Ούτε η Ακρόπολη δε θα μείνει για να θυμίζει ότι κάποτε υπήρχε Ελλάδα
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος
Αναφορικά με το Μακεδονικό ζήτημα δε θέλω να μπω σε αναλύσεις περί της Ελληνικότητας της περιοχής και των ανθρώπων που κατοικούσαν εκεί.
Αφενός έχετε διαβάσει και ακούσει αρκετά τελευταία και αφετέρου, αν και δεν είμαι ιστορικός, η ιστορία ως επιστήμη βασίζεται σε μαρτυρίες και ντοκουμέντα τα οποία ο καθένας όμως μπορεί να ερμηνεύει κάτω από το δικό του πρίσμα και ειδική συνθήκη και κατάσταση, αδιαφορώντας – συνειδητά ή και ασυνείδητα – βεβαίως πολλές φορές για τις ανάγκες και φύση της εκάστοτε ιστορικής πραγματικότητας.
Θα ήθελα όμως να αντλήσω ως παράδειγμα ένα ιστορικό γεγονός από την αρχαία Ελληνική εποχή και πραγματικότητα που αφορά το Μακεδονικό ζήτημα και αναδεικνύει ότι η πολιτική είναι πρώτα και κύρια η αναζήτηση και εύρεση ενός κοινού τόπου και όχι απαραίτητα η αναζήτηση και εύρεση της αλήθειας, για την οποία ευθύνη έχουν η επιστήμη, η φιλοσοφία, η θρησκεία και η τέχνη. Κυρίως όμως για να μεταφέρω την μεγάλη μου ανησυχία για τα έργα και ημέρες της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης.
Θυμίζω, λοιπόν, ότι σύμφωνα με την τότε πάντα ιστορική πραγματικότητα, ο ιστορικός Θουκυδίδης θεωρούσε τούς Μακεδόνες βαρβάρους και ο Δημοσθένης ο μεγάλος Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας αποκαλούσε μη Έλλην και βάρβαρο τον Φίλιππο – ο χαρακτηρισμός του Δημοσθένη είναι σε προσωπικό επίπεδο και αφορά αποκλειστικώς τον Φίλιππο και όχι τούς Μακεδόνες, δηλαδή δεν είναι θέμα καταγωγής αλλά αγωγής .
Παρόλα αυτά, το 338 π.Χ. προκύπτει ένα ιστορικό γεγονός που ανατρέπει όλους τους ανωτέρω ισχυρισμούς. Η γνωστή σε όλους μάχη της Χαιρώνειας. Η μάχη αυτή άνοιξε τον δρόμο για τον Κοινό των Ελλήνων στην Κόρινθο το οποίο τερμάτισε την αυτονομία των πόλεων-κρατών σχηματίζοντας μια κοινή ελληνική κυβέρνηση υπό τον Φίλιππο και φέρνοντας στο προσκήνιο τον γιο του Φιλίππου, Αλέξανδρο, ο οποίος θα γινόταν ένας από τους ισχυρότερους και σημαντικότερους στρατιωτικούς ηγέτες της ιστορίας.
Ο μεγαλοφυής στρατιωτικός και διπλωμάτης, Φίλιππος, ήξερε ότι για να μπορέσει να έχει ισχυρή εξωτερική πολιτική και να στραφεί εναντίον των Περσών θα έπρεπε να υπάρχει πρώτα μια εσωτερική ισορροπία και συνοχή.
Ενώνοντας όλους τους Έλληνες αποδείχτηκε περισσότερο Έλληνας – κάτι σαν μεγάλος εθνάρχης θα μπορούσε να πει κανείς, αν και τότε η έννοια του έθνους δεν υπήρχε ακόμα – από τους κατηγόρους πολικούς και στρατιωτικούς του αντιπάλους – εξίσου μεγαλοφυείς και αυτοί – και κατάφερε να διασφαλίσει την εσωτερική αυτή συνοχή αλλά κυρίως να δώσει τη δυνατότητα στον γιο και διάδοχο του, Αλέξανδρο, να κατακτήσει σχεδόν όλον τον τότε κόσμο.
Ανεξάρτητα με το Μακεδονικό ζήτημα, λοιπόν, και την αναζήτηση της γύρω από αυτό «αλήθειας», στην σύγχρονη Ελλάδα η ελληνική κυβέρνηση έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό να καλλιεργεί το ακριβώς αντίθετο.
Στηρίζει την πολιτική της επιβίωση, δηλαδή, σε μια μορφή πολιτικού πολέμου, τον κοινωνικό, που αποσκοπεί όχι στην ένωση των Ελλήνων αλλά στη διάσπαση της κοινωνίας, την υπονόμευση της συνοχής της, την διαίρεση της με αποτέλεσμα την εξασθένηση και κατάρρευση της.
Η βασική κοινωνική ομάδα για την ελληνική κυβέρνηση – και αυτό αποδεικνύεται σε κάθε μορφή εκδήλωσης των στελεχών της, εκφραστές της σταλινικής θεωρίας περί «προλεταριακού διεθνισμού» – δεν είναι το έθνος αλλά η «τάξη».
Ότι σε κάθε έθνος υπάρχουν αντίθετες τάξεις. Και ότι οι τάξεις αυτές βρίσκονται μεταξύ τους σε αμείλικτο πόλεμο. Έτσι η εθνική ενότητα διασπάται.
Η εθνική κοινωνία χάνει τη συνοχή της και διαιρείται σε δυο αντίμαχα στρατόπεδα («τάξεις»). Επακόλουθο, οι κοινωνικές διαμάχες και συγκρούσεις, ακόμη και οι εμφύλιοι πόλεμοι.
Αντλώντας ως παράδειγμα τη διαχείριση της Ελληνικής κυβέρνησης στο Μακεδονικό ζήτημα αλλά και γενικότερη εξωτερική της πολιτική, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι για τα στελέχη της δεν υπάρχουν πια π.χ. Έλληνες και Σκοπιανοί, αλλά «αστοί» και «προλετάριοι» που είναι αντίστοιχα φυσικοί σύμμαχοι των αλλοεθνών «αστών» ή «προλετάριων».
Κατά τον «προλεταριακό διεθνισμό», η φυσική θέση των Ελλήνων «προλετάριων» είναι στο πλευρό όχι των Ελλήνων «αστών», αλλά των Σκοπιανών «προλετάριων» και σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των δυο χωρών, η «φυσική» θέση των Ελλήνων «προλετάριων» δεν είναι στο πλευρό της «αστικής» Ελλάδας αλλά στο πλευρό των «προλεταριακών» Σκοπίων!
Την ίδια ακριβώς στάση κράτησαν πρόσφατα και στην καταστροφική για τη χώρα «διαπραγμάτευση» έναντι των Ευρωπαίων. Οι «προλετάριοι» Έλληνες εναντίον των Ευρωπαίων «αστών». Την στάση αυτή συνεχίζουν προσχηματικά και μόνο πλέον να κρατάνε απέναντι τους και για εσωτερική κυρίως κατανάλωση.
Σε αντίθεση με την ταξική, η οποία διασπά, η εθνική συνείδηση ενώνει. Και ο ρόλος και ευθύνη ενός μεγάλου πολιτικού δεν είναι να αναζητήσει απαραίτητα την αλήθεια αλλά να διαφυλάξει ακριβώς αυτήν την ένωση, αυτόν τον κοινό τόπο. Η αίσθηση αυτή αναδεικνύεται έντονα στο πρόσωπο και πράξεις κυρίως του Αντώνη Σαμαρά που φανερώνουν χαρακτηριστικά ενός μεγάλου ηγέτη. Ενός ηγέτη ο οποίος προφανώς ανέκαθεν γνωρίζοντας την τεράστια αξία ύπαρξης εθνικής συνείδησης πρωτοστατεί και εναντιώνεται, αδιαφορώντας για το όποιο προσωπικό και πολιτικό κόστος, σε κάθε ενέργεια που μπορεί να την απειλήσει, από όποια πλευρά και αν αυτή προέρχεται – άκρα αριστερά ή και άκρα δεξιά. Ειλικρινά, ως Έλληνας θεωρώ ότι του οφείλω ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ για αυτό!
Ανεξάρτητα, λοιπόν, από την όποια ιστορική «αλήθεια», τα μέλη της ίδιας κοινότητας, μοιάζουν μεταξύ τους γιατί δοκιμάζουν τα ίδια αισθήματα, γιατί ενστερνίζονται τις ίδιες αξίες, γιατί αναγνωρίζουν τα ίδια πράγματα ως ιερά.
Το άτομο γεννιέται από την κοινωνία και όχι η κοινωνία από το άτομο και έχει συνοχή γιατί τα άτομα δεν έχουν ακόμα διαφοροποιηθεί.
Η κοινωνία δεν μπορεί να διαφυλάξει τη δομή και τη συνοχή της παρά μόνο αν μια κοινή πίστη συνενώνει τα μέλη της κοινότητας.
Η ελληνική κοινωνία μαζί με την εθνική της συνείδηση χάνει και την κοινή πίστη που συνενώνει τα μέλη της κάθε μέρα, κάθε ώρα πλέον, ίσως και κάθε λεπτό που περνάει με αυτή την κυβέρνηση, η οποία αδυνατεί ή μάλλον αρνείται να δεχτεί την ανωτέρω, φυσική, για τους μεγαλύτερους κοινωνιολόγους, αναγκαιότητα.
Ακόμα χειρότερα, την ίδια στιγμή που έχει συντρίψει την εσωτερική κοινωνική συνοχή και ισορροπία, η ελληνική κυβέρνηση, ανεύθυνα επιλέγει να ανοίξει όλα τα εξωτερικά μέτωπα της χώρας.
Είναι δεδομένο ότι χωρίς εσωτερική ηρεμία θα ηττηθεί συντριπτικά παντού και αν δεν χάσει άμεσα την εξουσία, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων, πολιτικών θέσεων και ιδεών, πολύ φοβάμαι ότι σύντομα ούτε η Ακρόπολη δε θα μείνει για να θυμίζει ότι κάποτε υπήρχε Ελλάδα…