Λύση δικαίου στο Κυπριακό, για να μη μείνουν αδικαίωτες οι θυσίες
Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Ο χρόνος τρέχοντας διήνυσε ήδη μισό αιώνα και βάλε τουρκικής εισβολής και βαίνει προς ολοκλήρωση του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα σκορπίζοντας άκαρδα τις στάχτες απ’ την αντάρα της Κύπρου, που σκέπαζαν άλλοτε τον νοητικό και συναισθηματικό μας ορίζοντα.
Άλλοτε, γιατί εκείνες τις εθνικές ευαισθησίες που μας έκαναν να νιώθουμε με μια πινέζα στην καρδιά Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι, τις άφησαν πίσω τους οι άνεμοι της αδράνειας (γέφυρας προς τη λήθη), της αποδοχής των τουρκικών τετελεσμένων στο υπό κατοχή 37 % της Κύπρου και των… αιτημάτων παροχής τεχνικής βοήθειας από το ΔΝΤ για οικονομικές πτυχές του Κυπριακού.
Για ”εξεύρεση βιώσιμων οικονομικών λύσεων” των δύο Κοινοτήτων της Κύπρου (Ελληνοκυπριακής-Τουρκοκυπριακής), εκ παραλλήλου με τις προσπάθειες αναβάθμισης της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων (ΔΕΑ), η οποία έμεινε στην ουσία ανενεργή παρά το γεγονός ότι είχε ιδρυθεί το 1981 με εντολή του ΟΗΕ για να δώσει απαντήσεις στο θέμα των αγνοουμένων (1510 αριθμητικά και 2002 οι υπό εξέταση φάκελοί τους από το Ειδικό Δικαστήριο του Στρασβούργου) και στο θέμα της ταυτοποίησης νεκρών…
Έκτοτε βέβαια και μέχρι πρότινος δεν κάναμε τίποτα άλλο διακυβερνητικά στο Κυπριακό από το να αναμασάμε τα γνωστά ευχολόγια περί ”δίκαιης, βιώσιμης και σύμφωνης με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ λύσης του Κυπριακού”, χωρίς να δίνουμε καμιά ευκαιρία σε πρωτοβουλίες δράσης προς επίτευξη λύσης του.
Και το ”μέχρι πρότινος”, για να μην ακυρώσω τα όποια ενθαρρυντικά αποτελέσματα της πρόσφατης άτυπης διευρυμένης πενταμερούς Συνόδου για το Κυπριακό στη Γενεύη, η οποία συγκλήθηκε με πρωτοβουλία του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες και με την προσδοκία να ανοίξει ο δρόμος για επανέναρξη των συνομιλιών μεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς από εκεί όπου διακόπηκαν το 2017 στο Κραν Μοντανά.
Σημειωτέον, ότι στην παρούσα Σύνοδο συμμετείχανν οι εκπρόσωποι των τριών εγγυητριών δυνάμεων (Αγγλίας-Ελλάδας-Τουρκίας), εκπρόσωπος της Ε.Ε, ο κατοχικός ηγέτης, Ερσίν Τατάρ και ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης.
Ο Νίκος Χριστοδουλίδης ο οποίος – σε συνεννόηση με την ελληνική ηγεσία – επιμένει στην αμφιλεγόμενη λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας έναντι της καταστροφικής διχοτόμησης που προτείνει η τουρκοκυπριακή πλευρά και η Τουρκία, οι οποίες αξιώνουν – εν προκειμένω – στη Γενεύη χωριστή αναγνώριση και ισότιμη κυριαρχία στην πρακτική εφαρμογή των δύο κρατών.
Ωστόσο, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας – στο ορατό μέλλον – για προκαταρκτικές συμφωνίες με προοπτική επίλυσης του Κυπριακού, απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχει κοινή βάση επί της οποίας να μπορεί να γίνει διάλογος, Κι αυτό γιατί η Τουρκία προβάλλει μονόμως τη δική της πρόταση για αναγνώριση του ψευδοκράτους με ισότιμη κυριαρχία των δύο κρατών (βλ. σχέδιο διχοτόμησης της Κύπρου).
Σε αντίθεση με την τουρκική πρόταση, η πρόταση της ελληνοκυπριακής πλευράς είναι αντιγραφή–υιοθέτηση της πρότασης του Γκουτέρες για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (αναμάσημα βρετανικής του 1957), χωρίς διάθεση ωστόσο ανάληψης πρωτοβουλιών από τα ΥΠΕΞ Ελλάδας και Κύπρου για εκπόνηση και προώθηση ενός δικού τους σχεδίου προς επίλυση του Κυπριακού και συνένωση της χωρισμένης στα δύο Κύπρου.
Κι αυτό, η αποφυγή δηλαδή εκπόνησης ελληνικής έμπνευσης σχεδίου επίλυσης (που να μπορεί να τεθεί ως δεύτερη πρόταση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πλην της Διζωνικής του ΓΓ του ΟΗΕ) κρατάει μισό αιώνα και βάλε…
Έτσι εξηγείται γιατί έχει βαλτώσει – λόγω ”ακινησίας” – το Κυπριακό και αργεί να ξημερώσει στην Μεγαλόνησο. Έτσι εξηγείται γιατί ο χρόνος βαίνει προς όφελος της αναθεωρητικής Τουρκίας, η οποία πρόλαβε ήδη να σβήσει (και με δική μας ευθύνη) τη στάμπα του εισβολεα απ’ το μέτωπό της. Να τη σβήσει και να παρουσιάζεται σήμερα ως… ειρηνοποιός και εγγυήτρια της ασφάλειας της Ουκρανίας και της Ενωμένης Ευρώπης, εμμένοντας παράλληλα στην διχοτόμηση ως μόνη λύση του Κυπριακού.
Απόφαση που είχε πάρει στην ουσία η Τουρκία απ’ το 2004, έτος απόρριψης του Σχεδίου Ανάν από τον Κύπριο Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο και τον λαό της Κύπρου. Σχεδίου που καταργούσε (άμεσα ή έμμεσα) την Κυπριακή Δημοκρατία και ισοδυναμούσε με άρνηση της κρατικής οντότητας της Κύπρου…
Το Σχέδιο Ανάν δεν πέρασε, άλλο αν φιδοσέρνουν οι ουρές του. Όμως η πίκρα στο στόμα όσων έχουν την έγνοια της Κύπρου δε λέει να φύγει απ’ το 1974, γιατί εξακολουθεί να είναι ακρωτηριασμένη η εδαφική της ακεραιότητα και καταπατημένα τα ανθρώπινα δικαιώματα στα Κατεχόμενα από τον αδίστακτο τουρκικό στρατό που κρατά αδικαίωτες τις προσδοκίες Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων.
Αδικαίωτες και τις θυσίες των πεσόντων υπερασπιστών της Κύπρου, πράγμα που κάνει το αίμα να κοχλάζει – στις φλέβες μας, ενώ τρεβιλίζει ακατάπαυστα στο μυαλό μας το ίδιο διττό ερώτημα:
• ”Γιατί” έμεινε η Κύπρος αδικαίωτη και δεν απελευθερώθηκε ακόμα;” και
• ”Γιατί η Ελλάδα διστάζει να επαναφέρει σε ισχύ το ΔΕΑΧ” (Δόγμα Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, που είχε εφαρμογεί την περίοδο 1993-2000), αν και…
Αν και εξακολουθεί να είναι ιστορικό σημείο αναφοράς – ας το παραδεχτούμε – δεδομένου ότι εγκιβωτίζει τις αμυντικές δυνατότητες του Ενιαίου Αμυντικού χώρου (Θράκη-Αιγαίο-Κρήτη-Κύπρος) και δίνει ώθηση σήμερα στην προοπτική στρατηγικής συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, υπό την αιγίδα και τη βαρύνουσα συμμετοχή των ΗΠΑ.
Όμως δεν αρκεί να το πιστεύουμε εμείς, αν δεν το πιστεύουν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Και, όσον αφορά τους νυν, αυτά που καλούνται να αντιμετωπίσουν στον τρέχοντα χρόνο είναι τα πιθανά αδιέξοδα στην Πενταμερή της Γενεύης,
Αδιέξοδα λόγω εμμονής της Τουρκίας για αλλαγή βάσης στη λύση του Κυπριακού, με άξονα την πρότασή της για διχοτόμηση της Κύπρου, προκειμένου να κερδίσει την έμμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους) και λόγω της αρνητικής πορείας της ηλεκτρικής, υποθαλάσσιας διασύνδεσης καλωδίου Κρήτης-Κύπρου.
Διασύνδεσης η οποία ναυαγεί εξακολουθητικά μέχρι τώρα λόγω μη αποδοχής της Τουρκίας. Κι αυτό μόνο αρνητικό είναι για μας, γιατί δείχνει τον πειθαναγκασμό μας σε κάθε αίτημα της Τουρκίας να εμποδίσει ελληνικές πρωτοβουλίες εθνικού συμφέροντος στα χωρικά ύδατά μας. Ωστόσο το ”μέχρι τώρα” έχει τη σημασία του, γιατί – απ’ ό,τι φαίνεται, ανοίγει ο δρόμος επανέναρξης των ερευνών για την ηλεκτρική διασύνδεση με συμμαχική κάλυψη, όπως το επεδίωξε η Αθήνα.
Για να επανέλθουμε όμως στο Κυπριακό, αξίζει να σημειώσουμε ότι – όσον αφορά τα τεκταινόμενα στη Γενεύη οι συζητήσεις είτε μεταξύ του Προέδρου της Κύπρου και του εκπροσώπου της τουρκοκυπριακής κοινότητας (Χριστοδουλίδη-Τατάρ) είτε μεταξύ των ΥΠΕΞ Ελλάδας-Τουρκίας (Δεραπετρίτη-Φιντάν) διεξήχθησαν σε ήπιο κλίμα και διάθεση σύγκλισης. Ωστόσο οι προοπτικές, όπως προείπα, είναι μάλλον δυσοίωνες.
Και είναι δυσοίωνες, γιατί ο Ταγίπ Ερντογάν (και το φερέφωνό του στα Κατεχόμενα Ερσίν Τατάρ, που παρουσιάζεται ως πρόεδρος της ”ΤΔΒΚ”) έχουν δηλώσει προκαταβολικά ότι ”δε συζητούν λύση Ομοσπονδίας”. Άρα η πρόταση Ελλάδας και Κύπρου (με εισήγηση του Γκουτέρες) για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα έχει απορριφθεί εκ των προτέρων.
Έχει απορριφθεί εκ των προτέρων ως βάση για επανέναρξη δομημένων συνομιλιών για το Κυπριακό και δεν μπορούμε να προσδοκούμε – ούτε με θαύμα – την ένωση των δύο Κοινοτήτων της Κύπρου όσο η Τουρκία δίνει τα ρέστα της για υπεράσπιση των στρατηγικών συμφερόντων της στην Ανατολική Μεσόγειο (Κύπρος) και τη Μ. Ανατολή. Κάτι που αποδεικνύει με τον απροκάλυπτο διπλωματικό της αγώνα να προωθήσει την αναγνώριση του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους τουλάχιστον από τουρκόφωνες χώρες και, προπάντων, απ’ το Αζερμπαϊτζάν.
Ασφαλώς τα γνωρίζει όλα αυτά η ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά ο Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης τα ανέχεται στωικά (για να μην είναι αυτός που θα χρεωθεί έστω και μια αποτυχημένη συμφωνία για το Κυπριακό), χωρίς να παύει να υποστηρίζει φυσικά τις θέσεις του επί τη βάσει των μέχρι τώρα αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της Ενωμένης Ευρώπης.
Η δυσκολία γεφύρωσης των διαφορών των δύο πλευρών είναι εμφανής. Και γίνεται δυσκολότερη δεδομένων των τουρκικών ζητούμενων, τα οποία είναι – πέραν του αιτήματος για λύση διχοτόμησης της Κύπρου – η άρση απομόνωσης του ψευδοκράτους και η συμμετοχή του στην εξόρυξη και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, πολύ περισσότερο τώρα που ”τρέχει” η φάση επανεκκίνησης του προγράμματος ερευνών και αξιοποίησης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της Κύπρου.
Κι αυτό το τελευταίο επαυξάνει τη ζηλοφθονία των Τούρκων και τη βουλιμία τους, ενώ στα ύψη βρίσκεται και η ανησυχία τους για την ανάπτυξη στρατιωτικών σχέσεων της Κύπρου με τις ΗΠΑ σε βαθμό στρατηγικής συμμαχίας, κάτι που – σε συνάρτηση με την αναβάθμιση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Εθνικής Φρουράς και τον ταχύτατο επανεξοπλισμό της Κύπρου (μετά την άρση του εμπάργκο όπλων από τις ΗΠΑ) – πιστώνεται στον Πρόεδρο Νίκο Χριστοδουλίδη.
Τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας που φαίνεται να τα πάει καλύτερα από τον προκάτοχό του Ν. Αναστασιάδη τόσο επί του πεδίου όσο και στον τομέα των διαπραγματεύσεων, όπου ο Ερντογάν δεν αντιμετωπίζει πλέον μια αδύναμη Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς συμμαχίες και αμυντική δυνατότητα, αλλά μια σοβαρή Κυπριακή Δημοκρατία έτοιμη να μπει στην ουσία εποικοδομητικών διαπραγματεύσεων, φροντίζοντας παράλληλα τον επανεξοπλισμό της.
Διαπραγματεύσεων με την τουρκική και την τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία έχοντας ως πυξίδα το κεκτημένο των διαπραγματεύσεων του 2017 στο Κραν Μοντανά, όπου – λόγω αμφίπλευρων διαφωνιών – είχε χαθεί μια χρυσή ευκαιρία για στρατηγική συμφωνία μεταξύ Κοτζιά/Αναστασιάδη–Τσαβούσογλου/Τατάρ για επίτευξη συμφωνίας που θα ικανοποιούσε και τις δύο Κοινότητες, όπως εκτίμησε τότε σε έκθεσή του για το Κυπριακό ο ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες …