Η αφλογιστία της Αντιπολίτευσης…
Γράφει ο Χάρης Λεονταρής
Είθισται ύστερα από βουλευτικές εκλογές για ένα μικρό χρονικό διάστημα η νέα κυβέρνηση να έχει ευρεία λαϊκή αποδοχή. Τούτο είναι φυσικό να συμβαίνει, αφού με την ψήφο της πλειοψηφίας αναδείχτηκαν νέα πρόσωπα, καινούριος Πρωθυπουργός ανέλαβε και τίθεται σε εφαρμογή ένα διαφορετικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας.
Αλλά σήμερα προκαλεί απορία γιατί τα κόμματα της Αντιπολίτευσης και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ, βρίσκονται σε απόλυτη αμηχανία και αδυνατούν να αρθρώσουν αντίλογο πειστικό και αληθινό. Οι δηλώσεις και οι κριτικές προς την κυβέρνηση δεν συγκινούν κανέναν πλην των θαλαμοφυλάκων των γραφείων τους και των συμβούλων τους. Πραγματικά η Αντιπολίτευση βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης και απλώς ομιλούν για να μη ξεχαστούνε από τον κόσμο. Φαίνεται πως η ήττα έχει προκαλέσει και στα δύο κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, αφωνία και εσωστρέφεια, αντιδράσεις δηλωτικές του αδιεξόδου τους.
Και όμως, σ’ ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, όπως είναι το δικό μας ο ρόλος και των κομμάτων της Αντιπολίτευσης είναι ουσιαστικός, γιατί με την πολυφωνία και τον πολιτικό διάλογο και η δημοκρατία θωρακίζεται, αλλά και η κυβέρνηση γίνεται πιο αποτελεσματική και παραγωγική. Γιατί ένα κόμμα, όταν κερδίζει τις εκλογές, δεν σημαίνει ότι μπορεί να κυβερνά όπως αυτό θέλει, χωρίς λογοδοσία και χωρίς να ελέγχεται από τα λοιπά κόμματα.
Γι’ αυτό τίθεται το ερώτημα: Πού οφείλεται η αναιμική ή μάλλον η ανύπαρκτη αντιπολίτευση αυτών των δύο κομμάτων;
Γενικά θεωρώ πως αυτά τα κόμματα αισθάνονται σοβαρές ενοχές και αντιλαμβάνονται τις ευθύνες τους για την πορεία παρακμής της χώρας που δοκίμασε ο Έλληνας τα τελευταία χρόνια. Ύστερα είναι πράγματι δύσκολο να αντιδράς σε πρωτοβουλίες και σε ρυθμίσεις της κυβέρνησης, οι οποίες είναι φιλολαϊκές και δείχνουν προσπάθεια εξόδου από την κρίση. Για παράδειγμα, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την κοινωνική σημασία μέτρων, όπως είναι η μείωση του ΕΝΦΙΑ, η φορολογική ελάφρυνση όλων, η δημιουργία θέσεων εργασίας, κ.α. Και το κυριότερο επανέρχεται στη χώρα η κανονικότητα με συνέπειες θετικές και πολυσήμαντες σε όλους τους τομείς και για όλους τους πολίτες.
Αλλά και στο ήθος της κυβέρνησης δεν μπορεί να υπάρξει αντίλογος, αφού ο λαϊκισμός έχει παραχωρήσει τη θέση του στο μέτρο, στη σύνεση και στη λογική. Άρα η αντιπολίτευση για τα δύο κόμματα δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ύστερα το καθένα απ’ αυτά έχει και τις δικές του ιδιαιτερότητες και σύνδρομα, τα οποία οριοθετούν την κομματική τους πρακτική. Έτσι ο κ. Τσίπρας μεγάλωσε και ωρίμασε σε περιβάλλον ιδεοληψιών και αλαζονείας. Άσκησε την εξουσία με πολιτική που δίχασε το λαό, έβλαψε την κοινωνία και τραυμάτισε την εθνική ευαισθησία. Προκαλεί ακόμα και τώρα, όταν δηλώνει «υπερήφανος για τη συμφωνία των Πρεσπών». Άρα δεν μπορεί σήμερα ούτε να προτείνει κάτι καινούριο ούτε να διαμορφώσει διαφορετική ιδεολογική ταυτότητα. Όσο για την αναφορά στο ποσοστό (31,6%) των εκλογών ας μην ξεχνάει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι την ετυμηγορία της λαϊκής βούλησης την έχουν πληρώσει ακριβά στην ιστορία μας παλιά, όπως ο Καποδίστριας, ο Χ. Τρικούπης, ο Ελ. Βενιζέλος, κ.α.
Όσο για το ΚΙΝΑΛ, το μόνο που μπορώ να πω είναι τούτο: Όσοι απόμειναν και κυρίως η ηγεσία του, είναι αδύνατον να συνεχίσουν και να ανταποκριθούν στην κληρονομιά του Ανδρέα και του παλιού ΠΑΣΟΚ. Επομένως, αν θέλουν να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο, όπως και η κοινωνία απαιτεί, οφείλουν να αποσαφηνίσουν την ταυτότητά τους, να προτείνουν το όραμά τους και να αναθέσουν σε μια νέα ηγεσία, ικανή και σοβαρή, να επιχειρήσει τη σύνδεση του κόμματος με την κοινωνία.
Επειδή, λοιπόν, η Αντιπολίτευση ομφαλοσκοπεί, η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει με την ίδια διάθεση να ανοίγει καινούριους δρόμους, ώστε και η χώρα και οι πολίτες να ξαναβρεθούν σε συνθήκες ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον.