικιστικού και αντιδραστικού ρεύματος (και μάλιστα αυταρχικού – το οποίο υπάρχει και μεγαλώνει) που ξεπερνάει κατά πολύ τις φοντερλαιενικές και εσωτερικά μητσοτακικές ρητορείες. Στη συνέχεια, τίποτα δεν μας λέει ότι οι Ρώσοι – εφόσον αυτούς θεωρήσουμε ως εχθρούς – θα ήταν ανίκανοι να ανταπαντήσουν επιταχύνοντας ακόμα περισσότερο τον εξοπλισμό τους. Τέλος, είναι φανερό ότι μια ευρωπαϊκή πολιτική, την στιγμή που ΗΠΑ και Ρωσία τείνουν να τα βρουν μεταξύ του, θα ήταν εξαιρετικά «αποσταθεροποιητική» μια και θα έβαζε τον αντίπαλο μπροστά στο δίλημμα: να κάνει τον πόλεμο αμέσως, ή αργότερα, υπό πολύ δυσμενέστερες συνθήκες.
Σε όλα τα ανωτέρω, ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει πάθει – προσωπικά πιστεύω από την αρχή της ανάληψης διακυβέρνησης της χώρας, απλά η περίοδος της πανδημίας με την απαγόρευση της κυκλοφορίας και περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας το κουκούλωσε – αυτό που παθαίνουν οι ηγέτες – τρόπος του λέγειν – σε περίοδο αποσύνθεσης του γραφειοκρατικού ήθους, από τους συμβούλους και συνεργάτες τους. Σε μια τέτοια περίοδο, οι σύμβουλοι και στενοί συνεργάτες τείνουν να παρουσιάζουν στα αφεντικά τους ή τους πελάτες τους το είδος των δεδομένων που αυτοί ζητάνε ή που φαντάζονται ότι ζητάνε. Ο έλληνας πρωθυπουργός ποτέ δεν είχε και δεν έχει ικανούς συμβούλους και συνεργάτες αλλά «επικοινωνιολόγους» που του παρουσιάζουν αυτό το οποίο πάντα ήθελε να ακούσει.
Τέλος, συγκεκριμένα στους εθνικούς κινδύνους και προβλήματα που έχουν προκαλέσει στην χώρα οι πολιτικές κατευνασμού, για να το τοποθετήσω με μετριοπάθεια, ο έλληνας πρωθυπουργός, θεωρώ εξαιτίας της φοβικότητας του, έχει εγκλωβιστεί σε αυτό που έλεγε δικαίως ο Clausewitz, ότι τείνει κανείς να υποτιμά τις δικές του τις δυνάμεις, των οποίων γνωρίζει τα ελαττώματα και να υπερτιμά τις δυνάμεις του αντιπάλου των οποίων αγνοεί τα ελαττώματα. Στην χώρα του μεγάλου ψεύδους, που θα έλεγε και ο Καστοριάδης αν ζούσε σήμερα, το ψεύδος είναι τόσο μεγάλο γιατί οι αλήθειες που σκεπάζει είναι εξίσου μεγάλες. Όχι, όμως, εμάς δεν μας ενδιαφέρουν οι μεγάλες αλήθειες…