Η βαλκανική και ευρωπαική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια
Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
Είναι γεγονός πως η εξωτερική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια ήταν υποχρεωμένη να ξεδιπλωθεί στο πλαίσιο που είχαν διαμορφώσει η ευρωπαική και ρωσική διπλωματία. Σ αυτή την κομβική για τον ελληνισμό ιστορική συγκυρία, διαπιστώνεται μία ακόμα ιστορική παραδοξότητα. Καθώς η σύντομη Διακυβέρνηση του πρώτου Ελληνα κυβερνήτη συμπίπτει με αργές ιδεολογικές, πολιτικές και γεωστρατηγικές αλλαγές και μετατοπίσεις. Στην ιστορία άλλωστε δεν υπάρχουν τομές. Αντίθετα καταγράφονται συχνά μακρές στον χρόνο, περίοδοι μετάβασης.
Δύο επιστολές του Ιωάννη Καποδίστρια προς τον υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας Karl Nesselrode αποκαλύπτουν τους σχεδιασμούς του πρώτου κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους για την κατάλυση του οθωμανικού imperium και την τύχη των οθωμανικών κτήσεων στην βαλκανική, που αναμφίβολα και όπως πρόκειται να αναλυθεί στις παρακάτω γραμμές ήταν προσαρμοσμένοι στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς ισχύος και τις στοχεύσεις των μεγάλων ευρωπαικών δυνάμεων στην βαλκανική και την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο πως οι επιστολές Καποδίστρια συντάθηκαν μετά από προτροπή του Nesselrode, στις 19 και 20 Μαρτίου του 1828. Επομένως όταν είχε αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα στην Ελλάδα και όχι όταν υπηρετούσε στο ρωσικό διπλωματικό σώμα. Γεγονός που απαντά στα αίτια της παγιωμένης βρετανικής επιφυλακτικότητας απέναντι στον Ελληνα ηγέτη που συχνά λάμβανε χαρακτήρα καχυποψίας ακόμα και απροσχημάτιστης εχθρότητας καθώς πολιτικοί και διπλωματικοί κύκλοι θεωρούσαν τον Καποδίστρια απλά΄επιτετραμένο της Ρωσίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Σίγουρα όχι τυχαία οι επιστολές συντάχθηκαν λίγο πριν την έκρηξη του ρωσο-οθωμανικού πολέμου στην διάρκεια του οποίου η ρωσική προέλαση απείλησε ακόμα και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Γεγονός που επιβεβαιώνει πως ο Καποδίστριας ακόμα και από την θέση του κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν προνομιακός συνομιλητής της ρωσικής διπλωματίας αλλά και ότι προσδοκούσε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αναλυτικότερα η πρόταση Καποδίστρια προέβλεπε πως σε ενδεχόμενη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οθωμανική εδαφική κυριαρχία στην βαλκανική έπρεπε να αντικατασταθεί από μία συνομοσπονδία βαλκανικών κρατών, το Δουκάτο ή βασίλειο της Δακίας, το βασίλειο της Σερβίας, το βασίλειο της Μακεδονίας, το βασίλειο της Ηπείρου και την Ελληνική Πολιτεία, όπως ονόμαζε στην συγκεκριμένη επιστολή το νεοσύστατο ελληνικό κράτος σκιαγραφώντας τις αντιλήψεις του για την πολιτειακή του συγκρότηση.
Η πρόταση Καποδίστρια προέβλεπε πως τα βαλκανικά κράτη θα εκπροσωπούνταν σε μία διαρκή σύνοδο με έδρα την Κωνσταντινούπολη.
Είναι δεδομένο πως διαμορφώνοντας τους σχεδιασμούς του για το μέλλον της βαλκανικής, ο Καποδίστριας επένδυσε στην στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων και είχε πλήρη αντίληψη των συσχετισμών ισχύος στο εσωτερικό της Ευρώπης αλλά και των στοχεύσεων των Μεγάλων Δυνάμεων στην βαλκανική, την ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Οπότε επιδίωκε να εντάξει τις Μεγάλες Δυνάμεις σε έναν νέο σύστημα ασφάλειας που θα αντικαθιστούσε την Οθωμανική κυριαρχία στην περιοχή. Γι’ αυτό τον λόγο το σχέδιο του προέβλεπε παραχώρηση της διοίκησης της Κύπρου, της Κρήτης και της Ρόδου στις Μεγάλες Δυνάμεις. Αλλά και την τοποθέτηση στην θέση του ηγεμόνα κάθε νέου κράτους, γόνους βασιλικών οίκων της Ευρώπης.
Αξίζει να σημειωθεί πως ήδη από την εποχή εκείνη ο Καποδίστριας αναζητούσε πρίγκηπα βασιλικής οικογένειας της Ευρώπης για την θέση του βασιλιά της Ελλάδος.
Υπάρχουν πολλές ιστορικές θεωρίες που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την φιλομοναρχική στάση του Καποδίστρια. Η πρώτη ότι επιχειρούσε να εντάξει την Ελλάδα αλλά και τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη των οποίων την ίδρυση πρότεινε στο σύστημα ασφαλείας που είχαν διαμορφώσει οι ευρωπαϊκές μοναρχίες με όχημα την ιερή συμμαχία αλλά και να αποσυνδέσει οριστικά την ελληνική επικράτεια και τους αναδυόμενους βαλκανικούς εθνικισμούς από κοινωνικά και άλλα ανατρεπτικά κινήματα που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη περίπου την ίδια περίοδο όπως οι Καρμπονάροι και οι Ιακωβίνοι. Επομένως η τοποθέτηση στην θέση των ηγεμόνων των νεοσύστατων κρατών θα διέγειρε αυτόματα κάθε υπόνοια αμφισβήτησης των ancient regimes και ταυτόχρονα θα καθιστούσε αυτονόητη την άμεση επέμβαση των Ευρωπαίων στο ενδεχόμενο που τα νεοσύστατα κράτη της βαλκανικής θα κινδύνευαν να καταλυθούν από ξένη επιβουλή.
Μερικώς ανταγωνιστική και μερικώς συμπληρωματική είναι η ιστορική θεωρία που θέλει τον Καποδίστρια να υιοθετεί φιλομοναρχικές αντιλήψεις λόγω της ρευστής κατάστασης στις ισορροπίες ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις αλλά και η δυσχερής θέση στην οποία είχε προέλθει η ελληνική επανάσταση και το υπό διαμόρφωση ελληνικό κράτος.
Στην ιστοριογραφία βέβαια υπάρχει το ερώτημα. Γιατί τελικά ο Καποδίστριας επέλεξε το μοντέλο της ομοσπονδίας σε ένα γραπτό κείμενο στο οποίο ξεδίπλωσε τους σχεδιασμούς του για το πολιτικό μέλλον των εθνών της βαλκανικής;
Μία πρώτη μάλλον επιφανειακή ανάγνωση δείχνει πως η πρόταση Καποδίστρια για την βαλκανική είναι επηρεασμένη από το μοντέλο της συνομοσπονδίας που υιοθετήθηκε αρχικά και για σύντομο χρονικό διάστημα, δηλαδή από to 1781 έως τ0 1789 για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και το μοντέλο της συνομοσπονδίας που ο ίδιος είχε διαμορφώσει ως επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας για την Ελβετία και διατηρήθηκε ακέραιο για μία μακρά ιστορική περίοδο από το 1815 έως το 1948 αποδεικνύοντας την ανθεκτικότητα του σε τεκτονικές διεθνοπολιτικές συγκρούσεις ακόμα και παγκοσμίους πολέμους.
Όμως μία δεύτερη βαθύτερη ανάλυση αποδεικνύει πως οι αντιλήψεις του Καποδίστρια ήταν σαφώς ενταγμένες στους σχεδιασμούς της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και στο ευρύτερο ευρωπαϊκό ιδεολογικό και διπλωματικό πλαίσιο εκείνης της ιστορικής περιόδου που και ο ίδιος έδρασε ως διπλωμάτης αλλά και πολιτικός ηγέτης του ελληνικού έθνους. Το οποίο αναπαράγει ακόμα μία φορά το φιλοσοφικό σχήμα της καντιανής αιώνιας ειρήνης και συνοψίζεται στο ερώτημα. Ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος ειρήνευσης της Ευρώπης;
Στο πεδίο της διεθνοπολιτικής πράξης η πρόταση Καποδίστρια αποτελεί συγκερασμό δύο σχεδίων που έχουν τις ρίζες τους στους πολιτικούς σχεδιασμούς προηγούμενων αιώνων.
Το πρώτο σχέδιο ήταν εκείνο του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του οποίου η αφετηρία ανάγεται στην εποχή της Α σταυροφορίας. Κοινή στόχευση όλων των εκδοχών του συγκεκριμένου σχεδιασμού που διατυπώθηκε σε διαφορετικές περιόδους της ιστορίας ήταν η ανακατάληψη των Χριστιανικών εδαφών της νοτιοανατολικής Μεσογείου που βρισκόταν κάτω από την μουσουλμανική κυριαρχία.
Είναι βέβαιο πως το ιδεολογικό περίγραμμα αυτών των σχεδιασμών ενισχύθηκε σημαντικά κατά την ιστορική μετάβαση από τον ύστερο Μεσαίωνα στην πρώιμη περίοδο της νεοτερικότητας, από τις παπικές βούλες Romanus Pontifex ( 1455) και Inter Coetera ( 1493). Σύμφωνα με τις οποίες οι Χριστιανοί ηγεμόνες είχαν το δικαίωμα να καταλαμβάνουν μη Χριστιανικά εδάφη.
Αξίζει να σημειωθεί πως παρόμοιες αντιλήψεις είχε διατυπώσει πολύ αργότερα και στην διάρκεια των ρωσοτουρκικών πολέμων και η Μεγάλη Αικατερίνη.
Το δεύτερο έχει τις ρίζες του στην συνθήκη της Βεστφαλίας και την διαμόρφωση ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας. Ήδη από την εποχή εκείνη Ευρωπαίοι στοχαστές είχαν εισάγει στον πολιτικό και διεθνοπολιτικό διάλογο της εποχής την ιδέα της συνομοσπονδίας των ευρωπαικών κρατών με στόχο την αποφυγή των πολέμων. Είτε αυτοί αφορούσαν ινδοευρωπαϊκές συρράξεις είτε εξωτερικές για την Ευρώπη απειλές.
Η σύγκλιση των διαφορετικών σχεδίων είναι εξαιρετικά απλή και συμπυκνώνεται στην άποψη ότι εφόσον η πλέον συνήθης αιτία πολέμου ανάμεσα στους Ευρωπαίους ηγεμόνες ήταν η κατάληψη εδαφών και η επέκταση της επικράτειας τους. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ιστορικός εχθρός με επεκτατικές διαθέσεις και ως θρησκευτικός αντίπαλος θα μπορούσε να αποτελέσει τον νόμιμο στόχο της ευρωπαϊκής επέκτασης προς ανατολάς και της εξαγωγής της πολεμικής βίας που κατάστρεφε την Ευρώπη.
Σταδιακά το επίκεντρο του διαλόγου για την ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης μετατοπίστηκε στην Γαλλία. Χαρακτηριστικό το σχέδιο του βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου του Δ το οποίο συνέταξε ο υπουργός του, Duc de Sully. Ενώ αργότερα πανομοιότυπες απόψεις διατύπωσε και ο Ναπολέοντας.
Στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής το πλησιέστερο μοντέλο προς τις ιδέες του Καποδίστρια αποτελεί η ίδια η Ευρωπαική Ενωση όπως τουλάχιστον διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια με βάση τις εξωτερικές απειλές.
Ο Καποδίστριας αντιλαμβανόταν πλήρως πως το νέο διεθνοπολιτικό περιβάλλον που επιχειρούσε να διαμορφώσει πέρα από την διπλωματία των διασκέψεων και τις προϋποθέσεις για μία πολιτική ειρήνης η οποία με ελάχιστα διαλλείματα διήρκησε έναν σχεδόν αιώνα.
Γύρω από αυτό το σύστημα ασφαλείας όπως αναφέραμε είχαν αναπτυχθεί αντιλήψεις και ιδέες και σε προγενέστερες περιόδους και προσδοκούσαν σε οφέλη από την διαμόρφωση του και οι δύο κυριότερες σχολές σκέψεις που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη σε εκείνη την κομβική περίοδο. H πρώτη αναδύθηκε μέσα από το συνέδριο της Βιέννης αποτελώντας την συστηματική εκδοχή της Ευρώπης των μοναρχιών. Η δεύτερη σαφώς φιλελεύθερη, υιοθετούσε το καντιανό πρόταγμα της αιώνιας ειρήνης, επιδιώκοντας πολιτικά την ρεπουμπλικανοποίηση και την ομοσπονδιοποίηση των ευρωπαικών κρατών μέσα από ένα σύστημα ασφαλείας που θα διασφάλιζε την επιβίωση τους. Επομένως δεν αποτελούσε απλά μία μονοδιάστατη ιδεολογική προσέγγιση αναπτύχθηκε μία προσδοκία και μία πολιτική προοπτική βασισμένη στην ιστορική εμπειρία. Χαρακτηριστική ήταν άλλωστε η ρήση του Μοντεσκιέ πως << οι ρεπούμπλικες ως αδύναμα κράτη οφείλουν να συνασπίζονται για την επιβίωση τους.
Συμπερασματικά είναι απολύτως σαφείς οι αφορμές, το πλαίσιο, τα κίνητρα, το ευρωπαϊκό υπόβαθρο στο οποίο κινήθηκε και εν πολλοίς ήταν υποχρεωμένος να κινηθεί ο Καποδίστριας. Αλλά και ότι το όραμα του Ρήγα για την παμβαλκανική ομοσπονδία και την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας στην ευρύτερη περιοχή αλλά και οι αρχικές στοχεύσεις της Φιλικής Εταιρείας είχαν μείνει ζωντανές ακόμα και στην ύστερη επαναστατική περίοδο.
Σε εκείνη την κομβική για την Ελλάδα και την Ευρώπη συγκυρία, η εφαρμοσμένη εξωτερική πολιτική του Καποδίστρια διασταυρώθηκε με τα ιδεολογικά οράματα και τις ουτοπικές όπως αποδείχτηκαν στην πορεία του χρόνου προτροπές για ειρήνευση. Η περίπτωση του πρώτου Ελληνα κυβερνήτη υπογραμμίζει με τρόπο εμφατικό το ότι η εθνική εξωτερική πολιτική είναι απαραίτητο να είναι προσαρμοσμένη στους σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων.