Η Αθήνα μάνα καίγεται!
Γράφει ο Ιάσονας Χατζηγεωργίου
Ετησίως βρίσκουμε λόγους για να βαφτίζουμε ήρωες πυροσβέστες και εθελοντές που ρίχνονται στην μάχη με την φωτιά και δεν θα έπρεπε. Το καλοκαίρι επιφύλασσε μια γιγαντιαία πυρκαγιά στην Αττική η οποία απεδείχθη καταστροφική όσο λίγες. Η πρωτεύουσα, η πάλαι ποτέ ένδοξη πόλη με την ιστορία, το σημείο σύγκλισης παρελθόντος και μέλλοντος της Ευρώπης, το μέρος όπου γεννήθηκαν και έκαναν όνειρα οι περισσότεροι Έλληνες κάηκε μερικώς και η συνειδητοποίηση είναι καθηλωτική.
Η πυρκαγιά ξεκίνησε πιθανώς από τον μεγαλύτερο εμπρηστή στην χώρα, την Δ.Ε.Η., επεκτάθηκε τάχιστα στην Πεντέλη και κατέληξε στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας κάνοντας τα πάντα στάχτη. Το μεγάλο ερώτημα «πως φτάσαμε ως εδώ» πλανάται στον δημόσιο διάλογο και στα ενδόμυχα πολλών Ελλήνων. Η απάντηση δεν είναι μια και ούτε απλή.
Μια σίγουρη αιτία είναι η κρατική ανικανότητα η οποία έχει διαποτίσει όλα τα επίπεδα οργάνωσης του κράτους από δεκαετίες και πλέον κάνει ορατή όσο ποτέ την εμφάνισή της. Οι καταγγελίες μαρτύρων και στελεχών των σωμάτων ασφαλείας για την έλλειψη συντονισμού επί χρόνια είναι γνωστές. Η αναρχία είναι διάχυτη και η έλλειψη υπευθύνων εμφανής. Χρειαζόμαστε μια αυστηρού τύπου οργάνωση βασισμένη σε επιστημονικές γνώσεις και θέληση για την διάσωση της περιουσίας μας, φυσικής και ανθρώπινης. Για να το καταφέρουμε όμως απαιτούνται ολοκληρωτικές αλλαγές που θα επηρεάσουν εκάστοτε κυβερνητικούς, δημόσιους λειτουργούς και απλούς πολίτες. Θα επιφέρουν αξιοκρατία και θα οδηγήσουν στο εδώλιο του ενόχου όσους επιτρέπουν τέτοιες καταστροφές ενώ παράλληλα θα δώσουν φωνή σε καταρτισμένους ανθρώπους, πυροσβέστες, αστυνομικούς και δασολόγους, οι οποίοι μεθοδικά και με «λευκή επιταγή» θα τρέξουν διαδικασίες πρόληψης και αντιμετώπισης πυρκαγιών. Έγκαιρα και ορθά.
Εδώ έρχεται στο προσκήνιο ένας δεύτερος λόγος, η έλλειψη προετοιμασίας. Η αντιμετώπιση φυσικών φαινομένων (εννοούμενα όσα διαδραματίζονται στο φυσικό περιβάλλον και όχι απαραίτητα όσα εκκινούν από φυσικά αίτια) απαιτεί άριστη επίγνωση των επερχόμενων και διευθέτηση κάθε προβλήματος με σκοπό τον γρήγορο περιορισμό του. Απαιτεί πρόληψη. Σωστές κλαδεύσεις και υλοτομήσεις, δημιουργία παρατηρητηρίων με ανθρώπινη παρουσία, διευθέτηση βιομάζας, διαχειριστική βόσκηση, προώθηση δασικής αναψυχής είναι μερικοί μόνο τρόποι οι οποίοι μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τα ποσοστά εμφάνισης πυρκαγιών. Όμως η σκέψη και εφαρμογή τους υπόκεινται στις γνώσεις των αρμόδιων για τα δάση, τουτέστιν Δασολόγων, και όχι πολιτικών οι οποίοι μπορούν μονάχα να κάνουν επικοινωνιακά σόου κατόπιν εορτής. Ας μην ξεχνούμε όμως πως μετά τον δασοκτόνο νόμο του 1998, τον οποίο σέβεται έκτοτε κάθε κυβέρνηση, η αρμοδιότητα διάσωσης των δασών έχει περάσει κατ’ αποκλειστικότητα στο κράτος και την Πυροσβεστική υπηρεσία η οποία στερείται, χωρίς να φέρει ευθύνη, γνώσεων για το φαινόμενο.
Επιπλέον λόγος είναι η αμφίδρομη σχέση μίσους μεταξύ πολιτείας και πολιτών. Η πρώτη δεν σέβεται τους δεύτερους και οι δεύτεροι δεν εμπιστεύονται την πρώτη, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συνεννόηση και κοινή γραμμή. Ακαθάριστα οικόπεδα και αυθαίρετες κατασκευές ή κατοικίες που εμφανίζονται στα ρεπορτάζ εν μέσω καταστροφής αποτελούν απόδειξη πως οι νόμοι δεν εφαρμόζονται και αυτό επαφίεται στην ατομική ευθύνη του καθενός. Βαθύτερος λόγος είναι η ίδια η αναξιοπιστία του κράτους το οποίο με φαινόμενα όπως αυτό της αλλαγής του κτηματολογίου αποδεικνύει διαρκώς πως δεν εκτιμά τους νομοταγείς και δεν τιμωρεί τους εγκληματούντες. Μια, χωρίς φόβο πολιτικού κόστους, συνομιλία μεταξύ πολιτείας και πολιτών για όσα αφορούν τα δάση θα ήταν σημαντικό βήμα προόδου.
Με τέτοια αίτια και άλλα πολλά καταλήγουμε σε εφιάλτες σαν αυτόν της Αττικής ή των Σερρών, οι οποίοι δημιουργούν νέες πληγές ή και αναμοχλεύουν πάθη του παρελθόντος. Παράδειγμα για το τελευταίο είναι η εμετικού επιπέδου επίδειξη από ανθρώπους πολιτικών χώρων οι οποίοι ακόμη και την ώρα της μάχης επεδείκνυαν το όποιο έργο τους μετατοπίζοντας ευθύνες αλλού και εκτοξεύοντας κατηγορίες κατά πάντων. Οι πύρινοι εφιάλτες δημιουργούν και επιπλέον φόβους έκθεσης της χώρας σε εξωτερικούς εχθρούς και δυσπιστίας προς τις δυνατότητες του κρατικού μηχανισμού να προστατέψει τους ανθρώπους του. Σε τέτοιες στιγμές ορισμένοι πιστοί Ορθόδοξοι προσέφυγαν στην Παναγία με προσευχές, απευθύνοντας λόγους ικεσίας προς τις θείες δυνάμεις για την κατάσβεση του πυρός, προτάσσοντας ως αντίδωρο το γεγονός πως σε αυτή την χώρα υμνείται το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όμως εάν καλοσκεφτούμε πως η βλασφημία έχει γίνει το «καλημέρα» της γενιάς μας, τότε μπορούμε άκοπα να καταλάβουμε γιατί το «πυρ το εξώτερον» όχι μόνο δεν έμεινε «εξώτερον» αλλά πέρασε για τα καλά στον αστικό ιστό και κατέκαψε τα πάντα.
Το προαναφερθέν λοιπόν ερώτημα πρέπει να μετατραπεί, με μια δόση αισιοδοξίας, σε «πως θα ανακάμψουμε» και «πως θα αποτρέψουμε τα ίδια στο μέλλον». Μερικές απαντήσεις δίνονται παραπάνω, άλλες εξίσου σημαντικές δεν χωρούν σε λίγες αράδες αλλά υπάρχουν στους κύκλους εμπειρογνωμόνων. Περιμένουν πότε οι επιλογές του καθενός μας θα επιφέρουν καθεστώς διαφάνειας σε τούτο τον τόπο ώστε να εφαρμοστούν σε πρόσφορο έδαφος. Ειδάλλως θα αρκεστούμε για ακόμη μια χρονιά σε λύσεις ανάγκης, όπως ο μηχανισμός 112, ο οποίος αργά ἠ γρήγορα θα ειδοποιήσει τα τηλέφωνα όλων με εκείνο το φρικτό αλλά κάθε μέρα πιο κοντινό «εκκενώστε την χώρα».